Οι ανασκαφές στην πρώην νησιωτική πόλη Μότυα αποκάλυψαν μια μεγάλη ιερή λίμνη την οποία χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Φοίνικες για θρησκευτικούς σκοπούς και για να παρακολουθούν τις κινήσεις των άστρων, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Antiquity».
Στο άρθρο τους, οι συγγραφείς με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Λορέντζο Νίγκρο από το Πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης, παρουσιάζουν μια νέα ερμηνεία μιας τεχνητής λεκάνης, γνωστής ως «κόθων», στην πρώην νησιωτική πόλη Μότυα στη δυτική Σικελία. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η δομή δεν είναι ένα στρατιωτικό λιμάνι, όπως αρχικά πίστευαν, αλλά μια «ιερή λίμνη στο κέντρο ενός μνημειακού ιερού με πιθανές αστρονομικές λειτουργίες». Η ανακάλυψη ρίχνει νέο φως στον αρχαίο φοινικικό πολιτισμό και τη σχέση του με τη φύση.
Ο κόθων (όρος που χρησιμοποιείται από Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς) αποκαλύφθηκε αρχικά στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και χρονολογείται μεταξύ 550 και 397 π.Χ. Οι αρχαιολόγοι υπέθεσαν ότι επρόκειτο για ένα τεχνητό λιμάνι, καθώς είχε ήδη ανακαλυφθεί μια παρόμοια δομή στην Καρχηδόνα, η οποία εξυπηρετούσε ένα στρατιωτικό λιμάνι. Η νέα μελέτη αμφισβητεί αυτή την ερμηνεία, υποστηρίζοντας ότι η δομή ηλικίας 2.500 ετών είναι μια ιερή λίμνη, καθιστώντας την από τις μεγαλύτερες που έχουν βρεθεί στην περιοχή της Μεσογείου.
Οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή μεταξύ 2002 και 2010 είχαν ως αποτέλεσμα την ανακάλυψη ενός μεγάλου κτιρίου, του ναού του Ba’al. Ο ναός που τιμούσε τη φοινικική θεότητα βρέθηκε κατά μήκος της άκρης του κόθωνος. Ήταν μια περίεργη ανακάλυψη, καθώς δεν είναι το είδος του κτιρίου που θα περίμενε κανείς να βρει σε ένα στρατιωτικό λιμάνι. Αυτό οδήγησε σε μια δεκαετή προσπάθεια για την περαιτέρω διερεύνηση της δομής, κατά την οποία η ομάδα έπρεπε να αποστραγγίσει και να ανασκάψει τη λίμνη, η οποία έχει μήκος 52,5 μέτρα και πλάτος 36,25 μέτρα.
Η ομάδα ανέσκαψε στρώμα προς στρώμα προκειμένου να ανασυνθέσει την πολύπλοκη ιστορία της και καθώς είναι συνδεδεμένη με τον φρεατικό υδροφορέα, έπρεπε να αντλεί συνεχώς νερό έξω, εξήγησε ο Νίγκρο στο Gizmodo. Πράγματι, όπως αποκάλυψαν οι ανασκαφές, ο κόθων δεν συνδεόταν με τη θάλασσα και αντίθετα τροφοδοτούνταν από φυσικές πηγές, οπότε «δεν θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως είσοδος σε μια υποθετική πλωτή λεκάνη».
Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν επίσης έναν ναό περιμετρικά της λίμνης, μια δομή αφιερωμένη στη φοινικική θεά Αστάρτη, και ένα τρίτο κτίριο με την ονομασία «Ιερό των Αγίων Υδάτων». Αποκαλύφθηκαν επίσης ταφικοί λίθοι, βωμοί, θρησκευτικές προσφορές και ένα βάθρο στο κέντρο της λίμνης. Στο βάθρο βρέθηκαν τα πόδια ενός ψηλού αγάλματος το οποίο οι επιστήμονες πιστεύουν ότι αντιπροσώπευε τον Ba’al. Συνολικά, τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ότι η λίμνη αποτελούσε ένα εντυπωσιακό επίκεντρο ενός σημαντικού θρησκευτικού ιερού.
Ωστόσο δεν είναι μόνο αυτό. Ένας χάρτης της λίμνης υποδηλώνει ότι ήταν ευθυγραμμισμένη με τα αστέρια και χρησιμοποιούνταν για την παρακολούθηση των κινήσεων των ουράνιων σωμάτων.
Οι αντανακλαστικές επιφάνειες των λιμνών μπορεί να χρησιμοποιούνταν για αστρονομικές παρατηρήσεις με τη χρήση πόλων που θα σηματοδοτούσαν τη θέση των άστρων τα οποία αντανακλούνταν στο νερό, επιτρέποντας την παρατήρηση και τη μέτρηση των ουράνιων σωμάτων και των γωνιών τους σε σχέση με τον ορίζοντα. Οι αστερισμοί και οι θέσεις τους στον νυχτερινό ουρανό σε σημαντικές ημερομηνίες, όπως τα ηλιοστάσια και οι ισημερίες, αντικατοπτρίζονται στις ευθυγραμμίσεις των κύριων κατασκευών του χώρου. Επιπλέον, βρέθηκαν και ιερά χαρακτηριστικά που περιλαμβάνουν στήλες προσεκτικά τοποθετημένες εντός του τέμενος για να σηματοδοτούν την ανατολή, το ζενίθ ή τη δύση των άστρων πάνω από τον ορίζοντα.
Ο Νίγκρο είπε στο Gizmodo, ότι αυτό το συγκεκριμένο εύρημα τον ενθουσίασε περισσότερο, το γεγονός δηλαδή ότι οι αρχαίοι Φοίνικες ήθελαν να συγχρονίσουν τη ζωή τους με εκείνη του σύμπαντος, καθώς και ότι οι θεοί τους ήταν τα αστέρια και η φύση ήταν μια διαρκώς εμπνευσμένη δύναμη στη ζωή τους.
Ο επαναπροσδιορισμός του κόθωνος και ο χαρακτηρισμός του θρησκευτικού συγκροτήματος αποκαλύπτει νέα στοιχεία για τους αρχαίους Φοίνικες, έναν πολιτισμό που διήρκεσε από το 2500 π.Χ. έως το 64 π.Χ., όταν ο Πομπήιος κατέκτησε τη Φοινίκη. Ο επιστήμονας δήλωσε ότι τα νέα ευρήματα μας δείχνουν ότι οι Φοίνικες «μπορούσαν να συγκεντρώσουν διαφορετικούς μεσογειακούς πολιτισμούς στην πόλη τους χρησιμοποιώντας αυτό το λατρευτικό συγκρότημα ως τόπο συνάντησης και ανταλλαγής των παραδόσεών τους». Αυτό το άνοιγμα, ωστόσο, είχε κόστος, καθώς λειτούργησε αποξενωτικά για την Καρχηδόνα, με αποτέλεσμα την πολιορκία της Μότυα το 398-397 π.Χ., σύμφωνα με τη μελέτη.
Μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφής, η επιστημονική ομάδα γέμισε εκ νέου την πισίνα και τοποθέτησε ένα αντίγραφο του αγάλματος του Ba’al στο βάθρο, δίνοντας μια εικόνα για το πώς έμοιαζε αυτός ο ιερός τόπος πριν από τόσα χρόνια.