Γράφει ο Κων/νος Μανίκας,
Οικονομολόγος-Ψυχολόγος
Υπήρξαν πολλοί που ψήφισαν τον Ιανουάριο τον ΣΥΡΙΖΑ με την σιγουριά ότι θα απέφευγε την πληρωμή μιας σειράς φόρων ή τουλάχιστον θα έβλεπε μια μείωση στο ύφος τους. Παρά την πρώτη διάψευση των ελπίδων και την υπερψήφιση του τρίτου μνημονίου οι περισσότεροι τον επέλεξαν ξανά περιμένοντας τουλάχιστον μια ελάφρυνση ή έστω την υπόσχεση μιας ελάφρυνσης μέσα στο 2016.
Οι πρώτες κυβερνητικές επιλογές αποκάλυψαν πλήρως ότι όχι μόνο δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση αλλά ότι οι νέοι φόροι δεν είναι όλοι τους προϊόν πίεσης του… κουαρτέτου αλλά συνειδητή ιδεολογική επιλογή που υπηρετεί τα ιστορικό αξιακό πλαίσιο του κόμματος. Με ταξική φιλοσοφία επιλέγεται μια αυθαίρετη διαίρεση των πολιτών σε φτωχούς και πλούσιους με το όριο του πλούτου να αγγίζει οτιδήποτε τολμά να ξεπερνά έστω και ελάχιστα την αξιοπρεπή διαβίωση.
Τα 1,8 δισ. από τις αυξήσεις στον ΦΠΑ πέρασαν σχεδόν σαν να μην συνέβησαν ποτέ επειδή ροκανίζουν λίγο, λίγο ανεπαίσθητα κάθε μέρα τα εισοδήματα μας. Η αύξηση της ειδικής εισφοράς δεν δυσαρέστησε πολλούς γιατί δεν είχαν προλάβει να βιώσουν την μείωση της για το 2015, που είχε ανακοινώσει η προηγούμενη κυβέρνηση.
Η διατήρηση του ΕΝΦΙΑ στα περσινά επίπεδα με προοπτική “αναδιανομής” των βαρών από το 2016 (το προς είσπραξη ποσό παραμένει το ίδιο!) με ελάφρυνση για… τις γκαρσονιέρες σε περιοχές χαμηλών αξιών και αυξήσεις για ένα άλλο μέρος των ιδιοκτητών, εκλήφθηκε ως διατήρηση ενός προϋπάρχοντος κακού. Θυμάται κανείς πως για φέτος προβλέπονταν ότι θα μειώνονταν 7% και μέσα στην επόμενη διετία θα περιορίζονταν συνολικά κατά 30%;
Δεν αρκούσαν όμως όλα αυτά. Η φαντασία της… δεύτερης φοράς αριστερά οργίασε και επεκτάθηκε στην εκπαίδευση, τα νησιά, τις εργοδοτικές εισφορές, τα τέλη κυκλοφορίας, τους ελεύθερους επαγγελματίες κι αναμένονται οι αναμορφωμένες κλίμακες της φορολογίας εισοδήματος ώστε να εμπεδώσουμε την… κοινωνική δικαιοσύνη της μιζέριας και του αστικού φθόνου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κάτι περισσότεροι ή λιγότερο από αυτό που πάντα πρέσβευε. Την εξόντωση της μεσαίας τάξης που δεν δικαιούται να ονειρεύεται την περαιτέρω οικονομική βελτίωση της. Την τιμωρία των δημιουργικών ανθρώπων της αγοράς που θεωρούνται a priori μέρος της πλουτοκρατίας. Την ικανοποίηση των ταπεινότερων αισθημάτων ενός συμπεριφορικού και κοινωνικού προτύπου του βαριέται να κοπιάσει για να κατακτήσει όσα επιθυμεί, γι’ αυτό συμβιβάζεται με το να αποζητά την απώλεια τους από όσους το κατόρθωσαν γιατί έτσι πείθουν τον εαυτό τους ότι το αντίδοτο στην ανικανότητα είναι η κρατική επιβολή του εξισωτισμού.