Περαιτέρω βελτίωση της βαθμολογίας για την πιστοληπτική τους ικανότητα από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης αναμένουν οι ελληνικές τράπεζες και οι διοικήσεις τους μέχρι το τέλους του έτους, σε συνέχεια της πρόσφατης επιστροφής τους στην επενδυτική κατηγορία.
Όπως εκτιμούν, υπάρχουν ακόμη σημαντικά περιθώρια βελτίωσης του αξιόχρεού τους, λόγω της σημαντικής προόδου που έχουν καταγράψει τα θεμελιώδη μεγέθη τους και της συνεπακόλουθης μείωσης των κινδύνων για τους καταθέτες και λοιπούς πιστωτές τους.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν μειώσει τα κόκκινα δάνεια στην περιοχή του 3%, με τις σχετικές τάσεις να παραμένουν πτωτικές
Συγκεκριμένα, έχουν μειώσει τα κόκκινα δάνεια στην περιοχή του 3%, με τις σχετικές τάσεις να παραμένουν πτωτικές, ενίσχυσαν σημαντικά μέσω της κερδοφορίας τους την κεφαλαιακή ισχύ την τελευταία τριετία, ενώ οι δείκτες ρευστότητας είναι από τους υψηλότερους στην ΕΕ και αρκετά πάνω από το γενικό μέσο όρο.
Το μόνο μειονέκτημα αυτήν τη στιγμή για τον εγχώριο κλάδο σχετίζεται με την ποιότητα των κεφαλαίων τους, λόγω της υψηλής συμμετοχής του αναβαλλόμενου φόρου σε αυτά.
Ωστόσο, το ποσοστό του έχει περιοριστεί σημαντικά και αναμένεται να υποχωρήσει ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια, όσο το καθαρό τους αποτέλεσμα διατηρείται στα τρέχοντα πολυετή υψηλά.
Οι νέες αξιολογήσεις για τις ελληνικές τράπεζες
Στο πλαίσιο αυτό, αναλυτές θεωρούν ότι εφόσον οι οικονομολόγοι των οίκων αξιολόγησης παραμείνουν αισιόδοξοι για τη δημοσιονομική πορεία της χώρας και για τις μακροοικονομικές προοπτικές, θα έλθουν και οι ανάλογες αναβαθμίσεις για τις τράπεζες.
Οι εκθέσεις για το ελληνικό δημόσιο, που αποτελούν πάντοτε προάγγελο για τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, είναι προγραμματισμένες τις ακόλουθες ημερομηνίες:
· 6 Σεπτεμβρίου DBRS
· 13 Σεπτεμβρίου Moody’s
· 18 Οκτωβρίου Standard & Poor’s
· 22 Νοεμβρίου Fitch Ratings
· 6 Δεκεμβρίου DBRS
Αν σε αυτές καταγραφούν νέες αναβαθμίσεις, αναλυτές εκτιμούν ότι θα ακολουθήσουν ανάλογες ανακοινώσεις και για τις τράπεζες.
Τα οφέλη
Μία τέτοια εξέλιξη θα διευκολύνει περαιτέρω την εκτέλεση του επιχειρησιακού σχεδιασμού των συστημικών ομίλων, καθώς θα δημιουργήσει το κατάλληλο περιβάλλον για την επίτευξη των στόχων που προβλέπουν τα τριετή τους πλάνα.
Πρόκειται για αναγκαία συνθήκη προς την κατεύθυνση διατήρησης ισχυρής οργανικής κερδοφορίας και κατά την περίοδο χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ.
Κι αυτό διότι θα συμβάλλει καθοριστικά στην περαιτέρω μείωση του κόστους χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών από τις αγορές, προς κάλυψη των αναγκών τους, τόσο για κεφάλαια, στο πλαίσιο της οδηγίας MREL, όσο και για ρευστότητα.
Τα φθηνότερα και περισσότερα καύσιμα που θα εξασφαλίσουν θα ανοίξουν το δρόμο για την προσφορά ακόμη πιο ελκυστικών δανειακών προγραμμάτων, τόσο για νοικοκυριά, όσο και για επιχειρήσεις, εξέλιξη που αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης για δανεισμό.
Σύμφωνα με αναλυτές, η επιτάχυνση των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης, δια της ανόδου των εκταμιεύσεων μετά τη μείωση των ευρωπαϊκών επιτοκίων που έχει ήδη ξεκινήσει και θα επιταχυνθεί τους επόμενους μήνες, είναι προϋπόθεση για την προστασία του επιτοκιακού εισοδήματος των τραπεζών.
Με τον τρόπο αυτό, τα έσοδα από τις νέες εργασίες θα αναπληρώσουν τις απώλειες από τη μείωση των τόκων που προέρχονται από τα υφιστάμενα υπόλοιπα χορηγήσεων, η πλειονότητα των οποίων είναι κυμαινόμενου επιτοκίου.
Οι επιδόσεις του 2024
Υπενθυμίζεται ότι τα καθαρά έσοδα από τόκους των τεσσάρων συστημικών ομίλων στο α΄ εξάμηνο του 2024 ανήλθαν σε 4,2 δισ. ευρώ, υψηλότερα κατά 10% σε ετήσια βάση.
Ωστόσο, όλα δείχνουν ότι η δυναμική που προσέδωσε η διεύρυνση του επιτοκιακού περιθωρίου και η διατήρηση του κόστους άντλησης ρευστότητας από το καταθετικό κοινό σε χαμηλά επίπεδα, εξαντλείται.
Για παράδειγμα, στο β΄ τρίμηνο της εφετινής χρήσης το καθαρό επιτοκιακό εισόδημα ήταν μειωμένο κατά 1% σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο, ως αποτέλεσμα της υποχώρησης των διατραπεζικών επιτοκίων euribor, με τα οποία είναι συνδεδεμένα τα περισσότερα δάνεια στην Ελλάδα.
Ως εκ τούτου, κλειδί για να συνεχιστούν οι υψηλές πτήσεις στα οργανικά έσοδα αποτελεί η μεγέθυνση του ενεργητικού των τραπεζών, η οποία περνά σε μεγάλο βαθμό μέσα από τη βελτίωση του αξιόχρεού τους.
Πηγή ot.gr