Η ελληνική στρατηγική για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις διαμόρφωσε μέσα στην πορεία του χρόνου δύο μύθους με τους οποίους πορεύονται οι κυβερνήσεις μας μέχρι και σήμερα.
Ο πρώτος ήταν ο «μύθος των στρατηγών». Σύμφωνα με τον μύθο αυτό τις παραμονές κάθε σημαντικής συνάντησης ή πρωτοβουλίας σε πολιτικό επίπεδο, οι «στρατηγοί» δημιουργούσαν εντάσεις και επεδείκνυαν μια επιθετικότητα για να υπονομεύσουν τα αποτελέσματα των πολιτικών επαφών. Έτσι οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες συνιστούσαν «ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση» για να «μην παίξουμε το παιχνίδι των στρατηγών».
Ο δεύτερος μύθος ήταν πως με τη διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε «τη βάλαμε στο χέρι» καθώς η Τουρκία θα υποχρεωνόταν να συμμορφωθεί στο διεθνές δίκαιο και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο κανόνων.
Οι μύθοι αυτοί λειτουργούσαν ως βολικά άλλοθι για τις ελληνικές πολιτικές ηγεσίες προκειμένου να μην κάνουν τίποτα ή σχεδόν τίποτα. Τα ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων αφέθηκαν στον ευρωπαϊκό «αυτόματο» κι όποτε κάτι χάλαγε το «κλίμα», το απέδιδαν στους κακούς «στρατηγούς». Αλλά οι μύθοι αυτοί σήμερα καταρρέουν.
Σήμερα ο Ερντογάν έχει τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης στη χώρα του, είναι αδιαμφισβήτητος ηγέτης και δεν υπάρχει κανένας άλλος «στρατηγός», παρά μόνον ο ίδιος. Συνεπώς το γεγονός ότι κάθε τρεις και λίγο τουρκικά πολεμικά πλοία κάνουν βόλτες στις Κυκλάδες δεν μπορεί να εξηγηθεί με τα βολικά «άλλοθι» του παρελθόντος. Οι Τούρκοι δηλώνουν διαχρονικά με τις παραβιάσεις που κάνουν πως αμφισβητούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Καθώς μάλιστα οι όποιες ελληνικές απαντήσεις είναι κατευναστικές, οι Τούρκοι νιώθουν πως μπορούν να προσαρμόζουν το διεθνές δίκαιο στα μέτρα τους και να υποστηρίζουν τις δικές τους θέσεις χωρίς σοβαρό αντίλογο.
Ταυτόχρονα οι Τούρκοι ουδόλως ενδιαφέρονται για την τύχη που θα έχουν στην Ευρώπη. Όταν είναι έτοιμοι να βγουν οι Ιταλοί, θα ήταν τρελοί να θέλουν να μπουν αυτοί. Συνολικά όμως στο ζήτημα αυτό, οι Τούρκοι έδειξαν μια «ηγετική αντίληψη» του χρόνου. Μπορεί να ήθελαν την ευρωπαϊκή ταυτότητα αλλά ούτε βιάστηκαν, ούτε παρασύρθηκαν, ούτε έκαναν ό,τι τους είπαν οι άλλοι. Όρισαν στους δικούς τους χρόνους, τη δική τους ατζέντα. Όπως κάνει δηλαδή κάθε σοβαρή χώρα με εθνική ηγεσία. Την ίδια στιγμή που η Ελλάδα περίμενε την «ευρωπαϊκή λύση».
Για να γίνει κατανοητό το πόσο βαθιά επίδραση είχε ο μύθος της «ευρωπαϊκής λύσης» θα αναφέρω ένα χαρακτηριστικό περιστατικό. Το 1999 που εργαζόμουν στην Ουάσινγκτον γνώρισα για πρώτη φορά τον μετέπειτα Υπουργό Εξωτερικών Δημήτρη Δρούτσα. Ήταν τότε σύμβουλος του Γιώργου Παπανδρέου και μέλος της «χρυσής ομάδας» (Ρόντος, Ζιώγας, Κόναλη, Μπεγλίτης, Γερουλάνος, Παμπούκης). Μου εξηγούσε λοιπόν με πάθος τη στρατηγική Σημίτη για την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε και κάποια στιγμή τον διέκοψα και τον ρώτησα: Κι αν κάποια στιγμή καταρρεύσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, πως αντιμετωπίζεις την Τουρκία; Με κοίταξε με το βλέμμα που θα κοιτούσε για πρώτη φορά….εξωγήινο. Η χάραξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν πάντα κοντόφθαλμη και φυγόπονη.
Με υπό κατάρρευση την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα πράγματα είναι πλέον καθαρά. Αυτό που θέλουν οι Τούρκοι είναι να έχουν λόγο και ρόλο στον ενεργειακό πλούτο του Αιγαίου. Και επ’ αυτού έδειξαν ξεκάθαρα τις προθέσεις τους. Εξέδωσαν άδειες για να προχωρήσουν σε έρευνες υδρογονανθράκων εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Η ρηματική διακοίνωση από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ήταν ουσιαστικά μια επιβεβλημένη πολιτική κίνηση καθώς για άλλη μια φορά βρεθήκαμε μπροστά σε τετελεσμένα. Καταγράφεται έτσι μια διακρατική διένεξη καθώς είναι κανόνας στην παγκόσμια αγορά των ερευνών να μην εμπλέκονται μεγάλες επιχειρήσεις σε περιοχές όπου υπάρχουν τέτοιες αντιδικίες. Πέραν τούτου ουδέν. Αντιθέτως μάλιστα. Η Τουρκία απάντησε σε πολύ υψηλούς τόνους σημειώνοντας ευθαρσώς ότι: «Οι άδειες που έδωσε η Τουρκία από το 2007 μέχρι τώρα στον ΤΡΑΟ είναι εντός των ορίων της τουρκικής υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο και υπάρχουν κυριαρχικά δικαιώματα της Τουρκίας για έρευνα και εξόρυξη φυσικών πηγών στους τομείς αυτούς. Η Τουρκία θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί τα δικαιώματά της αυτά που πηγάζουν από το Διεθνές Δίκαιο».
Στη βάση αυτών των δεδομένων μπορεί κάποιος να ενημερώσει τους Έλληνες πολίτες ποια ακριβώς είναι η στρατηγική με την οποία θα πάει η ελληνική κυβέρνηση στη συνεδρίαση του ελληνοτουρκικού Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας στις 4-5 Μαρτίου στην Κωνσταντινούπολη; Με ποια στρατηγική θα συνομιλήσει ο Σαμαράς με τον Ερντογάν; Πάνε πάλι με τον μύθους των «κακών στρατηγών» και του…ευρωπαϊκού μπαμπούλα;
Είναι σαφές πως οι «ελληνικές πλάτες» είμαι μικρές, ειδικά στη σημερινή συγκυρία, για να σηκώσουν μόνες τους το βάρος της επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών. Η κυβέρνηση θα όφειλε στη θέση των μύθων που συντηρούνται μέχρι και σήμερα να άνοιγε ένα πραγματικό νέο κεφάλαιο στις σχέσεις της με γεωπολιτικούς παίκτες όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, όπως έκανε και η Κύπρος. Αλλά για να συμβεί αυτό θα πρέπει να επενδυθεί αξιόπιστο διπλωματικό κεφάλαιο σε αυτή την κατεύθυνση και όχι μόνο λόγια που στην πορεία αποδεικνύονται κενά περιεχομένου, κάνοντας στο τέλος «ό,τι μας πουν οι Βρυξέλλες», δηλαδή ό, τι μας πει το Βερολίνο.
ΥΓ: Φαντάζομαι ότι ο πρωθυπουργός πριν πάει στην Κωνσταντινούπολη θα έχει μια τηλεφωνική επικοινωνία με την κα Μέρκελ για να πληροφορηθεί τις εντυπώσεις που εκείνη αποκόμισε από την – όλως τυχαίως – επίσκεψή της στην Τουρκία την προηγούμενη εβδομάδα. Εκτός αν τον έχει ήδη προλάβει και του έχει στείλει κανένα «σκονάκι» με τα SOS θέματα που θα πέσουν…