Τη στιγμή που την περασμένη Τρίτη στο πεδίο ασκήσεων «Γλαφυρών» Μαγνησίας έχασαν τη ζωή τους από τη διάρρηξη του σωλήνα όλμου τρεις νέοι που υπηρετούσαν στο 505 Τάγμα Πεζοναυτών Βόλου, το Συμβούλιο της Επικρατείας άναψε το «πράσινο φως» για την καταβολή 350.000 ευρώ (συν τους νόμιμους τόκους) σε συγγενείς 20χρονου οπλίτη ναρκαλιευτή ο οποίος πριν από 16 χρόνια έχασε τη ζωή του στον Έβρο κατά την προσπάθεια απενεργοποίησης νάρκης.
Το μαύρο πέπλο του θανάτου σύμφωνα με το protothema, απλώθηκε την περασμένη Τρίτη πάνω από τα σπίτια και τις οικογένειες του 33χρονου επαγγελματία λοχία Γεώργιου Ορφανίδη, του ομοιόβαθμού του 34χρονου Αναστάσιου Μεζάλα και του έφεδρου 19χρονου δεκανέα Φώτιου Ανδρικόπουλου όταν εξερράγη ο όλμος
Το τραγικό αυτό συμβάν αναζωπύρωσε τις μνήμες του δυστυχήματος στον Εβρο το 1998, όταν έχασαν τη ζωή τους ένας λοχίας και δύο στρατιώτες και τραυματίστηκε ένας οπλίτης.
Το πρωί της 15ης Ιουνίου 1998 από τη 212 ομάδα ναρκαλιείας του Τάγματος Εκκαθαρίσεως Ναρκοπεδίων Ξηράς ξεκίνησε μια ομάδα ναρκαλιευτών, συνοδευόμενη από ασθενοφόρο και γιατρό, με τελικό προορισμό το 3344 ναρκοπέδιο στην περιοχή Γεμιστής Πέπλου Έβρου.
Η αποστολή της ομάδας ήταν η ολική αφαίρεση των ναρκών που είχε ξεκινήσει δύο περίπου εβδομάδες νωρίτερα. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο Λοχαγός Β.Κ., ο οποίος χώρισε την ομάδα των ναρκαλιευτών σε δύο τμήματα. Την πρώτη ομάδα την αποτελούσαν οι στρατιώτες Χ.Π. και Ι.Λ. και ο υπάλληλος του ΥΕΘΑ Χ.Π. Και οι τρεις είχαν την ειδικότητα του ναρκαλιευτή.
Σύμφωνα με το σχέδιο δράσης, ο υπάλληλος του ΥΕΘΑ Χ.Π., ως πλέον έμπειρος, θα προηγείτο, προκειμένου με τη φορητή ηλεκτρονική συσκευή να εντοπίζει τις νάρκες. Στη συνέχεια θα έβγαζε τον πυροδοτικό μηχανισμό που εξέχει από το έδαφος, θα αφόπλιζε τις νάρκες και μετά θα τοποθετούσε δύο περόνες ασφαλείας.
Σε απόσταση έξι μέτρων θα ακολουθούσε ο Σ.Π. για να εξουδετερώσει πλήρως τις νάρκες. Δηλαδή θα αποκάλυπτε το σώμα των ναρκών, θα ξεβίδωνε το πώμα ασφαλείας του καψύλλιου και στη συνέχεια με τα χέρια και τη βοήθεια ατομικού πτυσσόμενου φτυαριού ή με την ξιφολόγχη θα έβγαζε από το έδαφος τις νάρκες.
Θα ακολουθούσε σε απόσταση δύο μέτρων ο Χ.Π. για να σημειώνει τις νάρκες και να τοποθετεί καλύπτρες σε αυτές που δεν είχαν αφοπλιστεί.
Όμως την τραγική εκείνη ημέρα του 1998 ο λοχαγός δεν ανέθεσε την πρώτη δύσκολη φάση αποξήλωσης των ναρκών στον πλέον έμπειρο ναρκαλιευτή Χ.Π., όπως προέβλεπε ο κανονισμός, αλλά στον Σ.Π.
Ετσι, η ομάδα, στις 10 π.μ., φορώντας αλεξίσφαιρα γιλέκα και κράνη, μπήκε στη ναρκοθετημένη περιοχή. Ο Σ.Π. σταμάτησε πάνω από μια νάρκη τύπου Μ2Α1 κατά προσωπικού, την οποία αποκάλυψε η ηλεκτρονική συσκευή. Έσκυψε με προσοχή, αποκοχλίωσε τον πυροδοτικό μηχανισμό και τον ακούμπησε 20 εκατοστά από το κύριο σώμα της νάρκης.
Στη συνέχεια έκανε το μοιραίο λάθος. Όχι μόνο δεν έβγαλε αμέσως το πώμα ασφαλείας πάνω στο καψύλλιο της νάρκης και δεν τοποθέτησε περόνες ασφαλείας, αλλά προσπάθησε να βγάλει τη νάρκη απευθείας από το χώμα. Όμως επειδή η βάση της νάρκης ήταν μέσα στο χώμα 24 χρόνια, την είχαν τυλίξει ρίζες δένδρου και χόρτα.
Οι υψηλές θερμοκρασίες εκείνης της ημέρας έκαναν ακόμη δυσκολότερη την προσπάθεια του Σ.Π. να βγάλει τη νάρκη. Άρχισε να κουράζεται και ζήτησε να του φέρει ο Ι.Λ. δεύτερο φτυάρι και νερό. Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει την πρότασή του και η Μ2Α1 εξερράγη.
Από την έκρηξη διαμελίστηκαν τα σώματα του Σ.Π. και του Χ.Π., ενώ τραυματίστηκε σοβαρά ο Ι.Λ.
Σύμφωνα με την Ενορκη Διοικητική Έρευνα που διεξήχθη, η έκρηξη της νάρκης οφειλόταν σε αμέλεια του ναρκαλιευτή Σ.Π., καθώς αυτός δεν ανέφερε στον λοχαγό του τη δυσχέρεια εξόρυξης της νάρκης ώστε αυτή να καταστραφεί. Παράλληλα, από απροσεξία πυροδότησε το καψύλλιο, το οποίο, λόγω της μακρόχρονης παραμονής του στο έδαφος, ήταν ευαίσθητο ακόμη και σε μικρές κρούσεις.
Οι συγγενείς του 20χρονου ναρκαλιευτή κατέθεσαν αγωγή σε βάρος του Δημοσίου διεκδικώντας 1.100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον απώλεια του άτυχου στρατιώτη. Το ποσό αυτό, σύμφωνα με τους συγγενείς, ήταν εύλογο για την ανακούφιση του ψυχικού πόνου που δοκίμασαν από τις τραγικές συνθήκες θανάτου, καθώς μάλιστα διέμεναν όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι.
Η αγωγή έμπλεξε 16 χρόνια στα αργόσυρτα γρανάζια της Δικαιοσύνης. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών επιδίκασε συνολικά το ποσό των 350.000 ευρώ συν τους νόμιμους τόκους. Το Δημόσιο προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να αναιρεθεί εφετειακή απόφαση.
Το Δημόσιο υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι το ποσό που επιδικάστηκε πλέον του ότι είναι πολύ μεγάλο, παραβιάζει και την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, ενώ παράλληλα «οδηγεί σε υπέρμετρο πλουτισμό» τους συγγενείς του άτυχου 20χρονου ναρκαλιευτή.
Η επταμελής αυξημένη σύνθεση του Α’ Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, με πρόεδρο των Νικόλαο Σακελλαρίου και εισηγήτρια τη σύμβουλο Επικρατείας Ταξιαρχία Κόμβου, επικύρωσε την εφετειακή απόφαση και απέρριψε τους ισχυρισμούς του Δημοσίου.