Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Έχουν περάσει τέσσερις ημέρες από αυτή την πολυδιαφημισμένη συζήτηση στη Βουλή για την υπόθεση Καμμένου και όποιος πει πως έχει γίνει σοφότερος για την υπόθεση μάλλον λέει ψέματα ή βρίσκεται σε κάποιο payroll.
Όλη η υπόθεση Καμμένου, ούτως ή άλλως, προκαλεί πλείστα όσα ερωτηματικά. Μόνο ένα ερώτημα απαντήθηκε με σαφήνεια, όχι όμως από την κυβέρνηση: η σύμβαση με τη Σαουδική Αραβία δεν θα προχωρήσει, όχι γιατί το αποφάσισε το Μαξίμου, αλλά γιατί ως αυτόκλητος υπερασπιστής του συριζαϊκού αριστερού αποτυπώματος βγήκε μπροστά ο έμπειρος Νίκος Φίλης. Δεν είναι (μόνο) προσωπικό παιχνίδι του Φίλη ή, τέλος πάντων, είναι ένα παιχνίδι που βολεύει και το Μαξίμου, με αποτέλεσμα η Επιτροπή Εξοπλιστικών να αναμένεται να γνωμοδοτήσει υπέρ της ανάκλησης της σύμβασης και το ΚΥΣΕΑ να την ανακαλέσει εν τέλει, βασιζόμενο στη γνωμοδότηση.
Όλα καλά τότε; Όχι, γιατί οι σκιές μένουν. Η κυβέρνηση προσπάθησε να αποδείξει κάτι απλό: ότι ο περίφημος κ. Παπαδόπουλος δεν είναι μεσάζοντας, κάτι που δια του νόμου απαγορεύεται, αλλά νόμιμος εκπρόσωπος του βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας. Μάλιστα, προς απόδειξη αυτού, ο κ. Καμμένος κατέθεσε και έγγραφα που θεωρητικά το αποδεικνύουν. Βέβαια, αν ρίξει κανείς μια ματιά στα έγγραφα, αυτό που θα διαπιστώσει καλή τη πίστει είναι πως κάποιοι δεν έχουν ιδέα από Αγγλικά. Και να ήταν μόνο αυτό το ερώτημα… Ένα θεμελιώδες ερώτημα είναι, τελικά, πόσα βλήματα θα πουλούσαμε εμείς; 300.000 που ενέκρινε η Επιτροπή Εξοπλιστικών ή 100.000 που φέρονται να ζητούν οι Σαουδάραβες, λέγοντας πως γι’ αυτή την ποσότητα έχουν χρηματική πίστωση; Γίνεται μέσα σε δύο μήνες να χάθηκαν στον δρόμο 200.000 βλήματα;
Αυτά, όμως, είναι το τεχνικό σκέλος της υπόθεσης. Το ευρύτερα πολιτικό-πέραν της ηθικής προέκτασης αν μπορεί ένα κράτος να γίνεται μεταπράτης πλεονάζοντος πολεμικού υλικού και μάλιστα να πουλά σε μια χώρα που διαπράττει ανοσιουργήματα σε γειτονικό της κράτος-είναι, αν κάποιος προσπάθησε να επωφεληθεί από αυτή την υπόθεση. Εδώ, η κυβέρνηση έκανε ένα λάθος. Άφησε επί δύο εβδομάδες να σέρνεται. Συνεπώς, πες-πες, στο κοινό υποσυνείδητο ενεγράφη η ταύτιση του Πάνου Καμμένου με τον «μεσάζοντα». Κάπως έτσι, αν ρωτήσει κανείς, για παράδειγμα, έναν οδηγό ταξί, τι έχει συμβεί εν προκειμένω, μπορεί να μην είναι σε θέση να διαχωρίσει τον μεσάζοντα από τον νόμιμα εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο, αλλά σίγουρα θα καταλαβαίνει πως κάτι δεν πάει και πολύ καλά με την υπόθεση.
Και κάπου εδώ μπαίνουν τα κόμματα: η ΝΔ θέλει να αποδείξει πως ο Αλέξης Τσίπρας είναι η άλλη όψη του Πάνου Καμμένου ή αντίστροφα, αν θέλετε. Ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος δεν μπήκε και πολύ στην ουσία της υπόθεσης, ήθελε να καταδείξει πως μερίδα των ΜΜΕ και η ΝΔ έστησαν επικοινωνιακά μια αποπροσανατολιστική υπόθεση και εκεί πέταξε το όνομα του κ. Τζον Σφακιανάκη, τον οποίο κατονόμασε δε και ως μεσάζοντα. Φυσικά, τρεις μέρες μετά, δεν υπάρχει από πουθενά κάποια αξιόπιστη πληροφορία που να τεκμηριώνει το ότι ο κ. Σφακιανάκης ήταν όντως μεσάζοντας, αλλά επικοινωνιακά ο κ. Τσίπρας έπαιξε το ίδιο παιχνίδι, για το οποίο καταγγέλλει τη ΝΔ: αυτό του αποπροσανατολισμού.
Μ’ αυτά και μ’αυτά, όμως, απαντήσεις ουσιαστικές δεν δόθηκαν και αμφιβάλλω, αν θα δοθούν το αμέσως επόμενο διάστημα. Όσο, όμως, μένουν σκιές, αυτό δεν είναι συμφέρον για την κυβέρνηση, όσο και αν επιχειρεί και πάλι να μεταστρέψει τη συζήτηση στην υπόθεση των Paradise Papers. Άλλωστε, πόσο να αντέξει και αυτό το ηθικό πλεονέκτημα;