Από το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών δύο γνώστες του ελληνικού ζητήματος, ο πρόεδρος του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ και ο εκπρόσωπος της Κομισιόν στην τρόικα του μνημονίου Ντέκλαν Κοστέλο είπαν μεν καλά λόγια, αλλά διατύπωσαν και σημαντικούς αστερίσκους για την επόμενη ημέρα, της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τον κ. Ρέγκλινγκ δεν είναι η ελάφρυνση πρώτη προτεραιότητα και υπογράμμισε πως «αυτό που χρειάζεται σε πρώτη φάση η Ελλάδα είναι η ανάπτυξη»
Η Ελλάδα έχει κάνει πολύ δρόμο για να ανακάμψει από την κρίση, σημείωσε ο Κλάους Ρέγκλινγκ και εξέφρασε την εκτίμηση ότι σύντομα δεν θα χρειάζεται οικονομική βοήθεια. Ωστόσο, ξεκαθάρισε ότι η χώρα θα συνεχίσει να χρειάζεται μεταρρυθμίσεις.
Αναλυτικότερα, μιλώντας από το βήμα του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, που ολοκληρώνεται σήμερα, ο κ. Ρέγκλινγκ τόνισε:
«Η Ελλάδα έχει διανύσει μακρύ δρόμο για την ανάκαμψη από την κρίση του 2009 και για να διορθώσει τις ανισορροπίες που αυτή (η κρίση) πυροδότησε. Αν όλα πάνε καλά, σύντομα δεν θα χρειάζεται πια οικονομική βοήθεια από τους εταίρους της στην Ευρωζώνη. Ωστόσο, το ταξίδι δεν έχει τελειώσει- απέχουμε πολύ από κάτι τέτοιο. Το να γίνει η Ελλάδα μια σύγχρονη, ανταγωνιστική και ανθεκτική οικονομία, θα πάρει περισσότερο χρόνο και θα διαρκέσει πολύ μετά το τέλος του προγράμματος του ΕSM. Αυτό είναι το πιο σημαντικό μου μήνυμα σήμερα».
Κατά τον κ. Ρέγκλινγκ, ενώ άπαντες συμφωνούν ότι το ελληνικό χρέος πρέπει να είναι διαχειρίσιμο, «η πρόσθετη ελάφρυνσή του δεν είναι το σημαντικότερο πράγμα που χρειάζεται να συμβεί, για να πετύχουμε κάτι τέτοιο. Αυτό που η Ελλάδα πρωταρχικά χρειάζεται είναι η ανάπτυξη, οι συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις και μια οικονομία φιλική προς την επιχειρηματικότητα, με επαρκή δημόσια διοίκηση».
Ο ίδιος επισήμανε πως δεδομένου ότι ο EFSF και ο ESM είναι με διαφορά οι δύο μεγαλύτεροι πιστωτές της Ελλάδας, κατέχοντας πάνω από το 50% του δημόσιου χρέους της, είναι πολύ σημαντικό για τους δύο θεσμούς η οικονομία να ευημερεί και τα δάνεια της χώρας να αποπληρωθούν. «Οι πιστωτές της Ελλάδας έκαναν σημαντικές προσπάθειες στο παρελθόν για να γίνει αυτό δυνατό και θα συνεχίσουν να πράττουν το ίδιο» διαβεβαίωσε.
Υπενθύμισε ότι στους επόμενους μήνες οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης θα εξετάσουν αν η Ελλάδα όντως χρειάζεται ελάφρυνση, προκειμένου να διασφαλιστεί η διατηρησιμότητα του χρέους της. Στο τραπέζι θα πέσουν μεταξύ άλλων το ενδεχόμενο επέκτασης της ωρίμανσης, η παραίτηση από την πληρωμή κάποιων τόκων σε μέρος των δανείων του EFSF, καθώς και η αναδιανομή, πίσω στη χώρα, των εσόδων από τα ελληνικά ομόλογα, που σήμερα διακρατεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. «Η δήλωση του Eurogroup ήταν πολύ ακριβής ως προς το τι μπορεί να γίνει, παρότι ακόμη δεν γνωρίζουμε αν τα μέτρα αυτά τελικά θα χρειαστούν στο τέλος του προγράμματος, ούτε πόσο απαραίτητα θα είναι» τόνισε.
«Στα επόμενα χρόνια, η Ελλάδα μπορεί να πετύχει τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας της μόνο αν συνεχίσει να λαμβάνει τις σωστές αποφάσεις πολιτικής. Θα χρειαστεί πολλή επιμονή (στις προσπάθειες), για να ανακτήσει τη διαρκή εμπιστοσύνη των επενδυτών και να θέσει την οικονομία της σε διατηρήσιμο έδαφος. Η Ελλάδα όμως, δεν είναι μόνη της. Είναι μέρος της Ευρώπης (..) Κι έτσι η Ευρώπη θα συνεχίσει να στέκεται δίπλα της. Ιδίως ο ESM» κατέληξε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.
Κοστέλο: Αλλά οι νόμοι και άλλο η εφαρμογή τους
Σε νέα παρέμβασή του στο Φόρουμ των Δελφών ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ντέκλαν Κοστέλο είπε ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις για τις διαρθρωτικές αλλαγές έχουν περάσει από τη Βουλή αλλά πρόσθεσε ότι οι βαθιές αλλαγές, όπως η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων, εκτείνονται σε βάθος ως και 5 ετών.
«Σε επίπεδο της νομοθέτησης μπορεί να είμαστε στο 100% αλλά στο επίπεδο της εφαρμογής έχουμε ακόμα μακρύ δρόμο να διανύσουμε». Στη λογική αυτή ο κ. Κοστέλο είπε ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο επιτήρησης για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων καθώς όπως τόνισε τα επόμενα 3 με 4 χρόνια έχουν τη μεγαλύτερη σημασία.
Στη συνέχεια ο εκπρόσωπος της Κομισιόν τόνισε ότι χρειαζόμαστε μια στρατηγική ανάπτυξης που θα περιλαμβάνει τις μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να υλοποιήσει η Ελλάδα τα επόμενα τρία, πέντε ή δέκα χρόνια.