Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση πρότεινε και επέβαλλε ως υπερκομματική πρόεδρο της Δημοκρατίας την Αικατερίνη Σακελλαροπούλου προερχόμενη από τη Δικαιοσύνη και ειδικότερα από τον θεματοφύλακα του Συντάγματος και των θεσμών, παράλληλα συμβαίνουν στο πολιτικό μας σκηνικό γεγονότα που θολώνουν την εικόνα και αποδεικνύουν τελικώς αυτό που γράψαμε στο άρθρο περί Σακελλαροπούλου ότι όταν έρχεται η στιγμή που το πολιτικό σύστημα καλείται να δείξει πραγματική σοβαρότητα και όχι με συναινέσεις του κοκτέιλ αποτυγχάνει.
Προχθές προέκυψε το θέμα με τον ΠΑΟΚ και την πιθανή του τιμωρία του λόγω παράβασης του νόμου για την πολυϊδιοκτησία στο ποδόσφαιρο.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε τη διαγραφή του Θόδωρου Ζαγοράκη από την ομάδα των ευρωβουλευτών της Ν.Δ., μετά τις απειλές του ότι «αν ο ΠΑΟΚ τιμωρηθεί θα ανεξαρτητοποιηθεί».
Η κίνησή του πρωθυπουργού είναι σωστή, αλλά light. Πρώτον γιατί δεν ήταν ακαριαία αλλά εντάχθηκε στο «πακέτο» της λύσης. Δεύτερον και κυριότερο γιατί δεν ζητήθηκε από τον κ. Ζαγοράκη το αυτονόητο: να παραδώσει την έδρα του στη Ν.Δ. προκειμένου να αντικατασταθεί από τον επόμενο.
Η απλή διαγραφή είναι απλώς ένα «χαστουκάκι» σε ένα μη επαγγελματία πολιτικό (το οποίο δεν είναι απαραίτητα κακό) που όπως αποδείχθηκε είναι επαγγελματίας οπαδός ή ακόμη και επαγγελματικό στέλεχος μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, το οποίο έτσι όπως εξελίσσεται η κατάσταση στην Ελλάδα δεν μπορεί να συνυπάρχει με την πολιτική σκηνή.
Η θέση του κ. Ζαγοράκη την οποία κατέλαβε λόγω της συναισθηματικής ψήφου των Ελλήνων εξαργυρώνοντας το Euro του 2004 είναι καλοπληρωμένη και προϊόν μιας καθαρής συμφωνίας: εσύ το χρήμα και τη δόξα και εμείς τις ψήφους.
Αυτές τις ψήφους, λοιπόν, υπερασπίστηκε ο Ζαγοράκης λειτουργώντας ως οπαδός και όχι ως ευρωβουλευτής. Και γι’ αυτό θα έπρεπε ο πρωθυπουργός να του ζητήσει να παραιτηθεί.
Παράλληλα, στη Νέα Δημοκρατία υπάρχει ακόμη μια ηχηρή περίπτωση. Του περιφερειάρχη Απόστολου Τζιτζικώστα. Είναι προφανώς πιο δυνατός πολιτικά, είναι αυτόφωτος, έχει του δικό του πολιτικό ακροατήριο, ήταν υποψήφιος για αρχηγός της ΝΔ.
Δεν ξέρουμε αν αυτά του εξασφαλίζουν ασυλία στη συγκεκριμένη περίπτωση. Γιατί ναι μεν δεν έκανε το λάθος να «εκβιάσει» με αποχώρηση από τη ΝΔ, αλλά και αυτός έβαλε τους θεσμούς και τους νόμους κάτω από το πρίσμα του οπαδισμού, του τοπικισμού και του δίκιου της μάζας.
Και η κυβέρνηση δεν τόλμησε ούτε καν να τον αποδοκιμάσει λεκτικά. Και αυτό δείχνει αδυναμία.
Στον αντίποδα, στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει μια άλλη περίπτωση που αν και φαίνεται διαφορετική είναι τελικά ίδια. Αφορά τον σεβασμό στους θεσμούς και στο ρόλο που του έχει εμπιστευθεί ο ελληνικός λαός.
Ο ηθοποιός Αλέξης Γεωργούλης εξελέγη ευρωβουλευτής προφανώς με την ίδια συμφωνία: Εσύ χρήμα και δόξα, εμείς ψήφους.
Επίσης μέρος της συμφωνίας αυτής ήταν να ασκεί το επάγγελμά του. Όμως εμείς τον γνωρίζαμε ως ηθοποιό και όχι ως κριτή σε διάφορα τηλεπαιχνίδια. Γιατί προφανώς είναι πιο εύκολο να είσαι σελέμπριτι παρά Μινωτής ή έστω Καζάκος.
Ο Αλέξης Τσίπρας όφειλε να του είχε ζητήσει να μην το κάνει και σε αντίθετη περίπτωση να του ζητήσει την παραίτησή του, κάτι που είναι ευκολότερο καθώς οι υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ έχουν υπογράψει προκαταβολικά τέτοια δέσμευση.
Στην Ελλάδα πρέπει να αποφασίσουμε το «μοντέλο»: με τη Σακελλαροπούλου ή με τους Ζαγοράκηδες και τους Γεωργούληδες. Και τα δύο μαζί δεν γίνονται, εάν πραγματικά όσα λέμε τα εννοούμε.
Γιατί στην προκειμένη περίπτωση οι εχθροί του λαϊκισμού υποκύπτουν σε αυτόν.