Γράφει ο Ζαχαρίας Λουδάρος
Αν συνέβη ένα αληθινό θαύμα μέσα στα χρόνια της κρίσης, αυτό το έκανε ο Ξένιος Δίας. Ο τουρισμός -προς τον οποίο αναφέρονταν απαξιωτικά για δεκαετίες πολλοί από τους “φωτεινούς παντογνώστες” που πήγαν τη χώρα στα βράχια- έβαλε πλάτη σε όλη αυτή την περίοδο. Κράτησε ζωντανές τοπικές οικονομίες και κοινωνίες, έδωσε δουλειές, δημιούργησε ευκαιρίες και για άλλους σχετιζόμενους με αυτόν κλάδους της οικονομίας. Η συμμετοχή του τουρισμού πλέον στο ΑΕΠ ξεπερνάει το 25%.
Η επιτυχία αυτή είναι επόμενο να έχει δημιουργήσει υψηλό ενδιαφέρον για τουριστικές επενδύσεις. Οι οποίες θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στον εμπλουτισμό του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, στην επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και στην προσέλκυση τουριστών υψηλότερων εισοδημάτων.
Έτσι ενώ θα περίμενε κανείς πως η χώρα θα αναδείξει σε προτεραιότητα τον τουρισμό ώστε να δημιουργηθούν ευκαιρίες και δυνατότητες παραγωγής πλούτου εκεί που πραγματικά υπάρχει συγκριτικό πλεονέκτημα, έχουμε αρχίσει για μια ακόμη φορά να πυροβολούμε μόνοι μας τα πόδια μας.
Με τη συμβολή κυρίως αυτοδιοικητικών παραγόντων και κάποιων ενημερωτικών μέσων, δημιουργείται “από το πουθενά” μια συζήτηση για τον …υπερτουρισμό! Δηλαδή πως ο τουρισμός “έπιασε ταβάνι”, δεν πρέπει να χτιστεί ούτε μισό καινούργιο ξενοδοχείο, δεν πρέπει να έρχονται άλλοι τουρίστες!
Η συζήτηση για τον “υπερτουρισμό” -στην οποία ενδεχομένως και κάποιοι να συμμετέχουν καλοπροαίρετα- δείχνει “ευαισθησία” αλλά στην πραγματικότητα απλά δημιουργεί “άλλοθι”. Άλλοθι για μια διοίκηση που είναι ανίκανη σε όλα τα επίπεδα να δημιουργήσει και να διαχειριστεί σωστά τις υποδομές που απαιτούνται. Αντί να εγκαλούνται όσοι αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων στη δουλειά που έχουν αναλάβει και μάλιστα με την ψήφο των πολιτών, προσπαθούν να πείσουν την κοινωνία πως φταίει ο τουρισμός που έχει επιτυχία και πως η επιτυχία αυτή θα πρέπει να ανακοπεί γιατί οι υποδομές δεν αντέχουν!
Ποιανού ευθύνη είναι οι υποδομές και γιατί αυτές δεν υπάρχουν; Αυτή είναι μια άβολη συζήτηση και γι αυτό αναλαμβάνει ο μύθος του “υπερτουρισμού” να λειτουργήσει ως πυροτέχνημα για ν’ αποσπάσει την προσοχή των “ιθαγενών”.
Ο μύθος του “υπερτουρισμού” γίνεται επίσης -ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν αυτοί που τον διακινούν- το “τέλειο άλλοθι” για την “Οδύσσεια” στην οποία καταδικάζεται κάθε τουριστική επένδυση, σε μια Ελλάδα χωρίς χωροταξικό σχεδιασμό, χωρίς σταθερούς κανόνες που να ισχύουν για όλους, με πολυνομία, γραφειοκρατία, με τη διαφθορά να είναι πάντα παρούσα και τις τοπικές πελατειακές σχέσεις να δημιουργούν τοπικά “κατεστημένα” που τρέμουν στον ανταγωνισμό της ποιότητας.
Με αυτές τις αντιλήψεις κι αυτές τις πρακτικές, αποδεικνύεται πως η κρίση ελάχιστα πράγματα μας δίδαξε. Είναι εξαιρετικά θλιβερό δε, να είναι η αυτοδιοίκηση αυτή που δείχνει με τόσο ξεκάθαρο τρόπο πως “δεν κατάλαβε τίποτα” κι επιμένει να διατηρεί υπαρκτό τον κοτσαμπασιμό στον 21ο αιώνα.