Γράφει ο Ceteris Paribus
Ένας προσεκτικός παρατηρητής είναι εύκολο να διαπιστώσει ότι -παραδόξως- η κυβέρνηση έχει ρίξει «λευκή πετσέτα» στα ζητήματα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους: όλες οι σχετικές διεργασίες γίνονται μεταξύ των δανειστών, κυρίως μεταξύ ΔΝΤ και γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, με την ελληνική κυβέρνηση να παρακολουθεί… διακριτικά και σχεδόν αδιάφορη. Δεν είναι προϊόν μόνο της -υπαρκτής- απουσίας πραγματικής διαπραγματευτικής δυνατότητας. Είναι συνειδητό: δεν θέλει ευρεία αναδιάρθρωση του χρέους! Βαρύς ισχυρισμός, που θα τεκμηριώσω στη συνέχεια.
Ένας απλός παρατηρητής έχει διαπιστώσει επίσης ότι η κυβέρνηση δεν έδωσε τη μάχη για χαμηλότερα πλεονάσματα. Για την ακρίβεια, εργάζεται για… υψηλότερα πλεονάσματα.
Αυτά είναι τα δύο «κλειδιά» της κυβερνητικής στρατηγικής – όχι για κάποιους νεφελώδεις οικονομικούς, πολιτικούς ή έστω «εθνικούς» λόγους, αλλά για τους εντελώς πεζούς λόγους της πολιτικής και εκλογικής της επιβίωσης.
Εξηγούμαι:
Γιατί η κυβέρνηση δεν θέλει ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους
Δεν είναι στόχος αυτού του άρθρου να αναλύσει τα σενάρια για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους – θα το κάνουμε λίαν προσεχώς. Είναι όμως ξεκάθαρο ότι πλέον γίνεται λόγος για μικρής εμβέλειας διευθέτηση κι όχι για ουσιαστική αναδιάρθρωση χρέους. Η κυβέρνηση ουδόλως φαίνεται να ενοχλείται από αυτό – αλλιώς δεν θα κόστιζαν κάτι μερικές επικοινωνιακού χαρακτήρα αναφορές γαρνιρισμένες με τη γνωστή επική εσάνς.
Ο λόγος είναι απλός: μια ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους θα είχε προϋπόθεση σκληρές «αιρεσιμότητες», δηλαδή σκληρότερη εποπτεία. Θα αύξαινε επίσης τις πιθανότητες για… παραμονή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Η κυβέρνηση δεν θέλει τίποτε από τα δύο! Διότι τόσο η παραμονή του ΔΝΤ όσο και η σκληρότερη εποπτεία με νέες «ανειλημμένες υποχρεώσεις» για τα επόμενα χρόνια, καταστρέφουν την επαγγελία της «καθαρής εξόδου» και της «θριαμβευτικής» επανόδου σε μια πιο ήπια εποπτεία, από την Κομισιόν και στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών και διαδικασιών.
Αφήνει λοιπόν στη Γερμανία να κάνει όλο το «παιχνίδι», αφού στο ζήτημα της «καθαρής εξόδου» οι πολιτικές σκοπιμότητες της ελληνικής και της γερμανικής κυβέρνησης ταυτίζονται απολύτως! Αμφότερες -καθεμιά για τους δικούς της, εντελώς διαφορετικούς λόγους- επιθυμούν την «καθαρή έξοδο» για εντελώς πολιτικούς λόγους.
Στόχος, το υπερ-πλεόνασμα
Ύστερα από τις διαρροές (από το Δημοσιονομικό Συμβούλιο της Βουλής) των στοιχείων για το Μεσοπρόθεσμο 2019-2022, δεν χρειάζεται καν να είναι κανείς προσεκτικός παρατηρητής: αποδεικνύεται ότι η κυβέρνηση έχει επιβάλει περισσότερους φόρους απ’ όσους απαιτούνται για να στηρίξουν τα πλεονάσματα 3,5%, ώστε να επιτευχθούν υπερ-πλεονάσματα μεγαλύτερα του 3,5%. Παραθέτουμε κι εμείς, γιατί είναι εύγλωττος, το σχετικό πίνακα με τις προβλέψεις:
Ο πίνακας, καθόλου τυχαία, επιγράφεται «Εκτίμηση ‘‘δημοσιονομικού χώρου’’». Τι σημαίνει «δημοσιονομικός χώρος»; Σε απλά ελληνικά, υπερ-πλεόνασμα, δηλαδή πλεόνασμα πάνω από το συμφωνηθέν 3,5%. Που θα αυξάνεται σταδιακά από το 2019 μέχρι και το 2022, οπότε θα φράσει -πάντα βάσει των προβλέψεων- στο θηριώδες 5,19% του ΑΕΠ!
Το ρεπορτάζ των ημερών έχει επαρκώς τεκμηριώσει πώς θα γίνει αυτό το «θαύμα»: χάρη στην επιβολή φόρων υψηλότερων σε σχέση με τους απαραίτητους για να επιτευχθεί πλεόνασμα «μόνο» 3,5%!
Κατ’ αρχάς, να πούμε ότι ξεκαθαρίζεται πλήρως το τοπίο σχετικά με τη δημοσιονομική βάση των περιβόητων «αντίμετρων». Ο κυβερνητικός ισχυρισμός ότι για κάθε 1 ευρώ νέων μέτρων θα επιβάλλεται 1 ευρώ «αντίμετρων» -μιαν επίδειξη θρασύτητας απέναντι στην κοινή λογική- καταρρέει. Αυτό που ισχύει, είναι: κάθε 1 ευρώ πλεόνασμα πάνω από το 3,5% θα επιστρέφεται με τη μορφή κάποιου είδους «μερίσματος».
Πρόκειται απλώς για το γνωστό «τρικ» του Χότζα: βάζω στην καλύβα μερικά ζώα παραπάνω, ώστε με την αφαίρεση κάποιου εξ αυτών να δημιουργήσω την αίσθηση της ανακούφισης.
Για να κερδίσει το δικαίωμα στην εφαρμογή ενός τέτοιου τρικ, η κυβέρνηση όχι μόνο δεν ήθελε πλεονάσματα χαμηλότερα του 3,5%, όχι μόνο δεν έδωσε κάποια μάχη -ούτε καν εικονική- γι’ αυτά, αλλά επιδίωξε συνειδητά πλεονάσματα μεγαλύτερα του 3,5%!
Και σε αυτό το σημείο, οι πολιτικές σκοπιμότητες της ελληνικής και της γερμανικής κυβέρνησης ταυτίζονται! Η μεν ελληνική κυβέρνηση θέλει υπερ-πλεόνασμα για να μοιράσει «μέρισμα ανακούφισης», η δε γερμανική για να έχει το επιχείρημα ότι με τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα η Ελλάδα δεν χρειάζεται παρά επουσιώδη μέτρα για το χρέος – ίσως και καθόλου μέτρα!
Έτσι, γίνεται κατανοητός ο δεύτερος λόγος που η κυβέρνηση δεν διεκδίκησε σθεναρά ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους: μια τέτοια μάχη θα ήταν συμβατή με το στόχο για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα – αλλά τότε το υπερ-πλεόνασμα και τα συνακόλουθα «μερίσματα» θα πήγαιναν περίπατο…
«Καθαρή έξοδος» και… Μακεδονικό
Ωστόσο, είναι επίσης φανερό για ένα προσεκτικό παρατηρητή ότι η κυβέρνηση δεν βαδίζει απρόθυμη και πιεζόμενοι από τις ΗΠΑ ή την Ευρώπη στη λύση του ζητήματος της ονομασίας της πΓΔΜ. Αντίθετα, τα «δίνει όλα» για μια τέτοια λύση. Πρωταγωνιστεί και δεν «σύρεται». Γιατί; Διότι αυτός είναι ο δεύτερος μείζων πυλώνας της εκλογικής της στρατηγικής. Βλέποντας ότι στις εκλογές θα χάσει και ότι αυτό που παίζεται η διαφορά και η αυτοδυναμία, αναζητεί ένα ζήτημα που να μπορεί να συμπληρώσει το κυβερνητικό «αφήγημα» και ταυτόχρονα να διεμβολίσει το χώρο του κέντρου αλλά και τη ΝΔ.
Το Μακεδονικό υπόσχεται ότι μπορεί να συμβάλει και στα δύο: να πιέσει ή και να διασπάσει το χώρο του Κινήματος Αλλαγής και να βάλει προβλήματα στη ΝΔ δημιουργώντας εντάσεις ανάμεσα στις διάφορες τάσεις της. Η διεθνής συγκυρία και οι συντονισμένες πιέσεις που ασκούν οι ΗΠΑ αλλά και η Γερμανία, προσφέρουν τη δυνατότητα μιας λύσης που δεν θα ικανοποιεί την άκρα δεξιά αλλά θα είναι πολύ «αξιοπρεπής» ώστε να διεμβολίσει όλους τους άλλους πολιτικούς χώρους. Βεβαίως έτσι ενισχύεται η άκρα δεξιά, αλλά αυτή είναι για την κυβέρνηση μια αποδεκτή «παράπλευρή απώλεια» – από την εποχή του Μιτεράν η σοσιαλδημοκρατία ήταν η πρώτη διδάξασα την τακτική ανάσχεσης της Δεξιάς μέσω ενίσχυσης της άκρας δεξιάς!
Και σε αυτό το ζήτημα, οι πολιτικές σκοπιμότητες της ελληνικής και της γερμανικής κυβέρνησης ταυτίζονται απολύτως! Αποφασίζοντας να «κάνει πέρα» το ΔΝΤ και δεχόμενη συνεχή πλήγματα από τον Ντόναλντ Τραμπ, η γερμανική διπλωματία αποφάσισε να αναλάβει σιγά-σιγά και τις γεωπολιτικές ευθύνες. Τα ρεπορτάζ των ημερών βρίθουν στοιχείων για τη θερμή συνηγορία και τη συστηματική παρέμβαση της Γερμανίας στο ζήτημα της λύσης για το όνομα της πΓΔΜ.
Την ενδιαφέρει μόνο το 2019
Από τον πίνακα με τα υπερ-πλεονάσματα που παραθέσαμε παραπάνω, κρατήστε μόνο το υπερ-πλεόνασμα και τον αντίστοιχο «δημοσιονομικό χώρο» για το 2019: προβλέπεται ότι θα ανέλθει σε 866 εκατ. ευρώ. Είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να το αυξήσει περαιτέρω κατά την υλοποίηση του προϋπολογισμού, με τις γνωστές μεθόδους: καθυστέρηση καταβολής οφειλών στον ιδιωτικό τομέα, καθυστέρηση έκδοσης συντάξεων και εφάπαξ.
Την κυβέρνηση αφορά μόνο το υπερ-πλεόνασμα του 2019, γιατί μόνο αυτό μπορεί να μοιράσει η ίδια!
Ήδη στην πρόσφατη τεχνική συμφωνία με τους δανειστές περιλαμβάνεται το μέτρο της καταβολής στεγαστικού επιδόματος συνολικού ύψους 600 εκατ. ευρώ, που θα αφορά πολύ περισσότερα άτομα σε σχέση με το περσινό «κοινωνικό μέρισμα» και θα έχει τη μορφή μηνιαίου επιδόματος. Ύστερα απ’ αυτό, θα αρχίσουν τα «βάσανα», καθώς θα αποδεικνύεται μέρα με τη μέρα ότι η «καθαρή έξοδος» έχει πολλά και κοφτερά δόντια.
Σε απόλυτη συνέπεια με την όλη στρατηγική της, η κυβέρνηση θα πάει σε εκλογές το αργότερο στις αρχές-αρχές του 2019, με «καθαρή έξοδο», στεγαστικό επίδομα και… Μακεδονικό. Αυτό εξακολουθεί να είναι το βασικό σενάριο για τις πολιτικές εξελίξεις – πάντα με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν ξαφνικά γεγονότα και στροφές στη συγκυρία που θα αλλάξουν τα δεδομένα.