Μοναδική σίγουρη ελπίδα για τις ελληνικές εξαγωγές το 2024 παραμένει ο τουρισμός, αφού η ανάκαμψη στις εξαγωγές αγαθών που αναμενόταν το δεύτερο εξάμηνο του χρόνου φαίνεται ότι απομακρύνεται ως ενδεχόμενο, μετά τις ευρωεκλογές και την πολιτική κρίση στη Γαλλία.
Οι ελπίδες για ανάκαμψη της Ευρωζώνης το δεύτερο μισό του 2024 είναι μικρότερες μετά τις πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία. Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης βρίσκεται ακόμη στην αρχή βίαιων αναταράξεων, όποια και αν θα είναι η κυβέρνηση που θα προκύψει. Από την άλλη, το έτερο μέλος του γαλλογερμανικού άξονα, η Γερμανία, θα πρέπει να παλέψει φέτος για να αποφύγει την ύφεση της οικονομίας της, ενώ και η ανάπτυξη της Ιταλίας, αν υπάρξει, θα είναι οριακά θετική.
Όλα αυτά ενώ οι ελληνικές εξαγωγές κατευθύνονται σε ποσοστό 56% προς τις χώρες της Ε.Ε., έναντι 44% προς δυτικά Βαλκάνια, Μέση Ανατολή και ανεπτυγμένες χώρες εκτός της Ε.Ε. Αυτό σημαίνει ότι όταν επιβραδύνεται η ανάπτυξη της Ε.Ε., οι ελληνικές εξαγωγές παρουσιάζουν υποχώρηση.
Μόνο ο κλάδος του τουρισμού στην Ελλάδα δείχνει να αδιαφορεί για οποιαδήποτε κρίση εξελίσσεται στην Ευρώπη και συνεχίζει να κινείται ανοδικά. Το 2022, που ήταν χρονιά υψηλού πληθωρισμού για όλη την Ε.Ε., ο τουρισμός ξεπέρασε σε εισπράξεις τα 18,7 δισ. που είχε πετύχει το 2019, πριν από την πανδημία, φτάνοντας τα 19 δισ. ευρώ. Το 2023, παρά την επιβράδυνση της Ευρωζώνης, ο ελληνικός τουρισμός έκανε ένα νέο ρεκόρ εισπράξεων φτάνοντας τα 20,5 δισ. ευρώ. Για το 2024 οι επαγγελματίες του χώρου βλέπουν ένα νέο ρεκόρ, με τις εισπράξεις να ξεπερνούν πλέον τα 21 δισ. ευρώ.
Οι εξαγωγές αγαθών
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τις εξαγωγές αγαθών. Η συνολική αξία των εξαγωγών έφτασε το πεντάμηνο τα 21 δισ. ευρώ, έναντι 21,95 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα του 2023, παρουσιάζοντας μείωση κατά 4,5%. Χωρίς την αξία των πετρελαιοειδών οι εξαγωγές παρουσίασαν μείωση κατά 605 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχεί σε μία ποσοστιαία μείωση κατά 3,9% σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2023.
Η πτώση ήταν αναμενόμενη, καθώς η Ε.Ε., η οποία δέχεται τα 2/3 των ελληνικών εξαγωγών, βρίσκεται σε μεγάλη οικονομική επιβράδυνση, από το τελευταίο τρίμηνο του 2023.
Το ανησυχητικό είναι ότι η πτώση των εξαγωγών προήλθε από κλάδους οι οποίοι είναι υψηλής προστιθέμενης αξίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων για το πεντάμηνο Ιανουαρίου – Μαΐου, πτώση εξαγωγών καταγράφουν οι 8 από τους 10 βασικούς εξαγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Συγκεκριμένα, τα βρώσιμα έλαια, λόγω της κακής παραγωγής ελαιόλαδου, καταγράφουν πτώση στις εξαγωγές κατά 47,4%. Ειδικά ηλεκτρονικά είδη και όπλα κατέγραψαν μείωση των εξαγωγών τους κατά 7,2%. Τα βιομηχανικά προϊόντα είχαν μείωση των εξαγωγών κατά 7,2%, τα μηχανήματα κατά 9,3%, τα χημικά προϊόντα κατά 3,4%, τα υπόλοιπα βιομηχανικά είδη κατά 3,5 και οι εξαγωγές πρώτων υλών κατά 2,9%. Οι δύο κλάδοι που κατέγραψαν αύξηση των εξαγωγών τους ήταν τα τρόφιμα και τα ζώντα ζώα κατά 8,9%, τα ποτά και ο καπνός κατά 9,6%.
Οι ελπίδες για ανάκαμψη
Οι ελπίδες να έχουμε αύξηση των εξαγωγών κατά 5,6%, όπως προβλέπει ο φετινός προϋπολογισμός, είναι λίγες αλλά όχι αδύνατες. Τούτο διότι καταβάλλονται προσπάθειες να ανοίξουν νέες αγορές για τα ελληνικά προϊόντα, αν είναι δυνατό σε ανεπτυγμένες χώρες αλλά εκτός της Ε.Ε., όπως για παράδειγμα το Ισραήλ, οι ΗΠΑ κ.λπ. Αισιοδοξία δίνει το γεγονός ότι πλέον μεγάλο μέρος των εξαγόμενων αγαθών (το 47% του συνόλου) είναι προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Με βάση στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 11% της αξίας των εξαγωγών είναι μηχανήματα και υλικά μεταφορών, 8% άλλα προϊόντα μεταποίησης, 8% φαρμακευτικά είδη, 12% βασικά μέταλλα και μεταλλικά προϊόντα, 8% χημικά και πλαστικά. Στα σταθερά εξαγώγιμα προϊόντα μπορούν να ενταχθούν τα τελικά προϊόντα πετρελαίου, που φτάνουν σε αξία το 26%.
Επίσης, σταθερά στις εξαγωγές λόγω της σχετικής ανελαστικότητας της ζήτησής τους είναι και τα τρόφιμα και τα ποτά, τα οποία αντιπροσωπεύουν το 21% του συνόλου της αξίας των ελληνικών εξαγωγών. Όμως όλα θα εξαρτηθούν από τις επιπτώσεις στην οικονομία της Ε.Ε. και την αναστάτωση που θα επικρατήσει στις μεγάλες οικονομίες.
Πηγή capital.gr