Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Σε πρόσφατο άρθρο μου στο rp.gr είχα επισημάνει με ιδιαίτερη έμφαση ότι στην κρίσιμη μεταμνημονιακή εποχή στην Ελλάδα όλοι αναζητούσαν έναν πρωθυπουργό που να γνωρίζει από οικονομία. Αυτός είναι όντως ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Όμως, οι συνθήκες μας έχουν οδηγήσει στο σημείο που εκτός από την επίλυση του μείζονος θέματος των κόκκινων δανείων και της ανύπαρκτης ανάπτυξης σε βασικά προβλήματα της χώρας, έχει αναδειχθεί και η έλλειψη στρατηγικής στην εξωτερική πολιτική.
Σε μια χώρα που επί σειρά ετών είχε επαναπαυθεί στο να ελπίζει και να στηρίζεται στις επιλογές των άλλων αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Ειδικά σήμερα που από τη μια οι ΗΠΑ αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το ρόλο του παγκόσμιου ηγεμόνα και από την άλλη η Ευρωπαϊκή Ένωση, με εξαίρεση κάποιες τελευταίες κινήσεις των Γάλλων και των Ιταλών, έχει πλήρη αδυναμία να συμφωνήσει αλλά κυρίως να επιβάλλει τις απόψεις της στην ευρύτερη περιοχή μας.
Έτσι, λοιπόν, αναδεικνύεται περίτρανα το έλλειμμα και η γύμνια στρατηγικής στην εξωτερική μας πολιτική. Πρόβλημα που είχε διαπιστωθεί και στο παρελθόν αλλά κυρίως σημερινό καθώς ο Ερντογάν αποφάσισε να αυξήσει την πίεση που ασκεί βάζοντας όλα τα θέματα στο τραπέζι και επιδιώκοντας, με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο, την ικανοποίηση των θέσεών του.
Ας ξεκινήσουμε με τις βασικές παραδοχές:
- Είναι αληθές ότι η κυβέρνηση όλους αυτούς τους τελευταίους μήνες ήταν εφησυχασμένη, ακολουθώντας την πεπατημένη.
- Είναι επίσης αληθές ότι τώρα πια δείχνει να ξυπνά, μπροστά στον κίνδυνο να τα χάσει όλα.
- Κινείται μεν, αλλά δεν μας έχει δώσει στο στίγμα της συνολικής της στρατηγικής, το δόγμα της.
Όμως, αυτή τη στιγμή, το πρόβλημα του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι εσωκομματικό κατά ένα τρόπο γιατί στο κόμμα του υπάρχουν δύο προσωπικότητες που έχουν δομημένη άποψη και έχουν διατυπώσει δόγμα.
Τόσο ο Κώστας Καραμανλής όσο και ο Αντώνης Σαμαράς έχουν κάνει το τελευταίο χρονικό διάστημα δύο εξαιρετικές ομιλίες αν και εκκινούν από διαφορετική αφετηρία και δίνουν διαφορετική διάσταση ουσιαστικά απευθύνονται στο εσωκομματικό ακροατήριο αλλά ταυτόχρονα ακούγονται πολύ καλά και στο πανελλήνιο.
Αυτή η πραγματικότητα, λοιπόν, έχει αναγκάσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη να αναζητά τρόπο τουλάχιστον να σταθεί στο ύψος των δύο πρώην πρωθυπουργών.
Στην περίπτωση Καραμανλή, που είναι απαλλαγμένη από ιδιοτέλεια καθώς έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θέλει να γίνει πρόεδρος Δημοκρατίας αλλά αντιλαμβάνεται τον εαυτό του μόνο ως εθνική λύση και επικεφαλής μιας εθνικής κυβέρνησης με γνώμονα την αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων, υπάρχει η παρουσίαση ενός σκεπτικού που αναδεικνύει σχέδιο στρατηγικής αντίληψης που θυμίζει Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι. Ακούγωντάς τον καταλάβαινε κανείς γιατί η νοσταλγία για Καραμανλή είναι υπερκομματική και διαχρονική. Στην πιθανότητα μίας τέτοιας κρίσης λοιπόν θα δημιουργηθεί μία πολιτική πραγματικότητα Καταστάσεις που δεν θα μπορούσε να χειριστεί ένα πρόσωπο τύπου Λουκά Παπαδήμου.
Στην περίπτωση Σαμαρά το σκηνικό είναι διαφορετικό. Στο συνέδριο, η ομιλία Σαμαρά -ένα μείγμα Σαλβίνι και Όρμπαν- έμοιαζε περισσότερο με το… κύκνειο άσμα ενός ανθρώπου που έχει ξεκαθαρίσει μέσα του ότι δεν είναι η επιλογή του πρωθυπουργού ούτε για την προεδρία της Δημοκρατίας. Η ομιλία ήταν καθαρή, με σκεπτικό, με βάθος, με ξεκάθαρη αντίληψη βάζοντας ένα πλαίσιο μακριά από τα αδιέξοδα της πολιτικής ορθότητας που θολώνουν τη σκέψη της σημερινής κυβέρνησης.
Καις τις δύο περιπτώσεις όμως δημιουργήθηκε, εύλογη κατ’ εμέ, ανησυχία. Προεκτάσεις που μπορούν να ασκήσουν επιρροή στην κομματική βάση δημιουργώντας επιπλέον εσωκομματικές προεκτάσεις. Συγκεκριμένη στην περίπτωση Σαμαρά, μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι την επόμενη ημέρα ξεκίνησαν από το Μέγαρο Μαξίμου συστηματικές κινήσεις για την προσέγγιση Σαμαρικών. Το πρώτο σήμα δόθηκε με την τοποθέτηση του πλέον ακραιφνούς Σαμαρικού Δημήτρη Σταμάτη στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Ακολούθησε λίγες ημέρες μετά, η υφυπουργοποίηση του επίσης Σαμαρικού βουλευτή Κώστα Βλάση, στη θέση του παραιτηθέντα εξωκοινοβουλευτικού Αντώνη Διαματάρη. Αδύναμες πολτικές προσωπικότητες για την εκτελεστική εξουσία πλην όμως σημαντικοί παίκτες στη νεοδημοκρατική σκακιέρα.
Συνεπώς συμπερασματικά, είναι προφανές ότι η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης έχει πρόβλημα στρατηγικής. Πρόβλημα δομικό που δυστυχώς διαπλέκεται και με τα εσωκομματικά της ζητήματα.
Και αυτή η έλλειψη την οδήγησε και σε ένα μείζον λάθος που έγινε κατά την τελευταία συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στο περιθώριο της συνόδου του ΝΑΤΟ.
Δυστυχώς η κυβέρνηση άρχισε να συζητά με τον Ερντογάν με ανοιχτή ατζέντα, ερήμην διεθνών παρατηρητών. Έτσι, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια μπαίνουμε ξαφνικά σε μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης και απεμπολούμε την πάγια θέση μας ότι η μοναδική μας διαφορά είναι η υφαλοκρηπίδα και ότι γι’ αυτό υπάρχει μόνο ο δρόμος της Χάγης.
Είναι κολοσσιαίο λάθος το γεγονός ότι δεχθήκαμε να μπουν στο τραπέζι μια σειρά ζητήματα, όπως επεδίωκε η Τουρκία και εμείς δεν είχαμε κανένα λόγο να δεχθούμε. Γιατί πάρα πολύ απλά δεν είναι ώρα να χτίσουμε σχέσεις εμπιστοσύνης με την Τουρκία.
Σε ότι αφορά στη δήλωση του πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ, με αφορμή το MOU που συνυπέγραψε η Τουρκία με την αμφισβητούμενη κυβέρνηση της Τρίπολης, πρέπει να σημειώσω ότι την θεωρώ άστοχη. Και να επισημάνω ότι η Τουρκία έως τώρα δεν έχει συνυπογράψει καμία διεθνή συνθήκη που αναφέρεται στο δίκαιο της θάλασσας. Αυτό δεν είναι τυχαίο και γίνεται για να μπορεί να διεκδικεί μέρος του Αιγαίου από την Ελλάδα, καθώς είναι προφανές ότι το πρόβλημά της δεν είναι ο Εύξεινος Πόντος.
Έτσι, το να λέμε -επικαλούμενοι το δίκαιο των πολλών- ότι η Τουρκία παρανομεί, μικρή σημασία έχει για την Τουρκία. Το γνωρίζει, όπως επίσης βλέπει ότι δεν υπάρχουν και συνέπειες γι’ αυτό. Άρα, δεν την απασχολεί.
Η δε περίπτωση της Λιβύης είναι μια ακόμη επιβεβαίωση των προβλημάτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που εκτός των άλλων αποδεικνύεται ότι κινείται περιορισμένα και βρίσκεται μπροστά σε τετελεσμένα τα οποία εκ των υστέρων προσπαθεί να ανατρέψει. Μάλιστα και διέφυγε της προσοχής και όταν έγινε αντιληπτό το πρόβλημα οι κινήσεις πανικού το μεγένθυναν περισσότερο από όσο έπρεπε.
Το βασικό ζήτημα λοιπόν είναι ότι η Ελλάδα πρέπει να επαναπροσδιορίσει την εξωτερική της στρατηγική σε μια εντελώς διαφορετική βάση.
Άρα:
- Επειδή όλοι στην εξωτερική πολιτική αναζητούν πλέον ρόλο Ζαρατούστρα «προβλέποντας» ότι τη δύσκολη στιγμή θα είμαστε μόνοι μας, προτείνω να φύγουμε από τη λογική της διαπίστωσης και να προχωρήσουμε στη λογική του σχεδιασμού της στρατηγικής, με δεδομένο ότι θα είμαστε σίγουρα μόνοι μας. Και η αφετηρία της στρατηγικής μας είναι η άμεση ετοιμότητα των αρχικά των Ενόπλων Δυνάμεων αλλά και της κοινωνίας ώστε να είναι προετοιμασμένη για αυτή τη δύσκολη στιγμή.
- Με την Τουρκία έχουμε πολλά προβλήματα αλλά το βασικότερο, σήμερα, είναι το μεταναστευτικό. Είναι ένα θέμα που δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε γιατί δεν έχουμε αποφασίσει αν θα είμαστε… ανθρωπιστές ή… Ούγγροι. Είναι ένα ψευτοδίλημμα. Και εφόσον έχουμε αποφασίσει ότι τελικά θα είμαστε μόνοι μας τότε πρέπει να κοπεί κάθε είδους ροή προς την χώρα. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει ετοιμότητα για την κρίσιμη στιγμή όταν έχεις αυτό το μεγάλο αγκάθι.
- Στον παράγοντα Αμερική έχουμε πέσει τελείως έξω. Ο Πάιατ είναι δημόσιος λειτουργός, όμως στην καρδιά του Δημοκρατικός οπότε δεν είμαστε σίγουροι κάθε φορά ότι η πολιτική του πρόταση είναι εναρμονισμένη με τον Λευκό Οίκο. Συνεπώς σε αυτή την ιστορία το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι να αντιληφθούμε ότι στην κατάσταση που βρίσκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες αυτή τη στιγμή λόγω εκλογών, δημιουργείται ένα πρόβλημα 12 μηνών το οποίο αν η Τουρκία εκμεταλλευτεί οι συνέπειες είναι αυτονόητες. Εάν, δε, επανεκλεγεί ο Τραμπ θα πρέπει να εξετάσουμε τη στρατηγική μας από την αρχή. Σε κάθε περίπτωση η κινητικότητα στην Ουάσινγκτον είναι απαραίτητη.
- Εάν δεν λυθεί ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας θα πρέπει να είμαστε πιο επιφυλακτικοί στις ανοικτές αγκάλες με το Πεκίνο. Γιατί οι Κινέζοι ούτε στρατεύματα μπορούν να στείλουν, ούτε θέλουν.
- Στην περίπτωση της Σερβίας είναι θετική η πρόσφατη συνάντηση με τον πρόεδρο Βούτσιτς αλλά μάλλον μας έχει διαφύγει η σημασία της τριμερούς διάσκεψης με την Τουρκία και τη δορυφορική της Βοσνία που έγινε στο Βελιγράδι πριν αρκετές εβδομάδες. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση να εκμεταλλευθεί εκτός από τις σχέσεις Ελλάδας Σερβίας και τις παραδοσιακά καλές σχέσεις της οικογένειάς του με τη Σερβία από την εποχή του Μιλόσεβιτς.
Υ.Γ:
Σε ότι αφορά στη σημερινή παρέμβαση του Κώστα Σημίτη, με το άρθρο του στα Νέα, είναι παντελώς άστοχη και, όπως χαρακτηριστικά είπε ένας φίλος μου, «τουριστική».
Διότι όταν κάποιος λαμβάνει μια απόφαση ορθή με τα δεδομένα της εποχής είναι άτοπο να τον κρίνεις αναδρομικά μετά από τόσα χρόνια ενώ τα δεδομένα έχουν αλλάξει.
Και η αλήθεια είναι ότι αυτοί που ακολούθησαν τα 15 χρόνια από το 2004 έως σήμερα δεν παρακολούθησαν τις εξελίξεις.
Άρα, το να κατηγορήσεις κάποιον για κάτι που ορθά έπραξε πριν 15 χρόνια χωρίς να ασχοληθείς με αυτούς που ακολούθησαν και επέτρεψαν στον Ερντογάν να φτάσει έως εδώ σημαίνει είτε ότι εκτελείς εντεταλμένη υπηρεσία, είτε ότι θέλεις να πεις «είμαι και εγώ εδώ».