Ήταν η ταυτότητα του Βόλου, η ιστορία του, η ευρωπαϊκή του αναφορά. Και η πόλη αποφάσισε μετά το 1970 να τα γκρεμίσει.
Καταγράψαμε τα κτίρια και την ιστορία τους. Καταγράψαμε τα κτίρια κομψοτεχνήματα – με εξαίρεση το κινηματοθέατρο «Αττίκ» – που κτίστηκαν πριν από τους σεισμούς του 1955. Λαβωμένα σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, στάθηκαν όρθια για πολλά ακόμη χρόνια και κατεδαφίστηκαν μετά το 1970.
Τα περισσότερα, κυρίως αυτά που ανήκουν σε ιδιώτες, στη δεκαετία του ΄70, την εποχή της άνθησης της αντιπαροχής. Στη θέση τους κτίστηκαν πολυώροφα, σχεδόν ομοιόμορφα κτίσματα.
Πρόκειται δηλαδή για χαρακτηριστικά κτίρια της πόλης που δεν υπάρχουν σήμερα με αποκλειστική ευθύνη των ίδιων των πολιτών ή των φορέων του Βόλου.
Το ντοκουμέντο της «Θ», που αποτυπώνει το χθες και το σήμερα μέσα από σπάνιο φωτογραφικό υλικό, θα παρουσιαστεί σε δύο συνεχόμενες Κυριακές.
Το μέγαρο Σκενδεράνη
Το κτίριο που αποτελούσε εξαιρετικό δείγμα εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής του τέλους του 19ου ή των αρχών του 20ού αιώνα, υπήρξε αρχικά η κατοικία της οικογένειας Σκενδεράνη.
Βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Δημητριάδος και Τοπάλη.
Από το 1909 έως τους σεισμούς του 1955 στέγαζε το Δημαρχείο της πόλης, ενώ το 1939 το οίκημα δωρήθηκε με διαθήκη από τη Μαρία Σκενδεράνη στο Δήμο Βόλου. Το 1955 το κτίριο υπέστη σημαντικές ζημιές. Παρέμεινε ωστόσο όρθιο τουλάχιστον έως τα τέλη ης δεκαετίας του ΄70, οπότε ο Δήμος Βόλου θεώρησε προτιμότερη την κατεδάφιση από την αποκατάστασή του. Μια αποκατάσταση που ήταν και τεχνολογικά εφικτή, αλλά και σημειολογικά απαραίτητη αφού στέγασε επί σειρά ετών το Δημαρχείο της πόλης. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ένα κτίριο που ανήκε στον ίδιο το Δήμο Βόλου.
Στη θέση του κτίστηκε πολυώροφο κτίριο αμφιβόλου αρχιτεκτονικής αξίας που από το 1990 στεγάζει δημοτικές υπηρεσίες.
Πρώην Εκπαιδευτήριο Τρύφωνα Κοντογεωργίου
Το Εκπαιδευτήριο του Τρύφωνα Κοντογεωργίου που ιδρύθηκε το 1909, στεγάστηκε σε ένα συγκρότημα τεσσάρων οικημάτων στη συμβολή των οδών Κοραή, Γαλλίας και Χατζηαργύρη. Η Σχολή περιελάμβανε Νηπιαγωγείο, Δημοτικό, Ελληνικό Σχολείο και μετά το 1927 και Γυμνασιακές τάξεις. Από το 1930 το εξατάξιο Γυμνάσιο ήταν μικτό στις τρεις πρώτες τάξεις και αμιγές θηλέων στις μεγαλύτερες.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 το διδακτήριο στέγασε το Πρακτικό Λύκειο Βόλου, ενώ μετά το 1940 το κεντρικό 2ο Γυμνάσιο Αρρένων.
Μετά τους σεισμούς του 1955 το μόνο που απέμεινε από τη Σχολή του Τρύφωνα Κοντογεωργίου ήταν το ισόγειο της γωνιακής οικοδομής στη διασταύρωση των οδών Κοραή και Γαλλίας, μοναδικό δείγμα οικοδομής παλαιού εκπαιδευτηρίου στην πόλη. Το κτίσμα με τον περιβάλλοντα χώρο του ζητήθηκε να αγοραστεί από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας προκειμένου να στεγάσει το Μουσείο Εκπαιδευτικής Ιστορίας, μια αγορά που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε.
Το κτίριο κατεδαφίστηκε, σύμφωνα με πληροφορίες γύρω στο 2000 και στη θέση του ανεγέρθηκε πολυκατοικία.
Η έπαυλη Στάθη Χατζηκυριαζή
Πρόκειται για μια από τις λαμπρότερες ιδιωτικές κατοικίες στην ιστορία του Βόλου. Η νεοαναγεννησιακή έπαυλη Χατζηκυριαζή κτίστηκε το 1905 στη συμβολή των οδών Αντωνοπούλου, Γαλλίας και Κ. Καρτάλη.
Το κτίσμα περιήλθε στην ιδιοκτησία της οικογένειας Χατζηγεωργίου και επί σειρά ετών λειτούργησε ως κλινική Χατζηγεωργίου. Μετά τους σεισμούς στη διάρκεια των οποίων υπέστη ζημιές, στέγασε, σύμφωνα με πληροφορίες, το ιατρείο του ψυχιάτρου Θανάση Κυριάκου.
Το κτίριο, παρά τις φθορές που υπέστη, εξακολούθησε να κοσμεί με τη μεγαλοπρέπειά του την πόλη.
Κατεδαφίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Στη θέση του σήμερα υπάρχει πολυώροφη οικοδομή, στο ισόγειο της οποίας λειτούργησε από το 1978 έως το 2012 ο κινηματογράφος «Λίντο».
Το αρχοντικό Αντωνόπουλου
Στη διαταύρωση των οδών Αντωνοπούλου και Ερμού, σε ένα από τα κεντρικότερα σημεία της πόλης, δέσποζε το τριώροφο νεοκλασικό με εμφανή στοιχεία εκλεκτικισμού αρχοντικό Αντωνόπουλου, κτισμένο πιθανόν στις αρχές του 20ού αιώνα. Στους ορόφους του διέμενε η οικογένεια Αντωνόπουλου, ενώ το ισόγειο φιλοξενούσε εμπορικές χρήσεις.
Το κτίριο υπέστη ζημιές από τους σεισμούς του 1955, κρατήθηκε όμως όρθιο και ήταν κατοικήσιμο έως την κατεδάφισή του.
Κατεδαφίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 (πιθανώς το 1979). Στην πρόσοψη του νέου πολυώροφου κτίσματος διατηρήθηκαν ως απομεινάρια του παρελθόντος η κεντρική είσοδος και το κεντρικό μπαλκόνι με τα περίτεχνα μαρμάρινα φορούσια.
Η μονοκατοικία ιδιοκτησίας Σοφοκλή Παρθένη
Το κτίριο βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Τοπάλη και Ερμού. Επρόκειτο για μεσοαστική μονοκατοικία και ένα από τα λίγα εναπομείναντα δείγματα της αρχιτεκτονικής του μοντέρνου κινήματος στο Βόλο του μεσοπολέμου.
Ο φέρων οργανισμός του ήταν κατασκευασμένος από οπλισμένο σκυρόδεμα με αποτέλεσμα να μην υποστεί σημαντικές ζημιές στους σεισμούς του 1955.
Ο όροφος αποτελούσε την κατοικία της οικογένειας Παρθένη, ενώ στο ισόγειο στεγαζόταν το φαρμακείο του Σοφοκλή Παρθένη. Τα τελευταία χρόνια στον όροφο λειτούργησε μπαρ, ενώ η χρήση του ισογείου παρέμεινε η ίδια.
Κατεδαφίστηκε στα τέλη της δεκαετίας 2000-2010 και στη θέση του κτίστηκε νέα οικοδομή στην οποία στεγάζεται κατάστημα ένδυσης.
Το κινηματοθέατρο «Αττίκ»
Κτίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στη συμβολή των οδών Αργοναυτών, Σπ. Σπυρίδη και Ιάσονος και λειτούργησε από το 1962 έως το 1985.
Αποτελούσε χαρακτηριστικό δείγμα της αρχιτεκτονικής της δεκαετίας του 1960. Πρόκειται για κτίριο του μοντερνισμού με μινιμαλιστικά στοιχεία.
Χαρακτηριστική ήταν η οροφή της κεντρικής αίθουσας που παρέπεμπε σε έναστρο ουρανό. Διέθετε 1.200 θέσεις και είχε τις προδιαγραφές για τη φιλοξενία θεατρικών παραστάσεων. ΄Ηταν εξοπλισμένο με τα τελευταίας τεχνολογίας μηχανήματα της εποχής.
Η κατεδάφισή του έγινε σε δύο φάσεις. Η πρώτη έγινε πιθανόν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και αφορούσε στο κομμάτι του κτιρίου προς την οδό Ιάσονος. Στη θέση του κτίστηκε πολυώροφη πολυκατοικία. Η χωρητικότητα του κινηματογράφου μειώθηκε αισθητά και η σκηνή πλέον ήταν κατάλληλη μόνο για την προβολή κινηματογραφικών ταινιών.
Το κτίριο κατεδαφίστηκε εξ΄ ολοκλήρου στα τέλη της δεκαετίας του 1980, δίνοντας τη θέση του σε μία ακόμη πολυώροφη οικοδομή.
Η διατήρησή του στην αρχική του μορφή, με δεδομένο το μεγάλο μέγεθος της αίθουσας και με πιθανή διεύρυνση των χρήσεων, θα αποτελούσε ένα ακόμη δημόσιο χώρο απαραίτητο για την πόλη και τον πολιτισμό της.
*Ευχαριστούμε για τη σημαντική συμβολή της την αρχιτέκτονα κ. Θάλεια Μακρή–Σκοτινιώτη
Πηγή: Εφημερίδα Θεσσαλία