Γράφει η Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου
Ας δούμε την Ελλάδα μέσα από τα μάτια ενός ξένου τουρίστα: Mousaka,souvlaki, tzatziki… Απλοϊκή σκέψη μεν, αλλά ρεαλιστική.
Γιατί πράγματι, οποιοσδήποτε επισκέπτεται την χώρα μας από το εξωτερικό για να κάνει διακοπές, εν συγκρίσει με τα έξοδα για μετακίνηση, διαμονή και είσοδο στους αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία που θα κάνει, τα περισσότερα χρήματα θα τα δώσει στην λεγόμενη κατανάλωση, δηλαδή σε φαγητό και ποτό σε χώρους εστίασης, ως επι το πλείστον.
Ταυτόχρονα, όμως, και οι ίδιοι οι Έλληνες που θα κανονίσουν τις διακοπές τους (τις όποιες μπορούν, τέλος πάντων- πονεμένη ιστορία) σε κάποιον προορισμό, χρηματικά τα μεγαλύτερα έξοδα θα καταλήξουν (ειδικά αυτές τις εποχές που υπάρχει η τάση για την μεγαλύτερη δυνατή εγκράτεια) στην εστίαση.
Ξέρετε, υπάρχει γενικότερα μια τάση (σε όλους τους ανθρώπους θεωρώ, ασχέτως χώρας καταγωγής) να θεωρούν πως ό, τι ίσχυε μέχρι σήμερα, από ιδέες μέχρι και θεσμούς, θα ισχύει για πάντα. Και φυσικά κάτι τέτοιο σχετίζεται με την θέληση για την αίσθηση της ασφάλειας.
Αισθάνομαι πως μερικοί συμπολίτες μας ακόμα δεν μπορούν να χωνέψουν όλα όσα έχουμε ζήσει τα τελευταία χρόνια στα πλαίσια της λεγόμενης οικονομικής κρίσης. Την ζουν, τους ταλαιπωρεί, τους φτάνει σε αδιέξοδα, αλλά βαθιά μέσα τους, δεν νομίζω, πως το έχουν νιώσει.
Εξ ου και θεωρούμε (από κρατικής πλευράς) τον τουρισμό κάτι που «ανήκει» δικαιωματικά στην Ελλάδα. Είναι κάτι δικό μας. Μπορεί στα οικονομικά να μην το έχουμε, βρε αδελφέ, η βιομηχανία να είναι χαρακτηριστικό των βορειότερων χωρών, την έρευνα να την κάνουν οι χώρες με περισσότερα κρατικά κονδύλια και πάει λέγοντας. Σαν τον ‘ελληνικό ήλιο’ όμως… Που θα τον βρουν αλλού; Έχουμε το μονοπώλιο, έτσι δεν είναι; (Που αν μπορούσαν να τον φορολογήσουν, θα ήταν και αυτός στην λίστα με τα προαπαιτούμενα. Το ορκίζομαι.)
Όμως ξεχνάνε πως και ένα οικόπεδο να έχει κάποιος, αν δεν το κοιτάει που και που, μια- δύο φορές τον χρόνο, θα ρημάξει…
Πόσω μάλλον ολόκληρη η «βαριά βιομηχανία» μας, που, αν δεν την προσέξουμε, μπορεί να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη…
Πόσω μάλλον ολόκληρες πολιτικές στα πλαίσια μιας γενικής κυβερνητικής πολιτικής που είναι όχι απούσα, όχι καταστροφική, αλλά απλώς ουτοπική. Δυστυχώς.
Με το τέταρτο μνημόνιο οι επερχόμενες δημοσιονομικές αλλαγές είναι απελπιστικές, για όλους. Ας σταθούμε όμως
συγκεκριμένα στο ζήτημα του τουρισμού.
Εκτός από τον αστείο φόρο διαμονής (για όσους δεν έχουν πληροφορηθεί, τα καταλύματα θα δίνουν φόρο στο κράτος ανάλογα με τα αστέρια που διαθέτουν… Τα σχόλια δικά σας, εγώ εδώ θα καταθέσω απλώς τον όρο «ταξικός αγώνας»), μιλάμε πλέον για γενικό φόρο στα τουριστικά [και ξανατονίζω το κομμάτι της εστίασης] στο 24%!
Που και στην Αθήνα να μείνεις και διακοπές να μην πας, το 24% θα το ζήσεις, δεν γλιτώνεις. Πόσο μάλλον σε ένα ακριτικό μικρό νησί που περιμένει να δουλέψει δυο μήνες για τους υπόλοιπους δώδεκα και που ο τουρισμός είναι η μοναδική πηγή εισροής χρημάτων μαζί με τις συντάξεις και τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων.
Βέβαια, οι επιχειρηματίες του χώρου, τόσο ιδιοκτήτες ξενοδοχείων, όσο και επιχειρήσεων εστίασης κάνουν ό, τι μπορούν για να ελαφρύνουν την κατάσταση: Μειώνουν τις τιμές (άρα και τα κέρδη τους), συνεργάζονται μεταξύ τους για την δημιουργία ικανοποιητικών και ρεαλιστικών για το κοινό τους πακέτων διακοπών, κάνουν ακόμα ολόκληρες καμπάνιες για προσέλκυση τουριστών στην χώρα μας και όλα αυτά για δύο βασικούς λόγους που έρχονται στο δικό μου φτωχό μυαλό: Πρώτον, φυσικά, για την συνέχεια της λειτουργίας και την εξέλιξη της επιχείρησής τους. Αλλά σε έναν επόμενο βαθμό (και σε ένα επίπεδο πιο ουσιαστικό) γιατί αγαπούν αυτό που κάνουν και θέλουν να το συνεχίσουν παρά την (σχεδόν επίμονη) κρατική φορολογική ασφυξία.
Για εμένα αυτό το δεύτερο είναι και το πιο ουσιαστικό. Αν κοιτάξουμε δηλαδή λίγο πιο προσεκτικά επιχειρηματικές επιλογές και λύσεις στο κομμάτι του τουρισμού και της εστίασης θα συνειδητοποιήσουμε πως έχουν υιοθετηθεί διάφορες καινοτόμες τακτικές ενώ παράλληλα ο χώρος κερδίζει τους «νέους» (ηλικιακά, αλλά και επιχειρηματικά).
Αν προσπαθούσαμε να βρούμε κάποια θετικά στοιχεία τα οποία προέκυψαν από την κρίση, το ένα από αυτά θα ήταν σίγουρα το γεγονός πως κατέδειξε και καταδεικνύει ποιος πραγματικά κάνει αυτό το οποίο αγαπάει ή/και ποιος αγαπάει αυτό που κάνει.
Διότι κάποιοι συνέχισαν παρά τα αδιέξοδα (και τα καταφέρνουν ακόμα), διότι κάποιοι άλλοι ξεκίνησαν μέσα στην κρίση, διότι όλοι, με τον τρόπο που μπορεί ο καθένας και ανάλογα το τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε προσωπικά, συνεχίζουμε να πηδάμε ένα ένα τα εμπόδια, σαν σε δρόμο μετ’ εμποδίων, σαν σωστοί αθλητές.
Διότι (ας είμαστε για ένα λεπτό ειλικρινείς με τους εαυτούς μας) όταν έχεις πραγματική θέληση για κάτι [και πιστεύω ακράδαντα πως η θέληση είναι ένα στοιχείο που διακατέχει τους Έλληνες σε τεράστιο βαθμό] δεν σε πτοεί κανένα εμπόδιο που μπαίνει στον δρόμο σου.
Σε μία θετική νότα λοιπόν και παρόλη την ταλαιπωρία και το κλίμα άγχους που το νέο μνημόνιο μας δημιουργεί (ανεβαίνουν οι φόροι και μαζί ανεβαίνει και η πίεσή μας, ένα πράγμα) νομίζω πως αυτό το καλοκαίρι θα έχει ως εξής στα πλαίσια του τουρισμού:
Α) Οι επιχειρηματίες θα οργανωθούν ακόμα περισσότερο και θα επικοινωνήσουν την χώρα μας πολύ καλύτερα από ό, τι η ίδια τον εαυτό της.
Β) Ο μέσος Έλληνας φορολογούμενος τι να κάνει, η χώρα του είναι, θα πάει στα πεθερικά, σε ξαδέλφια, σε φίλους, θα μοιραστεί την μετακίνηση, θα πάρει ένα σουβλάκι στο χέρι, θα τον βρει τον τρόπο. (Και θα περάσει και υπέροχα.)
Γ) Και οι τουρίστες από το εξωτερικό; Βρίσκονται αντιμέτωποι με μια τεράστια επιλογή. Να επισκεφτούν την Ελλάδα; Ή πακέτα διακοπών με προορισμό την Πορτογαλία (στα 6% ο φόρος), την Μάλτα (στα 7%), την Κύπρο και την Τουρκία (στα 8%), την Βουλγαρία (στα 9%), την Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία (στα 10%), εκ των οποίων ανταγωνιστικών γειτονικών μας χώρων, καμία- όπως φαίνεται- δεν ξεπερνάει το 10%; (Εν τω μεταξύ Κύπρος, Ιταλία, Ισπανία έχουν περάσει και αυτές κρίση και ακόμα χαρακτηρίζονται από προβλήματα στις δικές του δημοσιονομικές πολιτικές.) Οι προβλέψεις πάνω στο ζήτημα είναι τουλάχιστον ανακουφιστικές. Οι ξένοι τουρίστες, όχι επειδή «έχουν λεφτά» (παλιό το ανέκδοτο, κάποια στιγμή ας αποδεχτούμε ότι έχουν λεφτά επειδή ξέρουν να τα διαχειρίζονται), αλλά επειδή αναγνωρίζουν την πολυεπίπεδη αξία τις χώρας μας (δυστυχώς μερικές φορές πολύ περισσότερο από εμάς του ίδιους), φαίνεται πως θα αυξηθούν αριθμητικά εν συγκρίσει με προηγούμενες χρονιές.
Το τελευταίο αυτό γεγονός (αν και βούτυρο στο ψωμί ορισμένων, δεδομένου ότι «ελαφρύνει» τις ευθύνες τους) δεν αλλάζει τα γεγονότα, τα οποία συνοψίζονται σε τρεις αριθμούς:
7, τα χρόνια της κρίσης (και συνεχίζουμε ακάθεκτοι…)
4, ο αριθμός του ολοκαίνουργιου μνημονίου
24, (ακόμα δεν το πιστεύω όταν το γράφω) το ποσοστό της φορολόγησης σε τουρισμό και εστίαση.
Δυστυχώς (και κλείνω εδώ) αυτά μας κάνει ένα κράτος χωρίς ουσιαστική πολιτική. Μας αναγκάζει να δημιουργήσουμε τις δικές μας. Και δυστυχώς ντρέπονται όλοι για αυτό, παρά μόνο οι αρμόδιοι.