Την άνοιξη του 2023 εγκαινιάστηκε στο Τελλόγλειο Ίδρυμα η έκθεση «Ιωάννα-Giovanna-Jeanne Spiteris». Αφού ολοκλήρωσε την επιτυχημένη παρουσίασή της στον χώρο, με τη συμμετοχή μικρών και μεγάλων σε ξεναγήσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα, μέρος της ταξιδεύει εκτός Ελλάδος. Η Ιωάννα Σπητέρη (1920-2000) ‘επιστρέφει’ στην Ιταλία, αυτή τη φορά στην Τεργέστη.
H έκθεση «Ιωάννα-Giovanna-Jeanne Spiteris» είναι μια συνδιοργάνωση του Τελλογλείου Ιδρύματος με τον Δήμο Τεργέστης-Αντιδημαρχία Πολιτισμού και Τουρισμού και του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού Ιταλίας με τη συνεργασία της Κοινότητας Ελλήνων Ορθοδόξων Τεργέστης.
Η έκθεση περιλαμβάνει γλυπτά της Ιωάννας Σπητέρη, σε χαλκό, μάρμαρο, ξύλο, κατασκευές, σχέδια, χαρακτικά, μακέτες, που αποκαλύπτουν μια προικισμένη, ανήσυχη γυναίκα, προοδευτική για την εποχή της, με έντονη συναίσθηση της κοινωνικής σημασίας της τέχνης, της σημαντικής προσφοράς σε κάθε επίπεδο της, που προσκαλεί το κοινό σε ένα διαρκή διάλογο με το έργο της.
Ο τίτλος προκύπτει από τον τρόπο, που υπέγραφε η καλλιτέχνης τα έργα της και αντανακλά τις τρεις γλώσσες, τις τρεις χώρες, εντέλει τις τρείς πόλεις της μονιμότερης διαμονής της, Αθήνα-Βενετία-Παρίσι, όπου δημιούργησε το σύνολο σχεδόν του έργου της.
«Η Ιωάννα Σπητέρη ανήκει στη γενιά που έζησε τον πόλεμο, την κατοχή και τη διασπορά. Βιωματικές αναφορές μιας εποχής που σημάδεψαν ανεξίτηλα τη μνήμη και την ευαισθησία της, αναζητώντας την εθνική της ταυτότητα στον διεθνισμό της σύγχρονης τέχνης» (Μαρία Κοτζαμάνη, Αθήνα, Πολύπλανο 1980).
Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα κοντά στον Μιχάλη Τόμπρο. Ήδη στα πρώιμα έργα της φαίνεται το κύριο στοιχείο που την ξεχωρίζει: η διαίσθηση του όγκου και η σωστή σχέση με τον χώρο που την οδηγεί σε μια μνημειώδη αντίληψη της γλυπτικής (René de Solier).
Διακρίνονται δύο διαφορετικές περίοδοι στη δουλειά της. Στην πρώτη στη Βενετία (1958-1963) δουλεύει το σίδερο με την τεχνική της οξυγονοκόλλησης. Αιχμηρά σχήματα, με έντονο δυναμισμό και εκφραστικότητα, μορφές φαινομενικά επιθετικές, φανερώνουν μια εσωτερική αγωνία μεταμορφώνοντάς τη σε φάσεις μιας πλαστικής τραγωδίας (Γ. Μουρέλος). Σε κριτική του o Manlio Alzetta στην εφημερίδα La Voce di San Marco (13/06/1959) συνέκρινε το έργο της με εκείνο του Emilio Vedova, ο οποίος θεωρούνταν ένας από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες που εμφανίστηκαν στην καλλιτεχνική σκηνή της χώρας του μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στη δεύτερη στο Παρίσι (1963-1976) η δουλειά της μεταμορφώνεται σε όλα τα επίπεδα, στα υλικά, στη μορφολογία, στη γενική αντίληψη της γλυπτικής. Αφετηρία της, η σχέση γλυπτικής-αρχιτεκτονικής. Γεωμετρική σαφήνεια, απλοποίηση, δομικά στοιχεία οδηγούν σε άπειρους συνδυασμούς, χωρίς μηχανική επανάληψη. Κύριο στοιχείο στη φάση αυτή είναι το χρώμα, απόλυτα συνυφασμένο με τη γλυπτική φόρμα, χωρίς να την ανταγωνίζεται, προτείνοντας τη θετική πλευρά της ζωής, μια εγκάρδια προσφορά για ανθρώπινη επαφή.
Στην έκθεσή της στο Teatro La Fenice στη Βενετία το 1968, τα νέα στοιχεία που εμφανίζονται στη δουλειά της δεν περιορίζονται στα μορφολογικά χαρακτηριστικά τους. Η σχέση του έργου της με τον θεατή εξελίσσεται στα Πολλαπλά Συναρμολογούμενα, όπου τον προσκαλεί να έχει ενεργό ρόλο στον τελικό σχηματισμό του γλυπτού της, να παίξει με διάφορα στοιχεία του, να γίνει συμμέτοχος και συνδημιουργός.
Ο Franco Passoni στην εφημερίδα Avanti (18.7.1968), με τον τίτλο «Δεν υπάρχει μόνο η Biennale στη Βενετία» (‘A Venezia non c’è solo la Biennale’), συμπεριέλαβε την έκθεση της Σπητέρη ανάμεσα σε αυτές που κάποιος πρέπει να επισκεφτεί παράλληλα με τη Biennale του 1968, εξαίροντας τη μυστηριώδη δύναμη που προκύπτει από την υπέροχη πλαστικότητα της δουλειάς της.
Τη δεκαετία του ’70 η Σπητέρη ανέλαβε πολλές δημόσιες αναθέσεις. Έργα της βρίσκονται σε τοποθετημένα σε διάφορους δημόσιους χώρους: το έργο Elan vital (1971) στην École CES στο Langeais, οι Δύο Φόρμες (Deux Formes) (1972) σε σχολείο στη Λευκωσία, ένα μνημειακό έργο (1974) στο Evreux, άλλα γλυπτά της σε Νηπιαγωγείο στο Cachan.
Η πιο δραστήρια περίοδος της καριέρας της, όσον αφορά τη συμμετοχή της σε εκθέσεις και διαγωνισμούς στο εξωτερικό, ήταν έως το 1976. Το 1977 επέστρεψε στην Ελλάδα και συνέχισε να δουλεύει στην Αθήνα. Η παραγωγή της μειώθηκε λόγω της ηλικίας της, αλλά η καλλιτέχνης δε σταμάτησε να συμμετέχει σε διεθνείς εκθέσεις και διαγωνισμούς, καθώς επίσης και να εκθέτει συχνότερα τη δουλειά της στην Ελλάδα.
Η Ιωάννα Σπητέρη και ο σύζυγός της Τώνης Σπητέρης, ο διακεκριμένος διανοητής και κριτικός τέχνης, έκαναν μαζί στο Τελλόγλειο, ήδη από τη δεκαετία του ’80, μια μεγάλη και πολύτιμη δωρεά: τα αρχεία τους, τη βιβλιοθήκη τους, τη συλλογή τους και το σύνολο του έργου της καλλιτέχνιδας. Η έκθεση, όπως και ο μεγάλος δίγλωσσος κατάλογος, αποτελούν φόρο τιμής στη μεγάλη γλύπτρια και συμβολή στη σύγχρονη τέχνη. Τα περίπου 90 έργα και τεκμήρια που παρουσιάζονται στην έκθεση αντιπροσωπεύουν ολόκληρο το έργο της.
Η έκθεση πλαισιώνεται από πλούσια δίγλωσση έκδοση (ελληνικά-αγγλικά), που είναι διαθέσιμη στο Μουσείο Carlo Schmidl – Palazzo Gopcevich.
Η έκθεση τελεί υπό την αιγίδα της Πρεσβείας της Ελλάδος στη Ρώμη, των Επίτιμων Προξενείων της Ελλάδος και της Κύπρου στην Τεργέστη και την υποστήριξη του Ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού, του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και της Aegean Airlines.
Εγκαίνια: Παρασκευή 21 Ιουλίου, στις 12:00
Διάρκεια: 21 Ιουλίου – 17 Σεπτεμβρίου 2023
Ωράριο λειτουργίας: Τρίτη – Κυριακή 10:00-17:00, Δευτέρα κλειστά
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΙΣΟΔΟΣ
Πηγή: ertnews.gr