Γράφει ο Ceteris Paribus
Αυτή η στήλη έχει υποστηρίξει -σε «ανύποπτο χρόνο»- την άποψη ότι το βασικό σενάριο για τις εκλογές, είναι να διεξαχθούν στα τέλη του φθινοπώρου του 2018. Με βασικό επιχείρημα ότι, πέραν της «καθαρής» εξόδου, ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα έχει να περιμένει στη μεταμνημονιακή εποχή οτιδήποτε ουσιαστικό θα μπορούσε να αντισταθμίσει τη μείωση των συντάξεων το 2019 και την επερχόμενη από το 2020 μείωση του αφορολόγητου.
Η συνάντηση γνωριμίας του κ. Ευκλείδη Τσκαλώτου με τον Γερμανό ομόλογό του κ. Όλαφ Σολτς, αλλά και οι εξελίξεις στο «μέτωπο» των διαπραγματεύσεων μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωπαίων δανειστών φαίνεται να επιβεβαιώνουν την άποψή μας: ο μεν κ. Σολτς «καίει» τις ελπίδες για ελάφρυνση του ελληνικού κρατικού χρέους αλλά και τις εξαγγελίες της κυβέρνησης για αύξηση του κατώτατου μισθού κ.λπ., το δε ΔΝΤ «καίει» τα αντίμετρα του 2019…
Ο αντικαταστάτης του Σόιμπλε… του μοιάζει πολύ
Η ψυχρολουσία που υπέστη ο κ. Τσκαλώτος από τη… γνωριμία του με τις απόψεις του νέου υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, του σοσιαλδημοκράτη κ. Σολτς, διαλύουν ένα από τους μύθους της κυβερνητικής προπαγάνδας: ότι οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες έχουν πιο «χαλαρή» άποψη για το ελληνικό πρόγραμμα και ότι, έχοντας βρει τους Χριστιανοδημοκράτες της κ. Μέρκελ σε δύσκολη θέση, επέβαλαν αυτή τους την άποψη στη γερμανική συγκυβέρνηση.
Αποδεικνύονται πλέον δύο πράγματα:
- Πρώτον, ότι η άποψη των Σοσιαλδημοκρατών για το ελληνικό πρόγραμμα δεν διαφέρει ουσιωδώς από την αντίστοιχη των Χριστιανοδημοκρατών. Και οι δύο, δεν εμπιστεύονται τις ελληνικές κυβερνήσεις, και οι δύο πιστεύουν ότι η Ελλάδα καθόλου δεν τελείωσε με τις «μεταρρυθμίσεις».
- Δεύτερον, ότι στη Γερμανία όταν τα συγκυβερνώντα κόμματα μιλούν για προγραμματική συμφωνία, το εννοούν. Οι μακρές διαπραγματεύσεις μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών για το προγραμματικό πλαίσιο της συγκυβέρνησης θα ήταν αδιανόητο να μην περιλαμβάνουν μια συγκεκριμένη -και όχι γενικόλογη και επιδεχόμενη διαφορετικών ερμηνειών- συμφωνία για το χειρισμό του ελληνικού ζητήματος. Όχι μόνο οι προγραμματικές θέσεις των δύο συγκυβερνώντων κομμάτων δεν διαφέρουν ουσιωδώς, αλλά η προγραμματική συμφωνία για τη συγκυβέρνηση έγινε στο μέσον της προγραμματικής απόστασης που τα χωρίζει.
Το γεγονός λοιπόν ότι ο σοσιαλδημοκράτης κ. Σολτς διέλυσε τις ελπίδες του κ. Τσακαλώτου θα έπρεπε να είναι αναμενόμενο. Για τους λόγους που παραθέσαμε, ο κ. Σολτς δεν είναι ένας αντι-Σόιμπλε, αλλά μια πιο συμβατική και λιγότερο «εχθρική» συνέχειά του.
Τι είπε ο κ. Σολτς στον Έλληνα υπουργό Οικονομικών;
Ότι δεν θα περιλαμβάνονται στη συμφωνία της εξόδου μέτρα ουσιαστικής ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Η συζήτηση γι’ αυτό, είπε ο κ. Σολτς, θα αρχίσει μετά το τέλος του προγράμματος. Αυτό ακριβώς έλεγε ο κ. Σόιμπλε μέχρι και την τελευταία μέρα της υπουργικής του θητείας. Αυτό ακριβώς εκτιμούσαν σταθερά όλοι οι σοβαροί αναλυτές.
Υποστηρίζω ότι το ίδιο ακριβώς γνώριζε πολύ καλά και η ελληνική κυβέρνηση! Στην Ελλάδα όμως δεν υπήρξε μέχρι σήμερα κυβερνητικό κόμμα που να πέταξε την ευκαιρία να ισχυριστεί πράγματα που γνωρίζει ότι δεν θα ισχύσουν προκειμένου να κερδίσει χρόνο ανέξοδης κυβερνητικής προπαγάνδας. Εξάλλου, όταν έρθει η ώρα των διαψεύσεων, τα σκηνικά εύκολα αλλάζουν και ανεβαίνει άλλο επικοινωνιακό επεισόδιο – περί κακών», περί «ελληνικής αντίστασης» κ..π. κ.λπ.
Τι προδιαγράφουν όλα αυτά για το χρέος; Ότι τα μόνα μέτρα που θα υπάρξουν, θα αφορούν την αξιοποίηση των υπολοίπων του τρέχοντος προγράμματος, που ανέρχονται σε 27 δισ. ευρώ περίπου. Όλα τα υπόλοιπα, ουσιαστικά και διαρθρωτικού χαρακτήρα, μέτρα θα παραπεμφθούν για το μέλλον, συνδεδεμένα με δρακόντειες ρήτρες και μάκρο προβλέψεις. Όσο για την αξιοποίηση των 27 δισ. ευρώ, αυτή θα αφορά την αποπληρωμή του υπολοίπου των δανείων του ΔΝΤ (που θα αποχωρήσει από το πρόγραμμα) και τη δημιουργία αποθέματος ρευστότητας για δύο σκοπούς: Αφενός για τη δημόσια συμμετοχή στην κάλυψη πιθανών νέων κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών και αφετέρου για την ενίσχυση του αποθέματος ασφαλείας για την κάλυψη των αναγκών σε τοκοχρεολύσια για την επόμενη διετία.
Ακόμη και η επιστροφή κερδών των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν, θα γίνει σε δόσεις και θα συνδεθεί με αυστηρή ρήτρα συνέχισης των «μεταρρυθμίσεων»…
θα πρόκειται για μία ακόμη αναβολή των ουσιαστικών μέτρων για το χρέος. Και, όπως και να ’χει, θα πρόκειται για κάτι που καμία κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να το διηγηθεί προεκλογικά με υπερηφάνεια…
Ωστόσο, η ψυχρολουσία από τον κ. Σολτς δεν εξαντλήθηκε σε αυτό. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών υπέδειξε στον Έλληνα ομόλογό του να μην υπάρξει καμία υποχώρηση στις μεταρρυθμίσεις: όχι μόνο να συνεχιστούν με την ίδια συνέπεια, αλλά να μην υπάρξουν «πειρασμοί» για το ξήλωμα κάποιων εξ όσων έχουν ήδη υλοποιηθεί. Η «συμβουλή» (ας τη χαρακτηρίσουμε καλύτερα απαίτηση…) αφορούσε τις κυβερνητικές εξαγγελίες για μείωση του κατώτατου μισθού και επαναθέσπιση της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων.
Ο κ. Σολτς έκλεισε με δύναμη στο πρόσωπο του κ. Τσακαλώτου την «πόρτα» των μέτρων που -κατά τις κυβερνητικές καυχησιολογίες- θα αποκαταστήσουν σταδιακά τις κοινωνικές αδικίες της περιόδου των μνημονίων.
Αυτό είναι δέκα φορές πιο δύσκολο, ή μάλλον αδύνατο, να το διηγηθείς προεκλογικά με υπερηφάνεια…
Το ΔΝΤ φεύγει, αλλά «σαν φίλος»
Είναι αλήθεια ότι όσον αφορά την πλήρη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα επιτήρησης, «ο κόμπος έφτασε στο χτένι». Ήρθε η ώρα «αναδιάρθρωσης» της συμμετοχής του: από πλήρες μέλος κάποιας τρόικας ή κάποιου κουαρτέτου, όπως μέχρι τώρα, στο εξής θα συμμετέχει στο μνημονιακό μηχανισμό επιτήρησης, σαν «σύμβουλος». Εξάλλου, ζήτημα νέας χρηματοδότησης δεν τίθεται πλέον για κανέναν, ενώ χωρίς νέα χρηματοδότηση ο νέος μηχανισμός επιτήρησης θα ενταχθεί αυτονόητα στο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι το ΔΝΤ θα φύγει γενικώς ή, πολύ περισσότερο θα φύγει σαν εχθρός. Αντίθετα, ο εποπτικός του ρόλος θα είναι σημαντικός: οι αγορές εμπιστεύονται το ΔΝΤ κι όχι τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα…
Αυτό σημαίνει ότι θα μείνει «σαν φίλος». Κι αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι θα ικανοποιηθούν κάποιες από τις απαιτήσεις του. Επειδή λοιπόν οι Ευρωπαίοι δανειστές δεν θέλουν να ικανοποιήσουν τη βασική απαίτηση του Ταμείου για ουσιαστική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, θα ικανοποιήσουν τις υπόλοιπες, που συνοψίζοντας το εξής: «απαγόρευση» έστω και των ελάχιστων ανατροπών στις έως τώρα υλοποιηθείσες «μεταρρυθμίσεις» και, αντίθετα, συνέχισή τους στους ίδιους ρυθμούς.
Όλοι γνωρίζουν σε ποιες «μεταρρυθμίσεις» επιμένει το ΔΝΤ: πάνω απ’ όλα στη «μεταρρύθμιση» στο μέτωπο των εργασιακών. Είναι λοιπόν απολύτως εχθρικό στις εξαγγελίες της ελληνικής κυβέρνησης για αύξηση του κατώτατου μισθού, επεκτασιμότητα της ισχύος των κλαδικών συμβάσεων κ.λπ.
Εκτός αυτού, το Ταμείο δεν πιστεύει ότι τα ήδη θεσπισθέντα μέτρα επαρκούν για την επίτευξη πλεονασμάτων 3,5% μέχρι και το 2022. Απαιτεί λοιπόν μείωση του αφορολόγητου από το 2019. Όπως έχουμε γράψει ξανά, οι Ευρωπαίοι δανειστές αρνούνται ένα τέτοιο πλήγμα κατά της ελληνικής κυβέρνησης. Έτσι, το θύμα των απαιτήσεων του Ταμείου σε αυτό το ζήτημα, θα είναι τα αντίμετρα, μεταξύ αυτών και τα αντίμετρα κοινωνικού χαρακτήρα που είχαν συμφωνηθεί για το 2019: η δημιουργία νέων μονάδων προσχολικής εκπαίδευσης/νηπιαγωγείων, ο ανασχεδιασμός των οικογενειακών επιδομάτων και του επιδόματος τέκνων, η επιδότηση ενοικίου, νέα προγράμματα απασχόλησης από τον ΟΑΕΔ, επιδότηση συμμετοχής των ασφαλισμένων στα συνταγογραφούμενα φάρμακα.
Δεν είναι κάτι συγκλονιστικό, είναι όμως κάτι που μπορείς να διηγηθείς προεκλογικά, ισχυριζόμενος ότι το 2020-2021 θα υπάρξουν περισσότερα και ουσιαστικότερα…
Πώς λοιπόν θα πάει η κυβέρνηση σε εκλογές το 2019 χωρίς λύση για το χρέος, χωρίς αντί-μετρα, χωρίς την υλοποίηση πρόωρα εξαγγελθέντων μέτρων όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού και η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων; Με μείωση των συντάξεων από το 2019, μείωση του αφορολόγητου από το 2020 και ένα πλαίσιο δρακόντειας μεταμνημονιακής επιτήρησης; Μόνο με έναν τρόπο: αν ο Αλέξης Τσίπρας «πουλήσει» το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ και υλοποιήσει προσωπική ατζέντα. Για να συμβεί όμως αυτό, θα πρέπει να «ανακατωθεί η πολιτική τράπουλα» πολύ – και ο μόνος «μηχανισμός» που μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο είναι τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής…
Σε αυτό το σενάριο, που κατά τη γνώμη του γράφοντος συγκεντρώνει τις λιγότερες πιθανότητες, θα αναφερθώ σε επόμενο άρθρο. Αν πάντως αποκλειστεί αυτό το σενάριο, τότε το βασικό σενάριο για διεξαγωγή εκλογών το φθινόπωρο του τρέχοντος έτους ενισχύεται ακόμη περισσότερο.