Συνεχίζει τις προκλήσεις η Τουρκία, με αποκορύφωμα την πραγματοποίηση δοκιμαστικής εκτόξευσης βαλλιστικού πυραύλου στη Μαύρη Θάλασσα, και τις αντιφατικές και προκλητικές δηλώσεις αξιωματούχων που απειλούν ότι δεν θα δεχθούν κανένα τετελεσμένο και την ίδια στιγμή δηλώνουν έτοιμοι για διάλογο. Η Αθήνα συνεχίζει να απαντά, με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα, με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα αποτελεί παράγοντας σταθερότητας και ειρήνης, χωρίς κανένα συμβιβασμό σε ό,τι αφορά την εθνική της κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα, σε αντίθεση με την Τουρκία η οποία αναδεικνύεται σε έναν ακόμη παράγοντα αστάθειας σε πολύ ταραγμένους καιρούς.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σε συνέντευξή του στο MEGA, ανέφερε ότι οι Έλληνες και οι Τούρκοι είναι «καταδικασμένοι» από τη γεωγραφία να ζουν μαζί και θα πρέπει να αξιοποιήσουν αυτό το γεγονός για να αντιμετωπίσουν κοινές προκλήσεις, γεγονός το οποίο έχει και ο πρωθυπουργός αναδείξει τόσο από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε., αλλά και σε κάθε ευκαιρία που έχει.
Όπως τόνισε ο κ. Οικονόμου, η Τουρκία «αναδεικνύεται ότι υπό την ηγεσία του κ. Ερντογάν, αντί να είναι μια χώρα που συμβάλλει στη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή ως μέλος του ΝΑΤΟ, αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα αστάθειας σε πολύ ταραγμένους καιρούς. Η πραγματικότητα είναι ότι μετά την Πράγα, η Τουρκία έχει μια αντιφατική στάση. Από τη μια έχουμε τον Υπουργό Άμυνας, κ. Ακάρ, ο οποίος δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι οι ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας είναι προς όφελος και των δύο χωρών. Εκπέμπει αυτά τα μηνύματα, τα είπε και με τον κ. Παναγιωτόπουλο. Φάνηκε να αντιλαμβάνεται και ο ίδιος ότι δεν οδηγεί πουθενά αυτή η προκλητική τακτική της Τουρκίας. Από την άλλη, έχουμε τη συνέχιση μιας συμπεριφοράς κλιμάκωσης και πρόκλησης. Είτε από τον κ. Μπαχτσελί , είτε με γεγονότα, όπως το απαράδεκτο περιστατικό βαρβαρότητας με τους ανθρώπους που ξεγύμνωσαν στον Έβρο και τους έσπρωξαν κακοποιημένους προς την ελληνική πλευρά.
Σε κάθε περίπτωση, εμείς πρέπει να μην αποπροσανατολιστούμε από τη βασική μας στρατηγική σε ό,τι αφορά στην Τουρκία: την αυστηρή, ουσιαστική, αποτελεσματική αποδόμηση της προκλητικής ρητορικής. Κανείς δεν αμφιβάλλει πως η επιδραστική ισχύς των απόψεών μας είναι στο μεγαλύτερο επίπεδο των τελευταίων ετών. Έχουμε καταφέρει να μη συναντά ευήκοα ώτα η τουρκική προκλητική στρατηγική πουθενά, σε επίπεδο, συμμαχίας, Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεγάλων χωρών. Από την άλλη, έχουμε αυτοπεποίθηση, καθώς έχουμε φροντίσει πολύ μεθοδικά όλο το προηγούμενο διάστημα να ενισχύσουμε την αποτρεπτική μας ισχύ σε πολύ μεγάλο βαθμό».
Παράλληλα, υπογράμμισε ότι «η Ελλάδα ήταν πάντα υπέρ της λογικής. Είναι πολύ καλύτερο να συζητούμε από το να αναλωνόμαστε σε μια αδιέξοδη τακτική προκλήσεων και ύβρεων από την πλευρά της Τουρκίας. Η χώρα μας ποτέ δεν έχει απαντήσει με αυτό τον τρόπο και με αυτό το ύφος. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν ορισμένα βασικά αυτονόητα, προαπαιτούμενα ενός διαλόγου: Σέβεσαι το Διεθνές Δίκαιο, την εθνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα του γείτονά σου, απέχεις από απειλές. Η τακτική της Τουρκίας είναι επίμονη σε αυτή τη λογική της διαστρέβλωσης, της πρόκλησης, των ανυπόστατων ισχυρισμών, αλλά είναι και απολύτως αδιέξοδη σε ό,τι αφορά την προσπάθειά της, αναπαράγοντας μύθους και ψέματα να δημιουργήσει τετελεσμένα. Η ελληνική εξωτερική πολιτική, η ελληνική διπλωματία, η ελληνική Κυβέρνηση, δεν το έχουν επιτρέψει αυτό και δεν υπάρχει περίπτωση να το επιτρέψουν. Πρέπει να καταλάβουν στην Τουρκία ότι όσες φορές κι αν επαναλαμβάνεις ένα ψέμα, αυτό δεν γίνεται αλήθεια. Πολλώ δε μάλλον όταν η Ελλάδα είναι μια χώρα, που με σύμμαχο το Διεθνές Δίκαιο, ανά πάσα στιγμή αναδεικνύει την προκλητικότητα και το ανυπόστατο των τουρκικών ισχυρισμών. Ψύχραιμα, με αυτοπεποίθηση, ανυποχώρητα, η Ελλάδα είναι εδώ, ως παράγων σταθερότητας και ειρήνης, αλλά χωρίς κανένα συμβιβασμό σε ό,τι αφορά την εθνική της κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα».