Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Πρόκειται για ένα μετέωρο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, που χωρίς να έχει τις επωμίδες διερυμένων φιλολογικών σπουδών, κατόρθωσε με την απέριττη και πολυδύναμα ηθικά γλώσσα του, αλλά και το οξύτατο λαϊκό του αισθητήριο, που του επέτρεπε να μετουσιώνει τις εμπειρίες, τον πόνο και τα διδάγματα του απλού λαού σε τέχνη, να κληροδοτήσει στα ελληνικά γράμματα, πλούσιο και πρωτοπόρο αισθητικά λογοτεχνικά έργο. Όπως σημείωσε ο ποιητής της Θεσσαλονίκης Ντίνος Χριστιανόπουλος το κύριο χαρακτηριστικό στο έργο του Σρατή Δούκα, είναι η έλλειψη δοκισησοφίας και λογιοτατισμού, που το καθιστά αντίθετο προς τον «πνευματικό αριστοκρατρισμό» της Μεσοπολεμικής Σχολής της Θεσσαλονίκης. Το πρώτο έργο του Δούκα ήταν «Τα γράμματα και Συνομιλίες» στο οποίο αποτυπώνεται με ηθική ενάργεια η λαχτάρα του συγγραφέα για τη στρωτή και πυκνή έκφραση. Το έργο αυτό έχει ιδεαλιστική καταγωγή και διακρίνεται για την πνευματική του υγεία. Στο «Γράμματα και Συνομιλίες» ο Δούκας εστιάζει κατά βάση στη σχέση που υφίσταται μεταξύ ζωής και τέχνης, αλλά και στην ηθική του καλλιτέχνη.
Έχει προηγηθεί η διασταύρωση του με διάφορα αισθητικά ρεύματα όπως ο χριστιανισμός, ο μυστικισμός, ο αισθητισμός και καταλήγει στο συμπέρασμα για την υπέρτατη αξία της τέχνης. Αποφαίνεται έτσι «Ο μόνος τρόπος που έχει πια αξία για μένα, ο μόνος τρόπος επικοινωνίας με τους ομοίους μας είναι η τέχνη». Και συμπεραίνει ακόμα ως πνευματική κατακλείδα, πως η τέχνη προκειμένου να μπορεί να εκφράσει την αλήθεια, δεν πρέπει να προέρχεται από τον εγωισμό, αλλά από τον αφανισμό του. Ο Στρατής Δούκας κατά την χρόνια κατατριβή του με τους απλούς ανθρώπους, κατόρθωσε να αποθησαυρίσει τα αποστάγματα της λαϊκής ψυχής και σοφίας και τεχνουργώντας τα με το πολυδιάστατο γλωσσικό εργαλείο του, να τα μετουσιώσει σε αξεπέραστο έργο τέχνης. Ο λόγος του εμπλουτισμένος μ΄ αυτά τα στοιχεία έχει πλαστικότητα και βάθος όπως οι παροιμίες, σεμνότητα και ήθος, που εκπηγάζουν από την πνευματική του ευπρέπεια και ταπεινοφροσύνη.
Η συμβολή του στην ανάδειξη της ηθικής δύναμης του λαϊκού λόγου και της λαϊκής σοφίας είναι ξεχωριστή και αναδεικνύεται ιδιαίτερα την περίοδο του μεσοπολέμου. Τότε που ο πνευματικός ελιτισμός και οι αισθητικοί επηρεασμοί των διανοουμένων, συγγραφέων μας, από τα πνευματικά ρεύματα της Δύσης, έχουν περιθωριοποιήσει την αξία και την δύναμη του λαϊκού λόγου. Δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί η πνευματική αξία των κειμένων του Μακρυγιάννη και η πλαστικότητα και λογοτεχνική αξία των παραμυθιών μας. Ο Στρατής Δούκας κατορθώνει να τα αναδείξει. Καταφεύγει στους προσφυγικούς συνοικισμούς των ξεριζωμένων ελλήνων της Μικρασίας, όπου μέσα στα εξαχρειωμένα παραπήγματα τους λάμπουν χρυσές ηλιαχτίδες ζωής. Ακούει τους πόνους, τους καημούς και τα οράματά τους και αποθησαυρίζει μέσα από τις διηγήσεις τους την πλαστικότητα και την αξεπέραστη δύναμη του λαϊκού λόγου. Όμως και τα θησαυρίσματα της λαϊκής αφήγησης χρειάζονται την κατάλληλη επεξεργασία για να πάρουν την μορφή τέχνης.
Ο λαϊκός λόγος είναι ένας ατίμητος θησαυρός που χρειάζεται την απαιτούμενη κατεργασία για να γίνει έργο τέχνης. Και τούτο διότι ο λαϊκοί άνθρωποι όσο καλοί αφηγητές και εάν είναι, όση ενάργεια και εάν έχει η έκφρασή τους, δεν μπορούν να αποφύγουν τις αμμετρίες και τις πτώσεις ύφους, που υποβιβάζουν την αξία του λαϊκού λόγου, με τις συχνές επαναλήψεις τους και τις άκαιρες αρκετές φορές παρεμβάσεις τους προσδίδουν στην έκφραση πλαδαρότητα και τις αφαιρούν την αρμονία και τη χάρη. Και είναι μονάχα ο καλός μάστορας που κατορθώνει να αφαιρέσει κάθε περιττό στοιχείο που δίνει μεγαλύτερη πυκνότητα και δραματικότητα στο λόγο, χωρίς να αλλοιώνεται η αφέλεια και η ζωντάνια του. Αυτή τη σπουδαία κριτική αποτίμηση του λαϊκού αφηγηματικού λόγου, φαίνεται να ενθυλακώνει γλωσσικά ο Στρατής Δούκας στο έργο του «Ιστορία ενός αιχμαλώτου».
Το έργο που τον κατέστησε ευρύτατα γνωστό στην Ελλάδα, πραγματοποίησε πολλές μεταφράσεις στο εξωτερικό και του χάρισε ίσως και την αθανασία στα ελληνικά γράμματα. Μια ακόμα σπουδαία συμβολή του Στρατή Δούκα στην κριτική θεώρηση της λαϊκής μας γλώσσας, είναι ότι ο συγγραφέας με το οξύτατο και αλάθητο γλωσσικό του αισθητήριο κατανόησε πως η λαϊκή γλώσσα του καιρού μας είναι εξίσου ζωντανή, με τη λαϊκή γλώσσα άλλων εποχών. Δεν χρειάζονται έτσι άλλες προσμίξεις και αισθητικές παρεμβάσεις για να αποκτήσει μεγαλύτερη ζωντάνια και λαϊκότητα. Κάτι που κατά την κρίση του συγγραφέα συναντούμε στα κείμενα του Φώτη Κόντογλου. Κείμενα που περιέχουν πληθωρικά στοιχεία από τα συναξάρια, αλλά και από τη λαϊκή μας λαλιά επι τουρκοκρατίας, προκειμένου να αποκτήσουν τη ζωντάνια και την αυθεντικότητα του λαϊκού λόγου. Αλλά ας επανέλθουμε στη μεγάλη πεζογραφική σύνθεση του Σρτατή Δούκα την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου».
Ο μεγάλος κριτικός μας Φώτος Πολίτης την χαρακτήρισε αριστούργημα. Μέσα στις σελίδες του έργου με τον πιο λιτό και απέριττο τρόπο, ακούγονται τα πιο φοβερά πράγματα. Όπως σημείωσε ο κριτικός μας Πέτρος Σπανδωνίδης ο αναγνώστης «νομίζει ότι δεν ακούει τον ήχο των σκληρών πραγμάτων, αλλά το γλυκό τους αντίλαλο». Το έργο αναφέρεται στην ιστορία ενός αιχμαλώτου κατά την τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής και παρουσιάζει πολύ μεγάλες πνευματικές και αισθητικές συγγένειες, με την αντίστοιχη ιστορία του «Νούμερου 31328» του Ηλία Βενέζη. Ο συγγραφέας στήνει την πλοκή του γύρω από τις κακουχίες, τα βάσανα, την πείνα, τη δίψα και τους αλλεπάλληλους εξευτελισμούς που υφίσταται μέσα στην τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής, ένας δραματικός αιχμάλωτος. Τα άπειρα ηθικά δεινά, αλλά και η αξεπέραστη εσωτερική δύναμη που επιδεικνύουν όλοι οι ήρωες του έργου για να επιβιώσουν μέσα από τη φωτιά της Μικρασίας, τους αναβιβάζουν ηθικά σε μορφές αγίων της χριστιανοσύνης. Ο Στρατής Δούκας συνέπεσε πνευματικά και παρουσίασε στο έργο του αρκετές ομοιότητες και διαφορές με τον ασκητή των ελληνικών γραμμάτων Φώτη Κόντογλου. Και ενώ θαύμαζε το συγγραφικό του έργο, διακωμωδούσε ωστόσο τη βυζαντινή αγιογραφία του.
Ο Κόντογλου υλοποίησε την πνευματική και καλλιτεχνική του έφεση για ελευθερία μέσα στο ορθόδοξο πνεύμα, όπως αυτό αποκρυσταλλώθηκε στη βυζαντινή παράδοση, αντίθετα όμως όπως σημείωσε ο Κ. Μητσάκης «ο Δούκας έθρεψε την ψυχή και την τέχνη του με την πολιτιστική κληρονομιά της ορθόδοξης ανατολής, αλλά παράλληλα τον ερέθιζε και ο πνευματικός αναβρασμός της Δύσης». Ο Στρατής Δούκας δέχτηκε έντονες αισθητικές επιδράσεις στο έργο του από τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Είναι έκδηλες στο ύστερο έργο του, της συνειρμικής γραφής, των νοηματικών τομών και ελλειπτικών φράσεων, που κατά τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, οφείλονταν στους επηρεασμούς που Πεντζίκη. Ακόμα εμφανίζονται η αγάπη στα πράγματα και τη λεπτομέρεια, η αποφυγή αφηρημένων εννοιών, που ταυτοποιούν την αισθητική ταυτότητα του Πεντζίκη. Αυτή η στροφή στην τεχνοτροπία του Στρατή Δούκα, εμφανίζεται στο έργο του μετά το 1932. Και μ΄ αυτές τις επιδράσεις ολοκληρώθηκε η δημιουργία του «Οδοιπόρου».
Ενώ σχηματοποιήθηκαν τα έργα «Ενώτια» και «Θερμοκήπιο» του Δούκα, η πρώτη ύλη των οποίων προέρχεται από επιστολογραφία του συγγραφέα προς τον Πεντζίκη. Είναι σημαντικό ωστόσο να τονίσουμε ότι τα βασικά στοιχεία της πνευματικής καταγωγής του Δούκα, λυρική ιδιοσυγκρασία, άγνοια ξένων γλωσσών, τον βοήθησαν στο να αποφύγει κάποιες ακρότητες της συνειρμικής γραφής της Σχολής του «εσωτερικού μονολόγου», όπως εκφράστηκε από τους Πεντζίκη, Δέλιο, Σπανδωνίδη, Καχτίτση, τα πνευματικά παιδιά της. Ο Στρατής Δούκας παρήγε αισθητικά πρωτοπόρο έργο και μέσα από την διεύθυνση του πνευματικά καινοτόμου περιοδικού «Το τρίτο μάτι» (1935-1937), που αποτέλεσε για τα πνευματικά μας δρώμενα την εποχή του Μεσοπολέμου, ότι το περιοδικό «Κοχλίας» (1945-1947) της Θεσσαλονίκης, κατά την μεταπολεμική μας περίοδο.
Ένα πνευματικό ιμάντα ουσιαστικά, μέσω του οποίου πέρασαν στο ελλαδικό χώρο, όλες οι πνευματικές ζυμώσεις, οι ανησυχίες και τα πρωτοπόρα ιδεολογικά ρεύματα της Δύσης. Ο Στρατής Δούκας παρήγε κατά την περίοδο του μεσοπολέμου προηγμένο πνευματικό έργο και αυτός είναι ο κοινός του τόπος με τη «Σχολή της Θεσσαλονίκης». Ξεπέρασε μακράν το επίπεδο, του μέχρι τότε τυπικού διηγήματος και μυθιστορήματος, που κινούνταν στην ηθογραφία και σε ψυχογραφικά πλαίσια και παρουσίασε νέα αισθητικά μοτίβα. Είναι μια μεγάλη μορφή της σύγχρονης ελληνικής γραμματολογίας. Το παρόν κείμενο, έχει δημοσιευθεί σε εφημερίδες της Ηλείας και σε περιοδικά κοινωνικού προβληματισμού.