Ολοκληρώθηκε με επιτυχία, σύμφωνα με το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου, η πρώτη ανασκαφική περίοδος στο ναυάγιο «Νησιά» Παραλιμνίου.
Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση, η ανασκαφή αποκάλυψε μικρό τμήμα του πλευρικού σκαριού του πλοίου (τμήματα νομέων και σανίδων του πετσώματος), σε καλή κατάσταση διατήρησης. Αποκαλύφθηκαν επίσης κινητά ευρήματα, τα οποία μεταφέρθηκαν στο Εργαστήριο Συντήρησης Εναλίων Αρχαιοτήτων (ΕΣΕΑ) του Τμήματος Αρχαιοτήτων στη Λάρνακα, όπου και συντηρούνται. Στα ευρήματα περιλαμβάνονται τμήματα της εξάρτισης του πλοίου, ένα σιδερένιο κανόνι, σφαίρες πιστολιού, κεραμική, ένα γυάλινο αγγείο και τούβλα.
Επιπλέον, ανελκύστηκαν επιλεγμένα τμήματα ξύλου, δείγματα των οποίων έχουν ήδη σταλεί για αναλύσεις (ταύτιση του είδους και δενδροχρονολόγηση). Σημαντικό κομμάτι της έρευνας αφιερώθηκε στην ανέλκυση σιδερένιου κανονιού, το οποίο βρισκόταν εκτός της κύριας συγκέντρωσης.
Η έρευνα διεξήχθη από το Εργαστήριο Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών (ΕΡΕΝΑΕ) της Ερευνητικής Μονάδας Αρχαιολογίας του Πανεπιστήμιο Κύπρου, υπό τη διεύθυνση της δρας Στέλλας Δεμέστιχα, σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχαιοτήτων.
Η ιστορία του ναυαγίου
Πρόκειται για ναυάγιο της οθωμανικής περιόδου, στη θέση «Νησιά» Παραλιμνίου, στον κόλπο της Αμμοχώστου, σε βάθος 28 μέτρων. Αποτελεί το μόνο γνωστό ναυάγιο αυτής της περιόδου στην Κύπρο και ένα από τα λίγα στην Ανατολική Μεσόγειο που ερευνώνται ανασκαφικά. Το γεγονός αυτό καθιστά την έρευνά του σημαντική καθώς μπορεί να φωτίσει ζητήματα που αφορούν τη ναυπηγική και τη ναυτική δραστηριότητα στην Ανατολική Μεσόγειο κατά την εποχή αυτή.
Το ναυάγιο ήταν γνωστό στους δύτες ήδη από τη δεκαετία του 1980, όταν άρχισε να αναπτύσσεται η καταδυτική δραστηριότητα στην περιοχή. Η επίσημη, ωστόσο, αναφορά στο Τμήμα Αρχαιοτήτων έγινε το 1992. Έκτοτε, καταβλήθηκαν προσπάθειες για την επισκόπηση του ναυαγίου, οι οποίες όμως δεν είχαν συνέχεια: το 1994 κλιμάκιο της Εφορίας Εναλίων Αρχαιοτήτων της Ελλάδας επισκέφθηκε τη θέση, ενώ το 2004 η εταιρεία Aquatec, σε συνεργασία με τον γερμανικό οργανισμό DEGUWA, έκανε ενέργειες για την επισκόπηση και την προστασία της θέσης.
Σταδιακά, κατά τη διάρκεια αυτών χρόνων το ναυάγιο έγινε ευρέως γνωστό στην καταδυτική κοινότητα και, λόγω του προσιτού βάθους και των φιλόξενων νερών της περιοχής, μετεξελίχθηκε σε μια μη ελεγχόμενη θέση καταδύσεων αναψυχής. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια τη σοβαρή διατάραξη και την εκτεταμένη σύλησή του, με συνέπεια την καταστροφή σημαντικού αρχαιολογικού υλικού.
Η δυσάρεστη αυτή κατάσταση σε συνδυασμό με το υψηλό ποσοστό διατήρησης ξύλινου σκαριού, το οποίο παρέμενε εκτεθειμένο στους φυσικούς φθοροποιούς παράγοντες, ήταν οι λόγοι που ώθησαν το ΕΡΕΝΑΕ να ξεκινήσει ένα ερευνητικό πρόγραμμα στη θέση αυτή, σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχαιοτήτων.