Ολοκληρώθηκε πριν από λίγο η κατάθεση του πρώην Πρόεδρου του Συνασπισμού, Νίκου Κωνσταντόπουλου, στον εισαγγελέα εφετών που διερευνά τις καταγγελίες περί απόπειρας εξαγοράς ψήφων βουλευτών σε σχέση με την επικείμενη προεδρική εκλογή.
Ο κ. Κωνσταντόπουλος είχε αποκαλύψει στην εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ το θέμα των παροχών σε βουλευτές προκειμένου να μην γίνουν πρόωρες εκλογές.
Ο κ.Κωνταντόπουλος, σε δήλωση του ανέφερε πως “αντί να στηρίζεται η δημοκρατική αρχή της διαφάνειας, αίρεται το αξιόποινο και μάλιστα αναδρομικά σε υποθέσεις όπως Siemens, λίστα Λαγκάρντ και άλλες. Αν υπήρχε πολιτική θέληση για άπλετο φως θα είχαν αντιμετωπιστεί πολλά προβλήματα και δεν θα συνεχίζονταν οι πρακτικές ασκήσεις που αποτελούν θεσμική υποκρισία”.
Αναλυτικά οι δηλώσεις του κ. Κωνσταντόπουλου έχουν ως εξής:
«Αναφέρθηκα στις δηλώσεις μου της 28.8.2014 και 15/10/2014 και ανάλυσα τα περιεχόμενό τους για σκηνοθετημένη προεδρολογία, για τις αντιδημοκρατικές σκοπιμότητες αποφυγής των εκλογών, για εμμονή στο ρόλο του Προέδρου που χρησιμοποιείται ως εργαλείο φαλκίδευσης του συνταγματικού κοινοβουλευτισμού.
Επεσήμανα ότι η πολιτική-επικοινωνιακή επιχείρηση της κυβέρνησης για την εξεύρεση διαθέσιμων βουλευτών, πέραν του κυβερνητικού σχηματισμού, για να τον στηρίξουν, άνοιξε τον ολισθηρό δρόμο του παρασκηνίου, με πιέσεις, υποσχέσεις, παροχές κι ανταλλάγματα.
Τόνισα την υποχρέωση της κυβέρνησης να εξηγήσει τι εννοούσε όταν έλεγε «είναι δεδομένοι» ή «θα βρεθούν με κάθε τρόπο οι 180 βουλευτές», αμέσως αφού έκλεισε βιαστικά η βουλή, χωρίς μέχρι τότε να έχει τη στήριξη άλλου, πέραν του εαυτού της.
Διατύπωσα προσωπική μου άποψη ότι ο επικοινωνιακός τρόπος, με τον οποίο η κυβέρνηση διαχειρίζεται την πολλαπλή κρίση ύπαρξης και ταυτότητας της Ελλάδας, αλλά και η εμμονή της στις πρακτικές σύγχυσης, κι όχι διάκρισης εξουσιών, που αποκαλύπτει η ευθυγράμμιση κυβερνητικών εξαγγελιών και εισαγγελικών παραγγελιών, αποτελούν πρόσθετα συμπτώματα της κρίσης, ασκήσεις πολιτικής υποκρισίας και θεσμικής αδυναμίας.
Διατύπωσα, τέλος τη θέση που επί δεκαετίες υποστηρίζω ότι δεν υπάρχει πολιτική θέληση των κυβερνήσεων να αντιμετωπιστεί η διαβρωτική δράση του πολιτικού χρήματος, όπως και σήμερα συμβαίνει, όταν κατ’ επανάληψη αποκαλύπτονται σκάνδαλα στον ευρύτερο δημόσιο χώρο και η κυβέρνηση συστηματικά εφαρμόζει την ευρεσιτεχνία της νομοθετικής άρσης του αξιοποίνου και μάλιστα αναδρομικά, από την υπόθεση Siemens μέχρι της υποθέσεως των υποβρυχίων, της λίστας Λαγκάρντ, των εξοπλιστικών και της έκθεσης δράσης ΤΑΙΠΕΔ, ΤΧΣ και ΕΛΣΤΑΤ».