Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Προκηρύσσονται καί οι «άδειες» για τις εκλογές, με τη βουλή να διαλύεται πολύ πρόωρα, αλλά ταυτόχρονα πολύ φυσιολογικά στο τέλος του μήνα, καθώς ο ρόλος του Αλέξη Τσίπρα σε αυτή τη φάση ολοκληρώνεται και μια νέα κυβέρνηση «οικουμενικού» χαρακτήρα θα απαιτηθεί για να διαχειριστεί τη Νέα Μεταπολίτευση που ορίζουν δύο νέες συνθήκες γεωπολιτικού χαρακτήρα: 1) ΝΑΤΟποίηση του Αιγαίου και 2) Διεθνής οικονομική προστασία της Ελλάδας για την αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος (της Ευρώπης).
Αυτά με δύο κουβέντες είναι τα νέα (μας) και ψυχραιμία, διότι αυτό το νέο καθεστώς που θα ορίσει τη ταυτότητα της Ελλάδας για τις επόμενες δεκαετίες και τη διάσταση των νέων πολιτικών που θα λάβουν χώρα σε αυτήν, είναι πολύ πιθανόν να συνοδευτεί από ένα μοναδικό σε «αγριότητα» θέατρο του τύπου «σοκ και δέος» στην εσωτερική και εξωτερική μας πολιτική, έτσι ώστε να αντληθεί φοβικά η απαιτούμενη πολιτική νομιμοποίηση για ριζική αναθεώρηση τόσο του προγράμματος της τρόικας, όσο και του καθεστώτος στο Αιγαίο.
Το κλειδί των εξελίξεων είναι ασφαλώς η προσφυγική κρίση. Στην πραγματικότητα αυτό είναι η πρόφαση για να ρυθμιστεί σε νέα βάση η χρόνια, λανθάνουσα εντός του ΝΑΤΟ, αντιπαράθεση Ελλάδας-Τουρκίας, όπως και η λανθάνουσα αντιπαράθεση των παραγόντων της τρόικας σε ό, τι αφορά στη στρατηγική του οικονομικού «προγράμματος προσαρμογής» της Ελλάδας.
Αυτά τα δύο θέματα φαίνεται – από την ανάλυση της νέας διαλογικής πράξης (discursive praxis), που διαμορφώνεται σε διεθνές επίπεδο για το Ελληνικό Ζήτημα – να ρυθμίζονται στο πλαίσιο δύο ξεχωριστών στρατηγικών αναθεωρήσεων, οι οποίες, ωστόσο, αποσκοπούν από κοινού στην αποφυγή καταστάσεων αποσταθεροποίησης στην Ελλάδα. Από τη μια η ελληνοτουρκική προστριβή, που συνδέεται με την προσφυγική κρίση, επιχειρείται να αντιμετωπισθεί με τη ΝΑΤΟποίση του Αιγαίου, έτσι ώστε να μην τίθενται ζητήματα κυριαρχίας κατά την έρευνα και διάσωση, ή γενικότερα ως προς την ευθύνη επιτήρησης και ελέγχου στην περιοχή, με την αρμοδιότητα να περνά πλέον πλήρως στη διοίκηση του ΝΑΤΟ, η οποία με τη σειρά της θα υποστεί μερική αναθεώρηση. Ενώ, από την άλλη, θα είναι η Ελλάδα που με την επόμενη διευρυμένη κυβέρνησή της και το νέο της κοινοβούλιο θα αναλάβει την «ιδιοκτησία του προγράμματος» της τρόικας, όπως ζήτησε η κυρία Λαγκάρντ, με την εκπόνηση και θεσμοθέτηση ενός Εθνικού Σχεδίου στα μέτρα της οικονομικής πολιτικής του κυρίου Σόιμπλε, για όσο χρόνο προβλέπεται η εξυπηρέτηση του χρέους προς τον «επίσημο τομέα».
Έτσι, θα μπορεί να δανείζεται η χώρα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, δοκιμάζοντας εκ νέου να βγει στην χρηματαγορά σταδιακά και με μέτρο, μια και θα έχει νομιμοποιηθεί ο δανεισμός από την αγορά δια του «debt reprofiling» – της αναμόρφωσης του χρέους, η οποία θα αποτελέσει τη βάση του Νέου Μακροχρόνιου Προγράμματος της τρόικας, το οποίο θα ενσωματωθεί με ένα νέο μνημόνιο στο Εθνικό Σχέδιο που θα πρέπει (σύμφωνα με τους παράγοντες της τρόικας) να έχει αποκτήσει νομική ισχύ ήδη από το φθινόπωρο. Όλα αυτά προϋποθέτουν εξαιρετικές διαδικασίες και εξαιρετική αντιμετώπιση της Ελλάδας, τόσο στο επίπεδο του ΔΝΤ, όσο και σε αυτό της Ευρωζώνης και του ΝΑΤΟ. Και αυτή τη φορά δεν θα είναι ο κίνδυνος για τη διεθνή οικονομία που θα νομιμοποιήσει αυτές τις εξαιρετικές διαδικασίες και τις sui generis πρακτικές για την Ελλάδα, αλλά ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης της λεγομένης νοτιο-ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Στην πραγματικότητα, αναγνώστη μου, τώρα και με επίκεντρο την Ελλάδα και τη Τουρκία θα δούμε να εφαρμόζονται οι δομικές αλλαγές του νέου δόγματος του ΝΑΤΟ στην περιοχή μας, που αποκρυσταλλώθηκαν ήδη, ως γενικό αφήγημα, από το καλοκαίρι του 1999, καθώς και οι νέες αντιλήψεις που αφορούν στη συνεργασία Ουάσιγκτον-Βερολίνου για την ίδια γεωπολιτικώς περιοχή.