Θα αργήσει σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η επανεκκίνηση της διαδικασίας για την πώληση της ΔΕΠΑ, μετά το φιάσκο με την προσφορά δισεκατομμυρίων της Gazprom που δεν κατατέθηκε ποτέ.
Όπως αναφέρουν άμεσα εμπλεκόμενοι με το θέμα, ακόμη και όλα να έβαιναν καλώς, η «έξοδος» του ΤΑΙΠΕΔ στη διεθνή αγορά για ανεύρεση δυνάμει ενδιαφερομένων, θα κουβαλούσε μαζί της την αποτυχία του πρώτου διαγωνισμού, με άμεση επίπτωση, κούρεμα στο προσφερόμενο τίμημα έως και 30%. Άρα το πρώτο ζητούμενο είναι η αναζήτηση της κατάλληλης χρονικής στιγμής για αναζήτηση αγοραστή, ώστε το «κούρεμα» να περιοριστεί στο μικρότερο δυνατό.
Τα σημαντικότερα όμως για την πώληση της ΔΕΠΑ, είναι αλλού. Το πρώτο έχει να κάνει με τις συμβάσεις προμήθειας φυσικού αερίου. Η μεγαλύτερη σύμβαση είναι αυτή με τη Gazprom για 3 δις. κυβικά μέτρα το χρόνο. Ωστόσο η σύμβαση αυτή λήγει το 2016 δηλαδή σε λιγότερο από τρία χρόνια. Επιπλέον, δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι αυτή θα συνεχιστεί, με τους σημερινούς τουλάχιστον όρους. Με το δεδομένο αυτό, πόσο ελκυστική μπορεί να είναι μια επιχείρηση προμήθειας φυσικού αερίου, όταν δεν έχει εξασφαλισμένη την προμήθεια του προϊόντος που θα μεταπουλά;
Ακολουθεί το πρόβλημα με τα ελλείμματα της αγοράς ηλεκτρισμού, το οποίο σε ένα μεγάλο ποσοστό μεταφέρεται στη ΔΕΠΑ που προσφέρει το αέριο στους ηλεκτροπαραγωγούς. Μπορεί μεν το ποσό που της χρωστούν οι μονάδες φυσικού αερίου να έχει περιοριστεί στα 200 εκατομμύρια, ωστόσο οι λόγοι που το προκαλούν δεν έχουν εκλείψει.
Τέλος, η μικρή διείσδυση του φυσικού αερίου στην οικιακή κατανάλωση και η μειούμενη λόγω κρίσης, χρήση του στη βιομηχανία, κάνουν την ελληνική αγορά ελάχιστα ελκυστική. Υπό τις σημερινές συνθήκες τουλάχιστον.
Με όλα αυτά μάλλον υπόθεση της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΠΑ θα πρέπει να μπει σε άλλη βάση και να μετατραπεί σε εξασφάλιση φθηνού αερίου για τα ελληνικά νοικοκυριά και την ελληνική οικονομία. Γιατί εν τέλει το ζητούμενο δεν είναι να διατηρείται ένα μονοπώλιο για να πουληθεί, όταν πουληθεί, σε καλή τιμή, αλλά το καύσιμο αυτό να γίνει συντελεστής ανάπτυξης.