Τη βελτίωση του οικονομικού και επιχειρηματικού προφίλ της Ελλάδας καταγράφει η ετήσια έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για το επιχειρηματικό κλίμα (2023 Investment Climate Statements), σημειώνοντας ότι «η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ακολουθήσει μία επιθετική επενδυτική και οικονομική μεταρρυθμιστική ατζέντα». Η έκθεση καταγράφει την κατάσταση του επενδυτικού κλίματος σε 165 χώρες του κόσμου προκειμένου να βοηθηθούν οι αμερικανικές εταιρίες στις επιχειρηματικές τους αποφάσεις, μέσω της παροχής επικαιροποιημένων πληροφοριών.
Όσον αφορά τη χώρα μας, η έκθεση σημειώνει ότι η Ελλάδα έχει ανακάμψει από τη δεκαετή οικονομική κρίση που είχε ως αποτέλεσμα την μείωση του πραγματικού της ΑΕΠ κατά 25%. Όπως αναφέρεται, «η ελληνική κυβέρνηση έχει εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις και προσέλκυσε επενδύσεις, περικόπτοντας την γραφειοκρατία, προωθώντας την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα, ψηφιοποιώντας τις κυβερνητικές υπηρεσίες και επιτυγχάνοντας μια πιο ταχεία ανάπτυξη του τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας».
Τα ευρήματα της έκθεσης είναι εξίσου ενθαρρυντικά για την πορεία της ανάπτυξης και της εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους. Ειδικότερα, οι αναλυτές του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ,παρατηρούν ότι «η αναλογία μεταξύ του χρέους και του ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε περισσότερο από 20% το 2022 -απεικονίζοντας μία ισχυρή ανάπτυξη, δημοσιονομική προσαρμογή και υψηλότερο πληθωρισμό – και ωφελείται από τα σχετικά χαμηλά επιτόκια εξυπηρέτησης του χρέους, τα οποία θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να εξυπηρετήσει με ευκολία το χρέος της για το προβλεπόμενο μέλλον. Οι περισσότεροι οίκοι αξιολόγησης αναβάθμισαν το κυβερνητικό χρέος της Ελλάδας, τοποθετώντας το τον Ιανουάριο μία βαθμίδα κάτω από τον επενδυτική βαθμό, ως αποτέλεσμα της βιώσιμης θετικής δημοσιονομικής επίδοσης της Ελλάδας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά τις προβλέψεις της, τον Νοέμβριο του 2022, προέβλεψε ανάπτυξη της τάξης του 6% για την ελληνική οικονομία -σχεδόν διπλάσια του μέσου όρου της ΕΕ- και ανάπτυξη 1% για το 2023».
Συνεχίζοντας, η έκθεση επικεντρώνεται στην ουσιαστική αναβάθμιση που έχει επιτευχθεί στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, με την Ελλάδα να παρουσιάζεται ως ένας ενεργειακός και διπλωματικός κόμβος που συμβάλει στην ασφάλεια και στην σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, «τα τελευταία χρόνια, οι διμερείς σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Ελλάδας έχουν ενισχυθεί ουσιαστικά μέσω της αμυντικής και στρατηγικές εταιρικής σχέσης, και η Ελλάδα φιλοδοξεί να φέρει τους οικονομικούς δεσμούς σε αντίστοιχα υψηλά επίπεδα. Η Ελλάδα είναι, με αυξανόμενο ρυθμό, πηγή λύσεων – όχι μόνο στον τομέα της ενεργειακής διπλωματίας και της άμυνας, αλλά και στην υψηλής τεχνολογίας καινοτομία, στον τομέα της υγείας, και της πράσινης ενέργειας, βελτιώνοντας τις προοπτικές για ρωμαλέα οικονομική ανάπτυξη και σταθερότητα εδώ και στην ευρύτερη περιοχή».
Η έκθεση αναφέρεται και σε συγκεκριμένα παραδείγματα παρουσιάζοντας τη σημασία του επενδυτικού νομοσχεδίου που ψηφίστηκε τον Οκτώβριο του 2019. Όπως υπογραμμίζεται, «τα τελευταία χρόνια, η Βουλή ενέκρινε δεκάδες νομοσχέδια για την οικονομία, συμπεριλαμβανομένου ενός κρίσιμης σημασίας επενδυτικού νόμου τον Οκτώβριο του 2019, ο οποίος περιέκοψε την γραφειοκρατία, βοήθησε στην μείωση της ανεργίας, και υιοθέτησε τις καλύτερες διεθνείς επενδυτικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης της ψηφιοποίησης των κυβερνητικών υπηρεσιών».
Τέλος, στην έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ καταγράφονται οι εγγενείς δομικές αδυναμίες που συνεχίζουν να υπάρχουν, λέγοντας ότι οι επενδυτές παρουσιάζουν ως εμπόδια στις επενδύσεις τις δυσκολίες που υπάρχουν με την γραφειοκρατία και την έλλειψη ταχέων αποφάσεων σε περιπτώσεις δικαστικής διαμάχης. Οι εκθέσεις επιχειρηματικού κλίματος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ συμπεριλαμβάνονται στους Εμπορικούς Οδηγούς ανά χώρα του υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ προκειμένου οι επενδυτές να έχουν μία ευρύτερη αντίληψη του επενδυτικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος στις ξένες οικονομίες.
ΑΠΕ-ΜΠΕ