Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Παρακολουθώντας χθες τις διαπραγματεύσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την αντιμετώπιση της δεινής κρίσης που διέρχεται ο πλανήτης από την επιδρομή του Covid 19, επιβεβαίωσα για μια ακόμη φορά το πόσο πραγματικά ελαττωματικό είναι το οικοδόμημα που κάποιοι μάταια συνεχίζουν να αποκαλούν Ενωμένη Ευρώπη.
Παρακολουθούμε εδώ και αρκετά χρόνια μια αγωνιώδη προσπάθεια από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και του Βερολίνου, με μια δόση από Παρίσι, να καθοριστεί τι πραγματικά σημαίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η προσπάθεια αυτή έχει εντατικοποιηθεί μετά την οικονομική κρίση του 2008.
Η μάταιη αυτή προσπάθεια δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά μια σκληρή επιβεβαίωση, ότι όλα τα μέλη της Ένωσης έχουν διαφορετικές πολιτικές και οικονομικές ανάγκες. Οι πολιτικές που κατά καιρούς υιοθετήθηκαν, όπως οι οικονομικοί συμβιβασμοί, το Brexit, η μεταρρύθμιση για τη μετανάστευση, στην πραγματικότητα διεύρυναν τις διαφορές και προκάλεσαν εθνικιστικά αισθήματα. Όλο αυτό το σκηνικό ξεγύμνωσε την ΕΕ και την υποτιθέμενη «παντοδυναμία» της, αποκαλύπτοντας την ανικανότητά της να αντιμετωπίσει την υφιστάμενη κρίση, έναν διμέτωπο πόλεμο εναντίον του Covid 19 αφενός, και αφετέρου της οικονομικής και κοινωνικής αναταραχής που απειλεί να εξαπολύσει.
Πολύ πριν από το ξέσπασμα του Covid 19, οι Βρυξέλλες γνώριζαν ότι πλησίαζε μια ύφεση. Το μόνο ερώτημα ήταν το πότε και πόσο μεγάλη θα ήταν αυτή. Ο Covid 19, είναι η απάντηση. Όλα δείχνουν ότι η κρίση θα είναι παγκόσμια, μεγάλη και πιθανόν καταστροφική.
Ένα άλλο συμπέρασμα που προκύπτει ξεκάθαρα από την υφιστάμενη κρίση είναι ότι, ζητήματα όπως τα μέτρα δημόσιας υγείας, ένα κατεξοχήν εθνικό ζήτημα, και η οικονομική ύφεση, που είναι ζήτημα της ΕΕ, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Ότι έχει απομείνει από την ΕΕ, θα κριθεί με βάση την ικανότητά του δικού της οικοδομήματος να διαχειριστεί την κρίση με στόχο την αποφυγή του χάους και της παρακμής που σημειώθηκε μετά την οικονομική κρίση του 2008.
Στο πλαίσιο των προσπαθειών διαχείρισης της οικονομικής κρίσης που όλοι έβλεπαν να έρχεται, η ΕΕ συμπεριέλαβε μια συνιστώσα δημόσιας υγείας στην αρχική της απάντηση, κάτι που κανείς δεν περίμενε να κάνουν οι Βρυξέλλες. Αναπόφευκτα, η ΕΕ βρίσκεται ενώπιον μιας κομβικής στιγμής για το μέλλον της. Οι εθνικές κυβερνήσεις είναι πολύ πιθανό να μην είναι σε θέση να επιλύσουν τα προβλήματα που θα προκύψουν κατά μόνας, και εδώ ο ρόλος των Βρυξελλών θα είναι καθοριστικός. Αυτό καλείται η ΕΕ να πράξει. Να δράσει αποφασιστικά και αποτελεσματικά.
Άλλωστε, η ΕΕ αυτό υποτίθεται ότι πρεσβεύει. Ηγείται της προσπάθειας προώθησης της οικονομικής ευημερίας των κρατών μελών και κατά συνέπεια της προσπάθειας αποτροπής ξεσπάσματος πολέμων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αντί όμως να μείνει προσηλωμένη στο στόχο αυτό, με την πάροδο του χρόνου, επεκτάθηκε και σε άλλα πολύ πιο πολύπλοκα θέματα, όπως τη δημιουργία κοινού νομίσματος, τον ορισμό προτύπων παραγωγής, την ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων -έτσι ώστε να στηριχθεί το εμπόριο-, την κοινή αγορά και γενικά την οικονομική ευημερία. Σύμφωνα με το στρατηγικό της σχεδιασμό, έπρεπε να προετοιμαστεί για πιθανές επερχόμενες οικονομικές κρίσεις και η συμπεριφορά της κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 γέννησε αμφιβολίες παρά το γεγονός ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κρατήθηκε όρθια. Οι Βρυξέλλες θέσπισαν ορισμένα ισχυρά βασικά μέτρα για την ευρωζώνη, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη της προχώρησαν σε ορισμένες περιπτώσεις σε εφαρμογή εθνικών πολιτικών που κατά καιρούς έρχονταν σε αντίθεση με αυτές των Βρυξελλών. Το αποτέλεσμα ήταν σε κάποιες περιπτώσεις οι αμοιβαίες εξαρτήσεις και οφέλη της παραμονής στην ευρωζώνη να υπερβαίνουν το κόστος της αποχώρησης. Την ίδια στιγμή, η ΕΕ δεν σχεδιάστηκε, για να αντιμετωπίσει μαζικά ζητήματα δημόσιας υγείας και δεν υπάρχει ιστορικό συνεργασίας σε αυτόν τον τομέα. Την περασμένη δεκαετία, οι «οδηγίες» για τους τομείς της υγείας και της ιατρικής τυποποιήθηκαν κατά κάποιο τρόπο για εμπορικούς σκοπούς, αλλά η νομοθεσία της ΕΕ επέτρεπε στα μέλη της να τις παραβιάσουν, στις περιπτώσεις που διακυβεύεται η εθνική ασφάλεια. Ο Covid 19, σαφώς αποτελεί θέμα εθνικής ασφάλειας και παρόλο που οι Βρυξέλλες θα κριθούν με βάση την ικανότητά τους να διαχειριστούν την τρέχουσα κρίση, έτσι κι αλλιώς πρέπει να διαδραματίσουν ρόλο στην οικονομική πλευρά του προβλήματος, η απόδοσή τους θα εξαρτηθεί και από τη συνεργασία των εμφανώς υπό πανικό κρατών μελών που επίσης προσπαθούν να βρουν απαντήσεις. Η αντιμετώπιση της κρίσης της δημόσιας υγείας φέρνει σε σύγκρουση δύο δυνάμεις. Από τη μία πλευρά, οι Βρυξέλλες προσπαθούν να λύσουν ένα πρόβλημα ως Ένωση. Αυτό έχει νόημα στο οικονομικό επίπεδο καθώς οι οικονομίες είναι στενά συνδεδεμένες. Όσον αφορά την υγεία, υπάρχει επίσης περίπτωση ολοκληρωμένης απάντησης, δεδομένου ότι η απειλή είναι μεταδοτική ασθένεια. Υπάρχει ελευθερία μετακίνησης πληθυσμών, η στενή εγγύτητα πολλών χωρών και η επιθυμία να διατηρηθεί το εμπόριο. Την ίδια στιγμή, τα κράτη μέλη θεωρούν ότι αντιμετωπίζουν εξαιρετικές περιστάσεις που μοιάζουν με κατάσταση πολέμου. Μια τέτοια ομοιότητα δεν είναι ανήκουστη δεδομένης της κλίμακας των οικονομικών και ανθρώπινων συνεπειών που προκαλεί η πανδημία. Εάν σκεφτεί κανείς ότι η ΕΕ οικοδομήθηκε, με στόχο τη μείωση του κινδύνου της συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια του πολέμου, τα εργαλεία και η προσέγγισή της δεν είναι συμβατά με τις χώρες που βρίσκονται σε κατάσταση πολέμου όπου κυριαρχεί η νοοτροπία του εμείς ή αυτοί. Η ΕΕ δεν σχεδιάστηκε ποτέ για να πολεμήσει ούτε να καταπολεμήσει τις μάχες δημόσιας υγείας. Τα κράτη μέλη τα οποία πλήττονται περισσότερο από τον ιό, αναγκάζονται να κάνουν ακριβώς αυτό. Όσο και απροετοίμαστες να είναι οι Βρυξέλλες για την υφιστάμενη κρίση, αντιλαμβάνονται ότι η πανδημία, απαιτεί μια συλλογική αντίδραση. Για το σκοπό αυτό, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε προτάσεις της Επιτροπής που θα βοηθήσουν στην συλλογική αντιμετώπιση της κρίσης δημόσιας υγείας. Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, η ΕΕ συνέστησε το κλείσιμο των συνόρων, τον περιορισμό του εσωτερικού εμπορίου στα βασικά προϊόντα και την παροχή της δυνατότητας στους πολίτες να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, και άλλα μέτρα στην κατεύθυνση αυτή.
Είναι σαφές, ότι υπάρχουν δύο ανταγωνιστικές λύσεις στην κρίση του Covid 19. Η ΕΕ εντείνει τις προσπάθειές της για να ξεπεράσει τον σημερινό της ρόλο, δείχνοντας ότι είναι αξιόπιστος διαχειριστής. Είναι αναγκασμένη να το κάνει, δεδομένου ότι η πηγή των οικονομικών προβλημάτων που πρέπει να αντιμετωπίσει απαιτεί την αντιμετώπιση τρόπων σταθεροποίησης μιας κρίσης δημόσιας υγείας.
Ταυτόχρονα, τα κράτη μέλη αντιλαμβάνονται, λόγω της πανδημίας, ότι πρέπει να ενισχύσουν πολιτικές και μέτρα τα οποία παραπέμπουν σε ένα ισχυρό έθνος – κράτος, που η ΕΕ τα τελευταία χρόνια με τις πολιτικές που απορρέουν από τις Βρυξέλλες, προσπαθεί να εξαφανίσει.
Είναι παραπάνω από σαφές, ότι το εάν οι Βρυξέλλες θα καταφέρουν να διατηρήσουν την Ένωση, θα κριθεί από το πόσο ικανές είναι να αντιμετωπίσουν τις καταστροφικές επιπτώσεις που είναι σαφές ότι θα προκύψουν από την κρίση του Covid 19.
Το χθεσινό φιάσκο της τηλεδιάσκεψης κορυφής, δυστυχώς, αποτελεί μια ακόμη απόδειξη ότι η σημερινή και σχεδιαζόμενη μέχρι τη στιγμή που κτύπησε ο Covid 19, Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ένα οικοδόμημα το οποίο στηρίζεται σε σαθρά θεμέλια, χωρίς μέλλον και προοπτική.
Η πανδημία, όπως και η κρίση της λαθρομετανάστευσης, απέδειξε περίτρανα, ότι η Ευρώπη των επιδοτήσεων, που έχει οδηγήσει, σε μια κατάσταση που οι χώρες μέλη δεν είναι ικανές να αντιμετωπίζουν μια κρίση όπως αυτή που βρίσκεται σε εξέλιξη σε παγκόσμια κλίμακα, αποτελεί παρελθόν και πρέπει να αλλάξει. Αν δεν αλλάξει και δεν αναγνωρίσει, ότι κάποιες δομές του έθνους κράτους είναι απαραίτητες για την επιβίωση λαών και εθνών, τότε θα διαλυθεί και το φταίξιμο θα είναι δικό της.
*Ο Δημήτρης Απόκης, είναι Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of International Studies, The Johns Hopkins University, μέλος τουThe InternationalInstitute of Strategic Studies, και διετέλεσε επί σειρά ετών, διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, το Στέητ Ντιπάρτμεντ, και το Πεντάγωνο, στην Ουάσιγκτον.