ΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΧΟΛΙΑΖΕΙ ΣΕ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ Ο GEORGE FRIEDMAN
Μία απεγνωσμένη μάχη δόθηκε την προηγούμενη εβδομάδα, η οποία έκανε τη Γερμανία και την Ελλάδα εχθρούς. Η κάθε χώρα διακινδύνευε πολλά. Η Γερμανία ανάγκασε την ελληνική πλευρά να προχωρήσει σε συνθηκολόγηση. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου σαφές αν η Ελλάδα μπορεί να εφαρμόσει τη συμφωνία ή αν έχει την πολιτική βούληση να το πράξει. Επιπλέον, δεν είναι ξεκάθαρες οι επιλογές της , ειδικά αν σκεφθεί κανείς ότι ο ελληνικός λαός είχε στριμώξει τη Γερμανία σε μία γωνία, έχοντας ως μόνη επιλογή το ρίσκο του να τα τινάξει όλα στον αέρα. Η Ελλάδα δεν φέρθηκε όπως θα έπρεπε στη Γερμανία. Επομένως, και οι Γερμανοί απαντούν τώρα εκδικητικά.
Το γεγονός που υπήρξε η αφορμή για όλο αυτό ήταν το δημοψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο ο ελληνικός λαός κλήθηκε να αποφασίσει αν θέλει περισσότερα μέτρα λιτότητας με αντάλλαγμα την αναχρηματοδότηση του τραπεζικού συστήματος. Το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ ερμήνευσε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ως ένα ισχυρό χαρτί που θα χρησιμοποιούσε στο παιχνίδι των επόμενων διαπραγματεύσεων. Η κυβέρνηση θεωρούσε πως η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έσωζε την Ελλάδα από την ολική καταστροφή βραχυχρόνια αλλά θα την αποδυνάμωνε μακροχρόνια. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, τα μέτρα που θα εφαρμόζονταν δε θα επέτρεπαν την ανάπτυξη της χώρας.
Έχοντας ως επιλογές την καθολική καταστροφή της χώρας και τη βραχυχρόνια καταστροφή των τραπεζών, οι Έλληνες βρέθηκαν μπροστά σε μία πολύ δύσκολη απόφαση.
Στο σκάκι, όταν είσαι απελπισμένος, μία λύση είναι να πετάξεις κάτω το παιχνίδι. Αυτό προσπάθησαν να κάνουν και οι Έλληνες με το δημοψήφισμα. Αν κέρδιζε το ‘ναι’, τότε η κυβέρνηση θα συνθηκολογούσε με τη Γερμανία και θα ισχυριζόταν ότι αυτό αποφάσισε ο λαός. Αλλά αν έβγαινε το αντίθετο αποτέλεσμα, όπως και τελικά έγινε, η κυβέρνηση θα μπορούσε να ζητήσει από την Ευρώπη την ελάφρυνση των μέτρων, καθώς πλέον αυτό ήταν ένα ισχυρό αίτημα του ελληνικού λαού, και όχι μόνο μία απαίτηση της κυβέρνησης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στην διττή αρχή μιας αμετάκλητης κοινότητας εθνών που έχουν ενωθεί, αλλά έχουν διατηρήσει την εθνική τους κυριαρχία. Οι Έλληνες προέβαλαν την εθνική βούληση, η οποία, σκέφτηκε η κυβέρνηση, θα δημιουργήσει μία νέα παρτίδα σκάκι. Αντ ‘αυτού, οι Γερμανοί επέλεξαν να απαιτήσουν άμεσα την εκχώρηση ενός σημαντικού μέρους της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας, με τη δημιουργία ενός πυρήνα από ευρωπαίους γραφειοκράτες που θα επιβλέπουν την εφαρμογή της συμφωνίας και θα αναλάβουν τον έλεγχο των ελληνικών εθνικών περιουσιακών στοιχείων προς πώληση για να συγκεντρωθούν χρήματα. Οι λεπτομέρειες είναι λιγότερο σημαντικές από το γεγονός ότι η Ελλάδα επικαλέστηκε το κυριαρχικό της δικαίωμα και η Γερμανία απάντησε με την επιβολή μιας συμφωνίας που ανάγκασε τους Έλληνες να παραχωρήσουν αυτά τα δικαιώματα.
Τα κίνητρα της Γερμανίας
Έχω ασχοληθεί με το γερμανικό φόβο πολλές φορές. Η Γερμανία είναι μια τεράστια δύναμη-εξαγωγέας που εξαρτάται από την Ευρωπαϊκή ζώνη ελεύθερων συναλλαγών για να αγοράσει ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής της. Οι Γερμανοί είχαν ένα θετικό ρεκόρ στο εμπορικό ισοζύγιο τον περασμένο μήνα, από το οποίο το εμπόριο τους, τόσο στην ευρωζώνη όσο και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος. Για τη Γερμανία, η διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσε να απειλήσει άμεσα το εθνικό της συμφέρον. Η ελληνική θέση – ιδίως ενόψει της ελληνικής ψηφοφορίας – θα μπορούσε, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, να έχει ως αποτέλεσμα τη διάλυση.
Δύο πλευρές της ελληνικής θέσης τρόμαξαν τους Γερμανούς. Η πρώτη ήταν ότι η Αθήνα προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει την εθνική της κυριαρχία και να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιτρέψει στην Ελλάδα να αποφύγει τον πόνο της λιτότητας. Αυτό, στην πραγματικότητα, θα μετέθετε το βάρος του ελληνικού χρέους από τους Έλληνες προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή στη Γερμανία. Για τους Γερμανούς, το μπλοκ ήταν ένα όργανο οικονομικής ανάπτυξης. Αν η Γερμανία αποδεχόταν την αρχή ότι έπρεπε να αναλάβει την ευθύνη για όλα τα εθνικά οικονομικά προβλήματα, η Ευρωπαϊκή Ένωση – η οποία έχει ουκ ολίγες χώρες με εθνικά οικονομικά προβλήματα – θα μπορούσε να αποφορτίσει τους γερμανικούς πόρους και να υπονομεύσει έναν βασικό λόγο ύπαρξης του μπλοκ, τουλάχιστον από τη γερμανική άποψη. Εάν η Ελλάδα αποδείκνυε ότι θα μπορούσε να κάνει τη Γερμανία να αναλάβει την ευθύνη για το χρέος μακροπρόθεσμα, δεν είναι σαφές το που θα κατέληγε αυτή η κατάσταση – και αυτόν ακριβώς το σκοπό είχε η ελληνική ψηφοφορία.
Από την άλλη πλευρά, αν οι Έλληνες εγκατέλειπαν την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα δημιουργούνταν ένα προηγούμενο που στο τέλος θα συνέτριβε το μπλοκ. Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν μια εκλεκτική συγγένεια, σύμφωνα με τα λόγια του Γκαίτε, κάτι που θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στη συνέχεια να αναιρεθεί, τότε η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του μπλοκ θα δεχόταν μια σοβαρή αμφισβήτηση. Και δεν υπήρχε κανένας λόγος που οι αμφιβολίες αυτές δεν θα μπορούσαν να επεκταθούν στη ζώνη ελεύθερου εμπορίου. Αν τα έθνη μπορούσαν να αποχωρήσουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και να δημιουργήσουν εμπόδια στο εμπόριο, τότε η Γερμανία θα ζούσε σε έναν κόσμο δασμών, ευρωπαϊκών και όχι μόνο. Και αυτό ήταν το εφιαλτικό σενάριο για τη Γερμανία.
Η ψηφοφορία στρίμωξε τους Γερμανούς, όπως είχα πει και παλαιότερα. Η Γερμανία δεν μπορούσε να δεχθεί το ελληνικό αίτημα. Δεν θα μπορούσε να διακινδυνεύσει μια ελληνική έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν θα μπορούσε να φανεί ότι φοβάται μια έξοδο, και ότι δεν θα μπορούσε να είναι ευέλικτη. Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, οι Γερμανοί παρουσίασαν την ιδέα της προσωρινής ελληνικής εξόδου από το ευρώ. Η Ελλάδα χρωστάει ένα τεράστιο χρέος και πρέπει να χτίσει την οικονομία της. Τι από όλα αυτά σχετίζεται με την ύπαρξη του ευρώ ή με τη χρήση της δραχμής δεν είναι σαφές. Σίγουρα δεν είναι σαφές και το πώς θα μπορούσε να βοηθήσει η Ευρώπη ή πώς θα γινόταν να λυθεί άμεσα το τραπεζικό πρόβλημα. Οι Έλληνες είναι άφραγκοι και δεν έχουν τα χρήματα για να αποπληρώσουν τα δάνεια ή να ενισχύσουν τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος. Το ίδιο θα ίσχυε αν εγκατέλειπαν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Γεγονός που υποδηλώνει ότι ένα προσωρινό Grexit ήταν μια αρκετά ανούσια πράξη – μια παράσταση με έξοχο τρόπο από τους Γερμανούς. Όταν απεγνωσμένα φοβάσαι κάτι σε μια διαπραγμάτευση, η καλύτερη στρατηγική είναι να απαιτήσεις την εφαρμογή του.
Η αναγέννηση της γερμανικής κυριαρχίας
Έχω χρησιμοποιήσει παλαιότερα τη Γερμανία ως την αντίθετη πλευρά με την οποία διαπραγματεύεται η Ελλάδα, και όχι την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι Γερμανοί εδώ και πολύ καιρό θεωρούνται ως μία κυρίαρχη οντότητα στην ενότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή τη φορά, δεν κινήθηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση. Αντίθετα, σήκωσαν τη σημαία της γερμανικής κυριαρχίας , των γερμανικών συμφερόντων και της γερμανική θέλησης να φτάσουν την κατάσταση στα άκρα. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί, μάλιστα, επέκριναν δημόσια τη γερμανική στάση. Τελικά, αυτό δεν έπαιξε κανένα ρόλο. Το Βερολίνο αποφάσισε την διαπραγματευτική στρατηγική, αφού στο τέλος η Γερμανία θα ήταν εκείνη που θα ήταν εκτεθειμένη στη γαλλική και ιταλική μετριοπάθεια.
Και τότε οι Γερμανοί έκαναν κάτι που δεν ήθελαν ποτέ. Επανέφεραν την αντίληψη ότι η Γερμανία είναι το κυρίαρχο έθνος-κράτος στην Ευρώπη, και ότι έχει τη δύναμη αλλά και τη θέληση να επιβάλλει τη δική της βούληση σε ένα άλλο κράτος. Σίγουρα η λεπτότητα των ψήφων των υπουργών οικονομικών και των πρωθυπουργών ήταν πιεστική, αλλά πρακτικά οι Γερμανοί ήταν αυτοί που έκαναν τις διαπραγματεύσεις και επέβαλαν τη βούληση τους στην Ελλάδα.
Η ιστορική θέση της Γερμανίας σήμαινε ότι ήταν ένα από τα πολλά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένας από τους σκοπούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν να ενσωματωθεί η Γερμανία στο ευρωπαϊκό σύστημα έτσι ώστε να αναπτυχθεί οικονομικά και να μην παίξει το ρόλο που έπαιξε το διάστημα από το 1871 μέχρι το 1945. Το κλειδί για αυτό ήταν να διασφαλισθεί ότι η Γερμανία και η Γαλλία θα συνέπλεαν μαζί. Ο φόβος που υπέβοσκε ήταν η δημιουργία μίας γερμανικής οικονομικής ανάπτυξης που θα οδηγούσε σε μία μονομερή γερμανική δύναμη, και επομένως ο άξονας Γερμανίας-Γαλλίας προσπαθούσε ναι μεν να ενισχύσει τη γερμανική ανάπτυξη αλλά και να αποτρέψει τη δημιουργία μίας κυρίαρχης Γερμανίας.
Όλοι, με πρώτους τους Γερμανούς, ήθελαν το πετύχουν αυτό. Ωστόσο, με κάποιες κινήσεις, οι Γερμανοί ξεπέρασαν τα όρια. Κατά πρώτον, η Γερμανία και η Γαλλία δε συντάχθηκαν μαζί για την αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος, παρόλο που απόψεις τους δεν ήταν διαμετρικά αντίθετες. Κατά δεύτερον, οι τελικές διαπραγματεύσεις ήταν μία απόδειξη της μονομερούς γερμανικής δύναμης. Πολλά κράτη υποστήριξαν τη γερμανική θέση εξ αρχής, ειδικά τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, τα οποία εκτός του ότι εξέλεβαν την όλη κατάσταση ως μία εκμετάλλευση των ευρωπαϊκών οικονομικών πόρων από την Ελλάδα, δεν εμπιστεύονται τις σχέσεις της τελευταίας με τη Ρωσία. Η Γερμανία είχε συμμάχους. Είχε, όμως, και εχθρούς-υπερδυνάμεις, που παραγκωνίστηκαν.
Αυτοί οι εχθροί-υπερδυνάμεις παραγκωνίσθηκαν για 2 λόγους. Ο πρώτος ήταν οποιαδήποτε προσωρινή χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών. Ο άλλος ήταν οι γερμανικές απαιτήσεις που ήταν πιο πιεστικές από ποτέ, σύμφωνα με τις οποίες οι Έλληνες παραχωρούσαν την εθνική τους κυριαρχία στα θέματα της εθνικής τους οικονομίας, αλλά και της ίδιας της χώρας. Η Γερμανία απαίτησε από την Ελλάδα να θέσει τον εαυτό της κάτω από την εποπτεία ενός ξένου ευρωπαϊκού ελεγκτικού μηχανισμού, ο οποίος θα ήταν υπό το γερμανικό έλεγχο.
Οι Γερμανοί δεν ήθελαν να το κάνουν αυτό, αλλά το τι θα κάνει ένα κράτος με το τι θέλει να κάνει έχει μεγάλη διαφορά. Αυτό που επεδίωκε η Γερμανία ήταν η εφαρμογή ακόμη αυστηρότερων μέτρων στην Ελλάδα με αντάλλαγμα την χρηματοδότηση του τραπεζικού της συστήματος. Δεν ήταν τόσο η στάση της ελληνικής κυβέρνησης που ταρακούνησε τη Γερμανία, όσο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Αν η γερμανική πλευρά εξανάγκαζε την ελληνική κυβέρνηση σε συνθηκολόγηση, τότε θα μιλάγαμε για μία εναλλακτική παγκόσμια διαπραγμάτευση. Αν πάλι πίεζε την κυβέρνηση να συνθηκολογήσει αγνοώντας το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, θα ήταν χωρίς δεύτερη σκέψη μία επίθεση κατά της εθνικής κυριαρχίας της χώρας, που όχι μόνο θα ερχόταν σε αντίθεση με την κυβέρνηση, αλλά και με τον ίδιο το λαό. Οι Γερμανοί δεν θα μπορούσαν να αγνοήσουν την επιλογή του λαού. Έπρεπε να απαντήσουν με την απαίτηση παραχώρησης μέρους της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας.
Φυσικά, αυτό δεν έχει τελειώσει ακόμα. Πλέον εξαρτάται από την ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει τη συμφωνία, και το κάνει αυτό αντικρίζοντας το δημοψήφισμα. Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι απελπιστική, εξαιτίας της κατάστασης που επικρατεί στο τραπεζικό σύστημα. Ήταν το σημείο που εκμεταλλεύθηκαν οι Γερμανοί και άσκησαν πίεση στους Έλληνες. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τα αυστηρά μέτρα λιτότητας, αλλά και μία ξένη κυριαρχία. Η Γερμανία ξεκάθαρα δεν εμπιστεύεται την Ελλάδα. Και πλέον δεν εννοούν την κυβέρνηση, αλλά τον ίδιο το λαό. Για το λόγο αυτό, θέλουν τον έλεγχο, κάτι που είναι λογικό για τη γερμανική πλευρά αλλά θα αποδειχθεί ‘εκρηκτικό’ για τους Έλληνες.
Το ενδεχόμενο μίας ηπειρωτικής αστάθειας
Στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα. Όπως και σε ένα μεγάλο μέρος της υπόλοιπης Ευρώπης, η μνήμη αυτής της κατοχής βρίσκεται τώρα στο DNA της χώρας. Αυτό θα θεωρηθεί ως η επιστροφή της γερμανικής κατοχής, και οι αντίπαλοι της συμφωνίας θα το χρησιμοποιήσουν σίγουρα ως επιχείρημα. Ο τρόπος με τον οποίο έγινε η συμφωνία και η πίεση της Γερμανίας για έλεγχο της Ελλάδας, θα επαναφέρει στο προσκήνιο τις ιστορικές αναμνήσεις της γερμανικής κατοχής. Ουσιαστικά αυτό έχει ήδη αρχίσει. Η επιθετική ανελαστικότητα των Γερμανών μπορεί αν εκληφθεί ως μία συμπεριφορά που οφείλεται στο φόβο των Γερμανών, αλλά και πάλι η Γερμανία ήταν πάντα μία χώρα που αντιδρούσε στο φόβο με ‘μαγκιά’ και υπέρμετρη αυτοπεποίθηση.
Η ουσία του θέματος δεν πηγαίνει μακριά, και όχι μόνο επειδή η ελληνική απάντηση είναι απρόβλεπτη: η φτώχεια σε σχέση με την κυριαρχία είναι ένα σημαντικό ζήτημα, ειδικά όταν οι Έλληνες και θα παραμείνουν φτωχοί αλλά και θα χάσουν κάποιο μέρος της κυριαρχίας τους. Οι Γερμανοί έθεσαν ένα τέτοιο παράδειγμα με την Κύπρο και τώρα με την Ελλάδα. Η ηγέτιδα δύναμη της Ευρώπης δεν θα διαγράψει χρέη. Θα απαιτήσει πολιτική υποταγή σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια που θα δώσει. Αυτό το μήνυμα δε θα χαθεί στην Ευρώπη, ανεξάρτητα από τα ανθελληνικά συναισθήματα που κυριαρχούν τώρα.
Αυτό απέχει πολύ από ό, τι η Γερμανία θα ήθελε, ή μπορούσε να φανταστεί. Αλλά η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να επιβιώσει με τις γερμανικές απαιτήσεις, και η Γερμανία δεν θα μπορούσε να αντέξει τις ελληνικές απαιτήσεις. Τελικά, η τραπεζική κρίση έδωσε στη Γερμανία ένα ακαταμάχητο εργαλείο. Τώρα οι περιστάσεις απαιτούν από τους Έλληνες να αποδεχθούν τη λιτότητα και να μεταφέρουν βασικά στοιχεία της κυριαρχίας τους σε ιδρύματα υπό τον έλεγχο ή την σημαντική επιρροή των Γερμανών.
Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει η Γερμανία; Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει η Ελλάδα; Η τραγωδία της γεωπολιτικής πραγματικότητας είναι ότι αυτό που θα συμβεί ελάχιστα θα μοιάζει με αυτό που ήθελαν οι πολιτικοί όταν ξεκίνησε.
Πηγή: stratfor.com