«Ποτέ δεν είχα πολιτικές διασυνδέσεις και δεν ανήκω σε κανένα κόμμα» ανέφερε ο αμφιλεγόμενος δημοσιογράφος Μαρτσέλο Φόα στην ακρόασή του ενώπιον της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής της ιταλικής Βουλής μετά την πρότασή της κυβέρνησης Λέγκας και Πέντε Αστέρων να αναλάβει τα ηνία της δημόσιας ιταλικής τηλεόρασης. «Βρίσκομαι εκτός του πολιτικού συστήματος. Θα κάνω το καλύτερο για την προάσπιση της ελευθερίας του τύπου στη RAI. H ποιότητα θα είναι το βασικό κριτήριο και όχι οι κλίκες» ανέφερε επίσης ο ευρωσκεπτικιστής, ακραία συντηρητικός Ιταλός δημοσιογράφος.
Παρά το ότι στην πρώτη ψηφοφορία που είχε γίνει μέσα στο καλοκαίρι στην ιταλική Βουλή για τον διορισμό του στη θέση του διευθυντή της δημόσιας τηλεόρασης δεν κατάφερε να πάρει την απαιτούμενη πλειοψηφία, χθες στη δεύτερη ψηφοφορία που διενεργήθηκε κατάφερε τελικά να πάρει το πράσινο φως, έχοντας το «ναι» των δύο τρίτων των ψήφων προκειμένου να αναλάβει τα ηνία της RAI.
Προσωπική επιλογή του Σαλβίνι
Ο Φόα, ο οποίος ζει κυρίως στην Ελβετία, όπου διευθύνει έναν τοπικό εκδοτικό όμιλο και παράλληλα είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λουγκάνο, κινείται εδώ και χρόνια στον συντηρητικό-εθνολαϊκιστικό χώρο.
Είναι καλός φίλος του επικεφαλής της Λέγκας του Βορρά, Ματέο Σαλβίνι, ο γιος του οποίου δουλεύει στον όμιλο Φόα. Ο Σαλβίνι με κάθε ευκαιρία μιλά επαινετικά για τον καλό του φίλο, λέγοντας ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο «για τον οποίο όλοι στην Ιταλία και τον κόσμο έχουν να πουν μόνο καλά λόγια».
Μάλιστα ο ίδιος ο Σαλβίνι ήταν αυτός που φέτος το καλοκαίρι πρότεινε το όνομά του για τη θέση του διευθυντή της RAI. Τότε όμως η αντιπολίτευση είχε εγείρει ενστάσεις, ακόμη και το κόμμα Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ενδιαφέρον βέβαια είναι ότι ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι δεν είχε αντίρρηση ως προς το πρόσωπο του Φόα, ήθελε ωστόσο σημαντικά ανταλλάγματα για να στηρίξει την υποψηφιότητά του που αφορούσαν τον χρόνο διαφήμισης για τον μπερλουσκονικό μιντιακό όμιλο Mediaset ή τη συνεργασία Λέγκας και Forza Italia σε τοπικό επίπεδο. Έτσι τελικά στη δεύτερη ψηφοφορία το κόμμα του Μπερλουσκόνι υπερψήφισε τελικά την υποψηφιότητα Φόα.
Ακραίες απόψεις και στήριξη από εθνολαϊκιστές
Ο Μαρτσέλο Φόα είναι επίσης γνωστός από το μπλογκ γνώμης που διατηρούσε στην εφημερίδα «Il Giornale» που κινείται στον χώρο της λαϊκής και άκρας δεξιάς. Μέσα από τα άρθρα του ο Φόα τάσσεται κατά του ευρώ, το οποίο θεωρεί όργανο της Γερμανίας για να ασκεί πίεση και έλεγχο στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Συχνά επίσης ασπάζεται θέσεις θεωρητικών που κινούνται στον χώρο της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη ή των ΗΠΑ που μπορεί κανείς να διαβάσει σε σάιτ όπως το «Breitbart» ή το «Infowars». Επίσης ο ίδιο βάλλει με κάθε ευκαιρία κατά των «παραδοσιακών ΜΜΕ», στα οποία βέβαια ανήκει και… η δημόσια τηλεόραση RAI.
H δημόσια ιταλική τηλεόραση χρηματοδοτείται απευθείας από το υπ. Οικονομικών και αποτελεί τον μεγαλύτερο και σημαντικότερο οργανισμό ΜΜΕ στην Ιταλία, διαθέτοντας αναρίθμητα κανάλια και ραδιοφωνικούς σταθμούς πανιταλικής και τοπικής εμβέλειας. Στον ελεύθερο ανταγωνισμό είναι το νούμερο δύο μετά το συνδρομητικό κανάλι SkyItalia, ενώ στην τρίτη θέση παραμένει ο όμιλος Mediaset του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Από την πλευρά της η σοσιαλδημοκρατική αντιπολίτευση αλλά αρκετοί Ιταλοί ειδικοί βλέπουν με σκεπτικισμό αυτή την αλλαγή πλεύσης στη RAI. Έντονη είναι και η αντίδραση των δύο βασικών συνδικάτων για τα ΜΜΕ, του FNSI και του Usigrai. Εκπρόσωποί τους θεωρούν την επιλογή του Φόα ως ««θανάσιμο πλήγμα στην ανεξαρτησία και την αυτονομία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης».
Ως επικεφαλής πλέον της RAI ο Μαρτσέλο Φόα αναλαμβάνει όχι μόνο τα ηνία της διοίκησης αλλά και του δημοσιογραφικού προσανατολισμού της κρατικής ραδιοτηλεόρασης, που απασχολεί συνολικά 13.000 εργαζομένους. Άλλωστε μετά τις ιταλικές εκλογές ήταν αναμενόμενο ότι θα ερχόταν και η στιγμή της αλλαγής και στο χώρο των κρατικών ΜΜΕ, δεδομένου ότι στο παρελθόν η ιταλική δημόσια ραδιοτηλεόραση διευθύνονταν κυρίως από άτομα του σοσιαλδημοκρατικού και συντηρητικού χώρου.
Τα εποπτικά όργανα , τέλος, βάσει σύμφωνα με την αναλογική εκπροσώπηση των δυνάμεων στο ιταλικό κοινοβούλιο. Φυσικά η νέα εθνολαϊκιστική κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν θα αφήσει κι αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη.
Πηγή: Deutsche Welle