Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας
Οικονομολόγος-Ψυχολόγος
Δεύτερη φορά μέσα σε ελάχιστο διάστημα κοιμηθήκαμε με την προοπτική ενός αποτελέσματος και ξυπνήσαμε με ένα άλλο. Από το Brexit έως την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ οι δημοσκοπήσεις αποδείχτηκαν για πολλοστή φορά ένα εργαλείο περιορισμένης δυνατότητας ιχνηλάτησης των κοινωνικών διεργασιών. Στην πανθομολογούμενα πιο περίεργη αμερικανική εκλογή, δεν θα μπορούσε να λείπει και μια περίεργη κατάληξη.
Οι Αμερικανοί απέδειξαν ότι η ιεράρχηση των κριτηρίων επιλογής ξεπερνά κατά πολύ όσα εμείς θεωρούμε ως πιο σημαντικά. Φαίνεται ότι η δυσωδία ενός διεφθαρμένου πολιτικού κατεστημένου, έτσι όπως το προσωποποιούσε η διαχρονική πορεία της Κλίντον -που το μόνο που διασφάλιζε ήταν η συνέχεια μιας σειράς ξεπερασμένων νοοτροπιών- δημιουργούσε εντονότερες λαϊκές αντιδράσεις από τις ρητορικές ακρότητες ενός επιτυχημένου, επικοινωνιακά αντισυμβατικού επιχειρηματία που κατόρθωσε, παρά το γεγονός ότι αποτελεί τον ορισμό του καπιταλιστικού συστήματος, να πείσει ότι είναι ικανός να διορθώσει επιμέρους ατέλειες του.
Σε έναν κόσμο φοβισμένο από τις τρομοκρατικές επιθέσεις και ταλαιπωρημένο από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, ο Τραμπ έπεισε ότι διαθέτει πιο αξιόπιστα εχέγγυα από την Χίλαρι για την αντιμετώπιση εκείνων των συστημικών στοιχείων που χρεώνονται με την ευθύνη των επιπτώσεων των ανεξέλεγκτων μεταναστευτικών ροών και της αναπτυξιακής δυσπραγίας. Σε περιόδους ισχυρών κλυδωνισμών σε όλα τα επίπεδα, απλά η διατήρηση ενός status quo δεν αποτελεί επαρκή λόγο συμπόρευσης με κάποιον ηγέτη.
Γι’ αυτό διεθνώς υπερισχύουν όλο και πιο συχνά προσωπικότητες που πρεσβεύουν μια εναλλακτική θεώρηση των δεδομένων ακόμη κι αν αυτή διακατέχεται από συνωμοσιολογική λογική ή στοχεύει σε μια πιο κλειστοφοβική θεώρηση του πλανήτη. Ο κόσμος του Τραμπ είναι σίγουρο ότι θα σχηματοποιηθεί μέσα στο πλαίσιο που θέτουν οι ασφαλιστικές δικλείδες ενός γιγάντιου μηχανισμού διαδικασιών όπως ο Αμερικανικός, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις κάθε παράτολμης κίνησης.
Το ότι αξιοποίησε στο έπακρο τις επικοινωνιακές υπερβολές ως μέσο προώθησης του λόγου του και διατήρησης διακριτών αποστάσεων από τα πεπραγμένα του παρελθόντος δεν σημαίνει ότι η άσκηση πολιτικής θα συμβαδίζει με αυτούς τους ρυθμούς. Η τάση για οικονομικό προστατευτισμό, η απομάκρυνση από την ολοκλήρωση διεθνών συμφωνιών, οι αλλαγές στις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής δεν θα εκτελεστούν με βάση τις προεκλογικές μεγαλοστομίες, όπως άλλωστε φάνηκε κι από το πόσο γρήγορα μάζεψε μέρος των δηλώσεων του για το μεταναστευτικό, αλλά επηρεασμένες από τον ρεαλισμό ομαλοποιώντας μέρος των πιθανών συνεπειών.
Όπως έχω γράψει με αφορμή παλαιότερες Αμερικανικές εκλογές οι βασικές αρχές στη διπλωματική σκακιέρα δεν αλλάζουν τόσο εύκολα, ούτε κινούνται από συναισθηματισμούς ή λεκτικές ιδιαιτερότητες. Ο Τραμπ ήταν φειδωλός ως προς το ποιες συγκεκριμένες διεθνείς δράσεις σχεδιάζει κι αυτό του δίνει το περιθώριο να ακολουθήσει ένα εύρος πολιτικών που μπορεί να μην ικανοποιεί πλήρως το θυμικό όσων των επέλεξαν ελπίζοντας σε ακραία ριζοσπαστικές τάσεις.
Ας είμαστε λοιπόν ψύχραιμοι κι ως προς το αν και κατά πόσο θα υπάρξουν εξελίξεις και στα εθνικά μας θέματα. Διαχρονικά οι διαφοροποιήσεις ήταν ανεπαίσθητες και δεν προκύπτει από κάπου ότι θα υπάρξουν τόσο ριζικές μεταλλάξεις. Ας συγκρατηθούμε λοιπόν, ας αφήσουμε κατά μέρος τις εύκολες ταυτίσεις και τους απαξιωτικούς αφορισμούς κι ας επικεντρωθούμε στο ποιες ευκαιρίες μπορεί να προκύψουν ώστε να βελτιωθεί, έστω κι ελάχιστα, η παγκόσμια θέση μας.