Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου παρέστη σήμερα το πρωί στην έναρξη του σεμιναρίου «Δικαστική Αναγέννηση», το οποίο συνδιοργανώνεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας, τη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και το National Judicial College των ΗΠΑ, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Κατά το χαιρετισμό της, η κ. Σακελλαροπουλου τόνισε μεταξύ άλλων:
«Το δίκαιο αποδίδεται και εξελίσσεται μέσα σε συγκεκριμένες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Όμως, ούτε μπορεί ούτε πρέπει να ταυτίζεται με αυτές, ιδίως δε με την πολιτική. Αυτό επιτάσσει εξάλλου η δημοκρατική αρχή και η διάκριση των εξουσιών».
Υποστήριξε, επίσης, ότι «παρά τις διαφορές των δύο εννόμων τάξεων, είναι δεδομένη ιστορικά η αξιακή τους εγγύτητα στις μεγάλες και εμβληματικές αποφάσεις των αμερικανικών και ελληνικών δικαστηρίων και η προσήλωσή τους στον πολιτικό φιλελευθερισμό». Όπως σημείωσε, «σε αυτόν τον κοινό κώδικα αξιών και πεποιθήσεων βρίσκεται όχι μόνον ο πυρήνας της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, αλλά ευρύτερα η εγγύηση του δημοκρατικού και φιλελεύθερου χαρακτήρα του πολιτεύματός μας».
Ο πλήρης χαιρετισμός της Προέδρου της Δημοκρατίας είχε ως εξής:
«Χαίρομαι ιδιαίτερα που παρευρίσκομαι στην έναρξη του σεμιναρίου που επιμελείται το National Judicial College των ΗΠΑ και στο οποίο συμμετέχουν το Συμβούλιο της Επικρατείας και η Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα ήθελα να συγχαρώ θερμά τους διοργανωτές για αυτή τη σημαντική πρωτοβουλία, που φέρνει κοντά νομικούς, κυρίως δικαστές, από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Παραδοσιακά, το ηπειρωτικό δίκαιο αντιδιαστέλλεται προς το κοινό δίκαιο, το οποίο γεννήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία και μεταλαμπαδεύτηκε στις ΗΠΑ. Μία από τις θεμελιώδεις διαφορές τους εντοπίζεται στον ρόλο του δικαστή. Στις χώρες του common law, η νομολογία αποτελεί επισήμως πηγή δικαίου και οι θεμελιώδεις αρχές στηρίζονται σε δικαστικές αποφάσεις. Ο δικαστής αναλαμβάνει, στα πλαίσια της διάκρισης των εξουσιών, να συνδιαμορφώσει και να διαπλάσει ερμηνευτικά τον κανόνα. Αντιθέτως, στο κλασικό ηπειρωτικό του πρότυπο, ο δικαστής αποτελεί το «στόμα του νόμου», σύμφωνα με την έκφραση του Μοντεσκιέ, δηλαδή αναπαράγει τη βούληση του νομοθέτη, σεβόμενος τη δημοκρατική νομιμοποίηση του τελευταίου.
Ωστόσο, οι δύο αυτές σχηματικές αναπαραστάσεις αποδεικνύονται προφανώς πολύ πιο σύνθετες στη νομική πραγματικότητα και γι’ αυτόν το λόγο η συγκριτική εξέταση και μελέτη είναι πάντα ιδιαίτερα χρήσιμη, μεθοδολογικά και επί της ουσίας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στο πεδίο της άσκησης του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, που έχει μεταβάλει κατά πολύ την αναπαράσταση και τον θεσμικό ρόλο του δικαστή και στις ηπειρωτικές χώρες.
Η Ελλάδα βρίσκεται στο μεταίχμιο των δύο συνταγματικών παραδόσεων. Ως γνωστόν, είναι από τις λίγες χώρες που, πολύ πριν από την εμπέδωση στην Ευρώπη του κελσενικού συγκεντρωτικού μοντέλου ελέγχου, είχε στραφεί στην αμερικανική παράδοση του judicial review. Εδώ και πάνω από ενάμιση αιώνα ασκείται στη χώρα μας διάχυτος έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων, δηλαδή κάθε δικαστής, ανεξάρτητα από τη θέση του στην ιεραρχία, έχει την αρμοδιότητα, αλλά και την υποχρέωση, να μην εφαρμόσει νόμο που αντίκειται στο Σύνταγμα. Η αμερικανική αντίληψη του Συντάγματος ως υπέρτατου κανόνα (higher law), που πρέπει στην πράξη να υπερτερεί κάθε άλλου, όπως διατυπώθηκε στην εμβληματική απόφαση Marbury v. Madison, επηρέασε θεμελιακά τη σκέψη των Ελλήνων νομικών κατά τον 19ο αιώνα και επισφράγισε την αντίληψή μας για τη σχέση Συντάγματος και κοινού νόμου.
Μεταπολεμικά, η εμπέδωση του Κράτους Δικαίου στη χώρα μας και στην Ευρώπη συναρτήθηκε άμεσα με την ισχυρή θέση του δικαστή στα νομικά μας συστήματα. Η κρίση του νόμου και της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης ενίσχυσε την ιδέα της δημοκρατίας των αντίβαρων και της προστασίας των μειοψηφιών από την τυχόν αυθαιρεσία και τη δύναμη της πλειοψηφίας. Ειδικά στην περίοδο που διανύουμε, κατά την οποία η κοινωνία μας έχει βρεθεί και συνεχίζει να βρίσκεται ενώπιον πολλαπλών κρίσεων, όπως η οικονομική, η πανδημία και η κλιματική αλλαγή, ο δικαστής επωμίζεται ακόμη μεγαλύτερα βάρη στην ερμηνεία και την εφαρμογή του Συντάγματος. Ταυτόχρονα, οι προσδοκίες που τρέφουν οι πολίτες από αυτόν διογκώνονται. Ο δικαστικός λόγος αποκτά ευρύτερο ακροατήριο και οι αποκαλούμενες στη θεωρία hard cases απασχολούν έντονα τη δημόσια σφαίρα. Σε μείζον στοίχημα ανάγεται, ενόψει των διακινδυνεύσεων της εποχής μας, η οριοθέτηση των περιορισμών των δικαιωμάτων. Η πρόσφατη νομολογία, η οποία κλήθηκε να ισορροπήσει σε εξαιρετικές περιστάσεις, κατέδειξε τον στενό δεσμό των δικαιωμάτων με το δημόσιο συμφέρον και το γεγονός ότι η σχέση δικαστή και νομοθέτη διέπεται από σύνθετες δικαιοπολιτικές, καθώς και τεχνοκρατικού χαρακτήρα σταθμίσεις.
Ιδίως κατά την άσκηση του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, ο δικαστής αναδεικνύεται σε ρυθμιστή των σχέσεων μεταξύ των πολιτειακών οργάνων, σε εγγυητή των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Σύνταγμα και άλλα υπερεθνικά κείμενα και σε πυλώνα του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας, προπαντός όταν αυτά βάλλονται. Με τη χρήση των κατάλληλων μεθοδολογικών εργαλείων και κανόνων, όπως η αρχή της αναλογικότητας στο δικό μας δίκαιο, με την τήρηση της δικαστικής δεοντολογίας και την αφοσίωση σε αρχές όπως η αμεροληψία, η ουδετερότητα αλλά και η ενσυναίσθηση, ο σύγχρονος δικαστής πρέπει να εναρμονίσει τον κανόνα και τα ενίοτε ανατρεπτικά γεγονότα, δίχως να τα συγχέει. Το δίκαιο αποδίδεται και εξελίσσεται μέσα σε συγκεκριμένες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Όμως, ούτε μπορεί ούτε πρέπει να ταυτίζεται με αυτές, ιδίως δε με την πολιτική. Αυτό επιτάσσει εξάλλου η δημοκρατική αρχή και η διάκριση των εξουσιών.
Παρά τις διαφορές των δύο εννόμων τάξεων, είναι δεδομένη ιστορικά η αξιακή τους εγγύτητα στις μεγάλες και εμβληματικές αποφάσεις των αμερικανικών και ελληνικών δικαστηρίων και η προσήλωσή τους στον πολιτικό φιλελευθερισμό. Σε αυτόν τον κοινό κώδικα αξιών και πεποιθήσεων βρίσκεται όχι μόνον ο πυρήνας της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, αλλά ευρύτερα η εγγύηση του δημοκρατικού και φιλελεύθερου χαρακτήρα του πολιτεύματός μας».