Σε γενικές γραμμές το nation branding της Ελλάδας τη θέλει ένα κράτος συνεργατικό και διαπραγματευτικό, με σημαντική συνεισφορά στην επίλυση παγκόσμιων προβλημάτων. Η αντιπαραγωγική διαχείριση του θέματος της ονομασίας των Σκοπίων αμφισβητεί την εικόνα αυτή της χώρας στο διεθνές σύστημα και την καθιστά έναν ιδιότροπο εταίρο που έχει απολέσει την ικανότητά του να διαδραματίζει προωθητικό ρόλο στη γειτονία της. Το πλαίσιο του 1993 και οι ολέθριοι χειρισμοί στο «Μακεδονικό», προϊόν μιας στείρας εσωτερικής διαμάχης, εξακολουθούν σε πολύ μεγάλο βαθμό να προσδιορίζουν τις επιλογές της χώρας. Η Ελλάδα έχει αξιοποιήσει μεν πλήρως τον πολλαπλασιαστή ισχύος της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ, χωρίς όμως να αριστοποιήσει την αποτελεσματικότητα της εξωτερικής της πολιτικής.
Δεν υπάρχει πλέον διαδικαστική δυνατότητα αξιοποίησης της παραγράφου 20 της Διακήρυξης της νατοϊκής Συνόδου Κορυφής του Βουκουρεστίου του 2008, καθώς, το 2011, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, κατόπιν προσφυγής της ΠΓΔΜ, καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995, γεγονός που φέρνει σε δύσκολη θέση την Αθήνα και δημιουργεί αρνητικό κλίμα και επιδείνωση των διμερών σχέσεων, όπως άλλωστε φάνηκε και από τις τελευταίες εξελίξεις που φέρνουν την Ελλάδα πιο κοντά στη Βουλγαρία και στην άσκηση πιέσεων στο ευρωπαϊκό σκέλος της συμμαχίας.
Προκείμενου να αποφευχθεί περαιτέρω επιδείνωση των διμερών σχέσεων, το διακύβευμα για την Ελλάδα στρέφεται στην άμεση επίλυση της ονομασίας με τη γειτονική χώρα. Η αξίωση της ελληνικής πλευράς για υιοθέτηση οριστικής ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό του όρου «Μακεδονία» erga omnes αποτελεί καλή διαπραγματευτική βάση για την επίτευξη εποικοδομητικής αμφισημίας και επίλυσης του θέματος. Δεν θα πρέπει όμως να απορριφθεί αμελλητί και αβίαστα η οποιαδήποτε αντιπρόταση κινείται εντός του φάσματος της ελληνικής γραμμής. Η χώρα μας έχει συμφέροντα από μια σταθερή και ευημερούσα γειτονιά. Δεν θα πρέπει λοιπόν να στερεί συνεχώς από τα Σκόπια το κίνητρο για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, μπλοκάροντας την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Εξάλλου εξακολουθούν να αποτελούν ένα κράτος ανάχωμα (“buffer state”) για αναθεωρητικές βλέψεις στην περιοχή, εξυπηρετώντας τα ελληνικά συμφέροντα. Εάν αποδειχθεί και πάλι ανεπαρκής η χώρα μας, ίσως δοθεί στην Τουρκία η ευκαιρία να δράσει προωθητικά, η οποία κινείται εδώ και καιρό στη λογική zero problem με τους γείτονές της, αποκτώντας ένα συγκριτικό πλεονέκτημα αξιοπιστίας στο γεωγραφικό της περίγυρο. Σε επίπεδο υψηλής πολιτικής, ούτε η Ελλάδα, ούτε η πΓΔΜ έχουν συμφέρον από τη διαιώνιση του διμερούς προβλήματος.