Σε μια πολύ σημαντική απόφαση, με την οποία ανοίγει ο δρόμος για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων από το Δημόσιο από πολίτες που αποδεδειγμένα έχουν υποστεί βλάβες από εμβολιασμό προχώρησε το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Με απόφασή του τη Δευτέρα (10/5) δέχθηκε ότι η προκαλούμενη από την πραγματοποίηση του εμβολιασμού βλάβη, συνιστά υπέρμετρη θυσία για τον παθόντα (βλάβη υγείας και προσβολή της προσωπικότητάς του), η οποία υπερβαίνει τα όρια της θυσίας, στην οποία είναι ανεκτό από την έννομη τάξη να υποβάλλονται οι πολίτες, χάριν του δημοσίου συμφέροντος και του κοινωνικού συνόλου.
Η απόφαση αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως «οδηγός» για όλες τις παρεμφερείς υποθέσεις που ενδέχεται να απασχολήσουν στο μέλλον τη Δικαιοσύνη, καθώς και τυχόν υποθέσεις που θα αφορούν τα εμβόλια για τον κορονοϊό.
Για να μπορεί ο πολίτης όμως να στραφεί κατά του κράτους ζητώντας αποζημίωση -υλική και ηθική- πρέπει να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις.
α) Η βλάβη της υγείας πρέπει να αποδεικνύεται ότι οφείλεται στο εμβόλιο.
β) Ο εμβολιασμός οφείλει να είναι νόμιμος και να γίνεται για την προστασία της δημόσιας υγείας.
Αν με αυτές τις προϋποθέσεις ο πολίτης έχει υποστεί βλάβη στην υγεία του μπορεί να στραφεί κατά του κράτους, ζητώντας αποζημίωση με βάση τα άρθρα 4, 5 και 25 του συντάγματος αναλογικά και με όσα θεσπίζει και ο Αστικός Κώδικας (άρθρο 932).
Δικαίωση μητέρας για το χαμό του παιδιού της
Το ΣτΕ αναιρεί με τον τρόπο αυτό απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και δικαιώνει μητέρα που έχασε την κόρη της, η οποία σε ηλικία 7 ετών εμβολιάστηκε κατά της ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς (τριδύναμο εμβόλιο MMR ΙΙ). Μετά και τη δεύτερη δόση του εμβολίου, το παιδί παρουσίασε σοβαρά προβλήματα υγείας, επί εννέα έτη ήταν σε κωματώδη σχεδόν κατάσταση και στη συνέχεια από πέθανε από παρεγκεφαλίτιδα.
Όπως αναφέρεται στη δικαστική απόφαση, το κοριτσάκι που είχε γεννηθεί το 1994, μετά τον εμβολιασμό του εμφάνισε «διαρκώς επιδεινούμενα νευρολογικά συμπτώματα, συνιστάμενα σε αιφνίδιες πτώσεις στο έδαφος, αστάθεια στη βάδιση, κολλώδη ομιλία, σύγχυση, αδυναμία συγκέντρωσης και δυσκολία αντίληψης του περιβάλλοντος».
Στη συνέχεια, η μικρή εισήχθη σε δημόσιο νοσοκομείο, όπου και υποβλήθηκε σε σωρεία εξετάσεων από τις οποίες διαπιστώθηκε ότι η μικρή έπασχε «από «υποξεία σκληρυντική παρεγκεφαλίτιδα μετά από ιλαρά (van Bogaert)» και στις 25-5-2006 τέθηκε υπό θεραπευτική αγωγή. Υπεβλήθη σε αγωγή αλλά τίποτα δεν στάθηκε ικανό να αντιμετωπίσει την πορεία της νόσου, η οποία σύμφωνα με βεβαίωση κρατικού νοσοκομείου, «προκαλεί εκφύλιση της λευκής φαιάς εγκεφαλικής ουσίας, σπασμούς, επιληψία, νοητική καθυστέρηση».
Σύμφωνα με την ίδια βεβαίωση κατάσταση της υγείας του παιδιού συνεχώς επιδεινώνονταν παρά τη χορηγηθείσα αντιϊκή θεραπεία. Η μικρή δεν μπορούσε «να ορθοστατήσει, ούτε να περπατήσει», ενώ «δεν έχει ομιλία, ούτε χρήση χειρός έκανε επιληπτικές κρίσεις και η επικοινωνία της με το περιβάλλον ήταν ελάχιστη και μόνο βλεμματική».
Το παιδί έχασε τη μάχη για τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 2010 και στην ληξιαρχική πράξη θανάτου του, ως αιτία θανάτου αναγράφεται: «Σκληρυντική παρεγκεφαλίτιδα, τετραπληγία, ανακοπή».
Η προσφυγή
Μετά τον τραγικό θάνατο του κοριτσιού, η μητέρα του, προσέφυγε στα διοικητικά δικαστήρια και διεκδίκησε αποζημίωση ύψους 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Η μητέρα ζητούσε τα χρήματα αυτά από το ελληνικό δημόσιο αλλά και από τον Δήμο στα δημοτικά ιατρεία του οποίου εμβολιάστηκε το παιδί της.
Μεταξύ άλλων, η μητέρα υποστήριξε ότι η αξίωσή της προς χρηματική ικανοποίηση στηρίζεται στην ευθύνη του Δημοσίου προς αποκατάσταση ζημίας προελθούσης από νόμιμη πράξη. Αρχικά το Διοικητικό Πρωτοδικείο της επιδίκασε αποζημίωση 200.000 ευρώ. Στην συνέχεια, ασκήθηκε αναίρεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία απορρίφθηκε από το Διοικητικό Εφετείο. Έτσι, η υπόθεση έφτασε στο ΣτΕ το Α’ Τμήμα του οποίου δέχθηκε με την απόφαση που εξέδωσε πως η προκαλούμενη από την πραγματοποίηση του εμβολιασμού βλάβη, συνιστά υπέρμετρη θυσία για τον παθόντα (βλάβη υγείας και προσβολή της προσωπικότητάς του), η οποία υπερέβη τα όρια της θυσίας, στην οποία είναι ανεκτό από την έννομη τάξη να υποβάλλονται οι πολίτες, χάριν του δημοσίου συμφέροντος και του κοινωνικού συνόλου. Ως εκ τούτου, για τους λόγους αυτούς, το ΣτΕ έκρινε ότι ο κάθε παθών ή παθούσα δικαιούται αποζημίωση από το Ελληνικό Δημόσιο.
Ειδικότερα, αναφέρει το ΣτΕ στην απόφασή του:
«Σε περίπτωση, που επέλθει ευθέως βλάβη της υγείας προσώπου συνεπεία της συνταγματικώς θεμιτής και νομίμου πραγματοποιήσεως εμβολιασμού (δηλαδή εμβολιασμού διενεργούμενου με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας συλλογικώς και ατομικώς και προβλεπόμενου από ειδική νομοθεσία, υιοθετούσα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα, με δυνατότητα εξαιρέσεως από αυτόν σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται), ήτοι βλάβη, μη οφειλομένη σε παρεμβαλλομένη παράνομη πράξη ή παράλειψη (όπως πχ χορήγηση ελαττωματικού ή ακαταλλήλου σκευάσματος ή πλημμέλειες κατά την διενέργεια του εμβολιασμού), ανακύπτει ευθέως εκ του άρθρου 4 παρ. 5 σε συνδυασμό και με το άρθρο 25 παρ 4 του Συντάγματος ευθύνη του κράτους προς εύλογη αποκατάσταση της ζημίας του παθόντος, υπό την έννοια της αποκαταστάσεως τόσο της τυχόν υλικής όσον και, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ, της ηθικής βλάβης του.
Η εκ του Συντάγματος και των άρθρων 19, 23, 24, 26 και 39 της κυρωθείσης με τον ν. 2101/1992 Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού δεν επιτάσσεται η πρόβλεψη ειδικού αποζημιωτικού καθεστώτος για τις περιπτώσεις βλάβης συνεπεία εμβολιασμού» και η μη πρόβλεψη δε τέτοιου ειδικού καθεστώτος δεν συνιστά παράλειψη νομοθετήσεως, δυναμένη να στοιχειοθετήσει αξίωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ».