Σε συνέντευξή του προς τη DW μετά το πέρας του Eurogroup ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εμφανίστηκε αρκετά ικανοποιημένος με τη συμφωνία που επετεύχθη στο Λουξεμβούργο.
«Η Ελλάδα αποφάσισε τώρα βαθιές μεταρρυθμίσεις και υπό αυτή την έννοια επέδρασε θετικά η σκληρότητα την οποία επιδείξαμε και για την οποία κατηγορηθήκαμε από πολλούς. Όλα αυτά είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας, ώστε να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της», είπε ο κ. Σόιμπλε σε συνέντευξή του προς τη Deutsche Welle, προσθέτοντας: «Πέραν αυτού αποφασίσαμε τώρα έπειτα από δική μας πρωτοβουλία και ένα πρόσθετο πρόγραμμα για να τονωθεί η ανάπτυξη».
Ο ίδιος εξέφρασε την ελπίδα να οδηγήσουν όλα αυτά στο να επιτευχθεί ο στόχος του τρέχοντος προγράμματος, να έχει δηλαδή η Ελλάδα την επόμενη χρονιά ένα βιώσιμο χρέος και να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές. Εμμέσως ο κ. Σόιμπλε επανέλαβε δηλαδή την πάγια θέση του ότι οι αποφάσεις για το χρέος θα ληφθούν μετά το 2018 και εφόσον κριθεί αναγκαίο. Ο ίδιος βέβαια εκτιμά και ελπίζει ότι δεν θα χρειαστεί ούτε ελάφρυνση του χρέους, αλλά ούτε και νέο πρόγραμμα στήριξης. «Αυτός είναι ο στόχος, να σταθεί και πάλι η Ελλάδα στα πόδια της από τα μέσα του επόμενου χρόνου», όπως είπε.
Η Ελλάδα έχει δρόμο μπροστά της
Ο κ. Σόιμπλε εκτιμά όμως ότι θα πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά και ότι η Ελλάδα συνεχίζει να έχει δύσκολο δρόμο μπροστά της. «Γι΄αυτό», όπως χαρακτηριστικά λέει, «δεν θα πρέπει να δίνουμε στους Έλληνες πολίτες την ψευδαίσθηση ότι όλα έχουν τελειώσει και ότι δεν χρειάζεται να συνεχίσουν στο δρόμο της εξυγίανσης». Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον ίδιο, έχει δρόμο μπροστά της για να οικοδομήσει μια λειτουργική διοίκηση και να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της.
Εκτίμησε πάντως ότι παρότι το ΔΝΤ δεν θα έχει καταρχήν πλήρη συμμετοχή, η γερμανική Βουλή δεν θα πρέπει να αποφασίσει εκ νέου για τη βοήθεια προς την Ελλάδα. Και αυτό διότι αφενός δεν πρόκειται για θεμελιώδη αλλαγή του προγράμματος και αφετέρου η Ελλάδα δεν πρόκειται να χρειαστεί καν το σύνολο των 86 δισ. ευρώ που προβλέπει το πακέτο βοήθειας. Το ερώτημα εάν οι αποφάσεις συνιστούν ουσιαστική αλλαγή ή όχι καλείται να απαντήσει τώρα η επιτροπή Προϋπολογισμού της Bundestag.