Παρά τις ακόμη ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης και την ανάκαμψη της ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ, καμία χώρα μέλος της G7 δεν βρίσκεται σε τροχιά επιστροφής του χρέους προς το ΑΕΠ στα προ της πανδημίας επίπεδα έως το 2027, με την Ελλάδα, την Κύπρο, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία να είναι οι εξαιρέσεις του κανόνα.
H S&P Global έχει τοποθετήσεις τη χώρα σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας με αξιολόγηση ΒΒΒ- και θετικές προοπτικές από πέρυσι τον Οκτώβριο και εκτιμά ότι ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ το 2027 θα είναι στο 131,3%, μειωμένο κατά 37,5% την περίοδο 2019-2023.
«Εκτιμούμε ότι για τις ΗΠΑ, την Ιταλία και τη Γαλλία το πρωτογενές ισοζύγιο θα πρέπει να βελτιωθεί κατά περισσότερο από 2% του ΑΕΠ σωρευτικά για να σταθεροποιηθεί το χρέος τους και αυτό είναι απίθανο να συμβεί τα επόμενα τρία χρόνια. Κατά την άποψή μας, μόνο μια απότομη επιδείνωση των συνθηκών δανεισμού θα μπορούσε να πείσει τις κυβερνήσεις των G7 να εφαρμόσουν πιο αποφασιστική δημοσιονομική εξυγίανση στην παρούσα φάση του εκλογικού τους κύκλου», επισημαίνουν οι αναλυτές του οίκου Standard & Poor’s.
«Οι εξαιρέσεις σε αυτή την τάση αύξησης του δημόσιου χρέους μεταξύ των προηγμένων οικονομιών είναι τα μικρότερα κράτη στην Ευρώπη που βρίσκονταν σε πρόγραμμα, όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Οι χώρες αυτές εμφανίζουν ‘ζωηρή’ αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ (που συχνά συνδέεται με τον τουρισμό) και χαμηλό κόστος δανεισμού. Η δημοσιονομική σύνεση, ο πληθωρισμός και η ανάπτυξη επέτρεψαν στο χρέος τους ως προς το ΑΕΠ να μειωθεί από πολύ υψηλά επίπεδα κατά μέσο όρο 16 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μεταξύ 2019 και 2023, σε σύγκριση με μια μέση αύξηση 8,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ για τα υπόλοιπα κράτη της αναπτυγμένης αγοράς στη μελέτη μας», συνεχίζει ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης.
«Εκτός από το χρέος που συσσωρεύτηκε λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2011, τα κράτη στις ανεπτυγμένες αγορές δανείστηκαν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ 2020 και 2022 για να αντιμετωπίσουν μια σειρά από παγκόσμιες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης: πρώτα την πανδημία, στη συνέχεια την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Κατά την έναρξη αυτής της δανειοληπτικής έξαρσης, τα επιτόκια ήταν ασυνήθιστα χαμηλά, υποστηριζόμενα από την ποσοτική χαλάρωση», εξηγεί ο οίκος.
«Την ώρα που η πανδημία έχει περάσει και οι οικονομίες έχουν αναζωπυρωθεί, οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια πολιτικής και μειώνουν τις συμμετοχές τους σε κρατικό χρέος. Αυτό έχει ωθήσει προς τα πάνω το κόστος δανεισμού για τα κράτη των αναπτυγμένων αγορών, αλλά μόνο πολύ σταδιακά, ενώ ο παρατεταμένος πληθωρισμός συνεχίζει να ενισχύει το ονομαστικό ΑΕΠ και τα έσοδα.
Παρά, ή ίσως εξαιτίας, αυτών των ακόμη ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης, δεν υπήρξε επείγουσα ανάγκη μεταξύ των μεγάλων κρατών της αναπτυγμένης αγοράς για τα δημόσια οικονομικά και περιορισμένη πρόοδος στη διαρθρωτική δημοσιονομική εξυγίανση. Οι δείκτες χρέους προς ΑΕΠ των χωρών της G7 αυξάνονται περισσότερο κατά τη διάρκεια περιόδων υποτονικής ανάπτυξης παρά μειώνονται κατά τη διάρκεια των επακόλουθων οικονομικών ανακάμψεων. Τα ιστορικά στοιχεία αξιολογήσεων της S&P Global Ratings αντικατοπτρίζουν αυτό το γεγονός: Από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι αξιολογήσεις της για τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και την Ισπανία μειώθηκαν από το “ΑΑΑ” και δεν έχουν επανέλθει σε αυτό το επίπεδο. Περαιτέρω επιδείνωση των λόγων χρέους προς ΑΕΠ πέραν των σημερινών προβλέψεών μας θα μπορούσε να οδηγήσει σε υποβαθμίσεις.
H Ιταλία, οι ΗΠΑ και η Γαλλία, καθώς και το Βέλγιο, η Φινλανδία και η Νέα Ζηλανδία τα οποία αντιπροσωπεύουν μαζί το 60% του ΑΕΠ των ανεπτυγμένων οικονομιών, θα δουν το χρέος τους προς το ΑΕΠ να αυξάνεται περαιτέρω τα επόμενα τρία χρόνια. Ειδικότερα, οι ΗΠΑ, η Ιταλία και η Γαλλία θα πρέπει να βελτιώσουν το πρωτογενές δημοσιονομικό τους ισοζύγιο (τη συνολική δημοσιονομική θέση εξαιρουμένων των τόκων) κατά περισσότερο από 2% σωρευτικά μόνο και μόνο για να διατηρήσουν το χρέος στα σημερινά επίπεδα, και μεταξύ 5 ποσοστιαίων μονάδων (ppts) για την Ιταλία και 8ppts του ΑΕΠ για να το επαναφέρουν στα επίπεδα του 2019 έως το 2027.
Πηγή newmoney.gr