Πριν από λίγες μέρες δόθηκε στην δημοσιότητα μία νέα εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας για τις συντάξεις χηρείας. Οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση σύνταξης, λόγω θανάτου, στα δικαιούχα μέλη, καθώς και τα δικαιώματα του αντισυμβαλλομένου σε σύμφωνο συμβίωσης, με βάση το νέο ασφαλιστικό νόμο, περιγράφονται σε εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας.
Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Follow @j_koutroubis
Συγκεκριμένα, με την εγκύκλιο ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης, λόγω θανάτου, στα δικαιοδόχα μέλη συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, εφόσον ο θάνατος επήλθε από 13.05.2016 και εφεξής, εισάγοντας ενιαίες αρχές και κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους, ανεξαρτήτως ασφαλιστικού φορέα προέλευσης. Καταργείται, επομένως, από την ως άνω ημερομηνία κάθε άλλη καταστατική ή γενική διάταξη που ρυθμίζει το θέμα διαφορετικά για θανάτους, μετά την ισχύ του νέου ασφαλιστικού νόμου (ν. 4387/2016).
Επισημαίνεται ότι, προκειμένου να χορηγηθεί σύνταξη, λόγω θανάτου, στα δικαιοδόχα μέλη σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου, ο θανών θα πρέπει κατά το θάνατο να έχει συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη λήψη σύνταξης γήρατος ή αναπηρίας, πλήρους ή μειωμένης, όπως διαμορφώνονται ανά ασφαλιστικό οργανισμό και ανά κατηγορία ασφαλισμένων (παλαιοί – νέοι).
Στην εγκύκλιο ορίζονται τα δικαιοδόχα μέλη, που, υπό προϋποθέσεις, λαμβάνουν τη σύνταξη, λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, καθώς και οι ειδικότερες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για κάθε κατηγορία.
Δικαιούχοι είναι ο επιζών σύζυγος, τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετημένα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, καθώς και ο/η διαζευγμένος/η σύζυγος, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Α) Για τον επιζώντα σύζυγο, θεσπίζεται όριο ηλικίας για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης, λόγω θανάτου και, συγκεκριμένα, το 55ο έτος, το οποίο πρέπει να έχει συμπληρωθεί κατά το χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, οπότε και η σύνταξη χορηγείται εφ’ όρου ζωής, αν δεν συντρέξουν οι – περιοριστικά αναφερόμενες στην παρ. 3 της κοινοποιούμενης διάταξης – προϋποθέσεις παύσης της.
Εάν ο θάνατος επέλθει, προτού συμπληρωθεί το ως άνω όριο ηλικίας, η σύνταξη καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο για μία τριετία. Μετά την πάροδο της τριετίας, ελέγχεται, εάν ο επιζών σύζυγος συμπλήρωσε ή όχι το 55ο έτος της ηλικίας. Εάν κατά τη διάρκεια της τριετίας ο επιζών σύζυγος συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας, η καταβολή της σύνταξης διακόπτεται, μόλις συμπληρωθεί η τριετία και άρχεται εκ νέου με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας. Εάν κατά τη διάρκεια της τριετίας δεν έχει συμπληρωθεί το 55ο έτος, διακόπτεται η καταβολή της σύνταξης με τη λήξη της τριετίας και δεν επαναχορηγείται. Σε περίπτωση, όμως, που ο επιζών σύζυγος έχει τέκνα που υπάγονται στην περίπτωση 1Β του κοινοποιούμενου άρθρου, (δηλαδή κατά το χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους ή το 24ο έτος, εφόσον σπουδάζουν ή είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε, πριν από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας) ή ο ίδιος είναι ανίκανος για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας με ποσοστό 67% και άνω και για όσο χρόνο πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, η σύνταξη, λόγω θανάτου, συνεχίζει να καταβάλλεται, ανεξάρτητα εάν, βάσει των ανωτέρω, προκύπτει είτε οριστική διακοπή της είτε διακοπή και επαναχορήγησή της με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας.
Σημειώνεται, επίσης ότι, αν ο επιζών σύζυγος δεν συμπληρώνει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια της τριετίας, αλλά εξακολουθεί να λαμβάνει τη σύνταξη θανάτου και πέραν της τριετίας, λόγω ύπαρξης ανήλικων ή τέκνων που σπουδάζουν ή ανίκανων για εργασία τέκνων, εφόσον έως τη λήξη της ανηλικότητας ή των σπουδών ή της ανικανότητας συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του, τότε ναι μεν η σύνταξη θα διακοπεί με την παύση ισχύος των ως άνω προϋποθέσεων (ανηλικότητα, σπουδές, ανικανότητα), θα επαναχορηγηθεί, ωστόσο, όταν ο επιζών συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας του.
Παράδειγμα 1
α) Ασφαλισμένος με 40 έτη ασφάλισης, αποβιώνει την 13/05/2016, καταλείποντας σύζυγο ηλικίας 53 ετών (χωρίς τέκνα). Η σύζυγος δικαιούται σύνταξης, λόγω θανάτου, δεδομένου ότι ο θανών κατά την ημερομηνία θανάτου είχε συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος.
Η επιζώσα σύζυγος κατά την ημερομηνία θανάτου του ασφαλισμένου δεν έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας, οπότε λαμβάνει σύνταξη, λόγω θανάτου, για μία τριετία. Κατά τη διάρκεια της τριετίας, όμως, συμπληρώνει το 55ο έτος της ηλικίας, οπότε η σύνταξη, λόγω θανάτου, διακόπτεται, μετά τη συμπλήρωση της τριετίας και επαναχορηγείται με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας της.
Εάν, όμως, μετά τη λήξη της τριετίας, υπάρχει τέκνο το οποίο δικαιούται σύνταξης, λόγω θανάτου, η επιζώσα σύζυγος συνεχίζει να λαμβάνει τη σύνταξη και μετά την τριετία και μέχρι να διακοπεί η συνταξιοδότηση του τέκνου, λόγω συμπλήρωσης του 18ου ή του 24ου έτους της ηλικίας, εφόσον στη δεύτερη περίπτωση σπουδάζει, οπότε και διακόπτεται η καταβολή της σύνταξης, η οποία επαναχορηγείται στο 67ο έτος της ηλικίας της.
β) Στο ως άνω παράδειγμα, έστω ότι η επιζώσα σύζυγος είναι 49 ετών κατά το χρόνο του θανάτου και έχει ανήλικο τέκνο 8 ετών. Θα λάβει τη σύνταξη θανάτου την πρώτη τριετία και, παρά το γεγονός ότι δεν συμπληρώνει το 55ο έτος κατά τη διάρκεια της τριετίας αυτής, δεδομένου ότι έχει ανήλικο τέκνο, θα εξακολουθήσει να λαμβάνει τη σύνταξη θανάτου για όσο χρόνο υφίσταται η ανηλικότητα ή μέχρι το πέρας των σπουδών, εφόσον το τέκνο σπουδάζει. Μετά το πέρας αυτών, θα διακοπεί η καταβολή της σύνταξης, δεδομένου, όμως ότι κατά τη διάρκεια λήψης της σύνταξης και έως την ενηλικίωση του τέκνου ή την παύση των σπουδών του, η σύζυγος συμπληρώνει το 55ο έτος της ηλικίας της, η σύνταξη θανάτου θα της επαναχορηγηθεί με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας της.
Β) Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετημένα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, δικαιούνται της σύνταξης, λόγω θανάτου, εφόσον:
i) Είτε είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, εκτός κι αν φοιτούν σε ανώτερες σχολές ή ανώτατες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού (ακόμη και αν φοιτούν για απόκτηση δεύτερου πτυχίου ή σε μεταπτυχιακά προγράμματα ή εκπονούν διδακτορική διατριβή) ή σε ΙΕΚ ή σε κέντρα/σχολές επαγγελματικής κατάρτισης, οπότε και η χορήγηση της σύνταξης παρατείνεται έως τη λήξη της φοίτησής τους σε αυτές και σε κάθε περίπτωση έως τη συμπλήρωση του 24ου έτους. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα συνταξιοδότησης ενηλίκων άγαμων θυγατέρων καταργείται.
ii) Είτε κατά το χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι άγαμα και ανίκανα προς κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητα επήλθε, πριν από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους, οπότε η σύνταξη συνεχίζει να καταβάλλεται και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας και για όσο διαρκεί η ανικανότητα προς κάθε βιοποριστική εργασία.
Η ανικανότητα του τέκνου εξετάζεται κατά το χρόνο του θανάτου και όχι μεταγενέστερα αυτού. Για παράδειγμα, ο θάνατος του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου επέρχεται την 08/01/2017 και καταλείπει τέκνο ηλικίας 15 ετών. Το εν λόγω τέκνο καθίσταται ανίκανο για κάθε βιοποριστική εργασία την 16/05/2019, δηλαδή πριν τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας του. Δεδομένου, όμως ότι δεν ήταν ανίκανο κατά την ημερομηνία θανάτου, θα λάβει σύνταξη, μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας ή του 24ου έτους της ηλικίας, εφόσον σπουδάζει.
Γ) Για το διαζευγμένο σύζυγο ισχύουν οι ίδιες ηλικιακές προϋποθέσεις χορήγησης της σύνταξης με αυτές του επιζώντος συζύγου, με τις εξής, ωστόσο, πρόσθετες προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να πληρούνται αθροιστικά:
i) Ο πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου να κατέβαλε ή να υποχρεούτο να καταβάλει στο/στη διαζευγμένο/η σύζυγο διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με μεταξύ τους σύμβαση.
ii) Να είχαν συμπληρωθεί 10 χρόνια έγγαμου βίου, μέχρι τη λύση με αμετάκλητη δικαστική απόφαση του γάμου.
iii) Το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης με υπαιτιότητα του αιτούντος τη σύνταξη.
iv) Το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημα του διαζευγμένου συζύγου να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων, ήτοι τα 720 ευρώ και
v) να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή να έχει συναφθεί σύμφωνο συμβίωσης. Συνεπώς, στους διαζευγμένους συζύγους που πληρούν τα πρόσθετα κριτήρια, εφαρμόζονται κατ’ αντιστοιχία οι ρυθμίσεις που προβλέπονται για τους επιζώντες συζύγους (χορήγηση σύνταξης, λόγω θανάτου, εφόσον έχει συμπληρωθεί το 55ο έτος της ηλικίας, συνταξιοδότηση για μία τριετία, διακοπή και επαναχορήγηση με τη συμπλήρωση του 67ου έτους ή οριστική διακοπή συνταξιοδότησης).
Ως πρόσθετη προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης, λόγω θανάτου, στον επιζώντα σύζυγο, είναι ο θάνατος του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου να έχει επέλθει, μετά την πάροδο πέντε ετών από την τέλεση του γάμου, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, όπως αυτές περιοριστικά αναφέρονται στην κοινοποιούμενη διάταξη (θάνατος που να οφείλεται σε ατύχημα, γέννηση τέκνου κατά τη διάρκεια του γάμου, κλπ).
Συνεπώς, είτε πρόκειται για θάνατο ασφαλισμένου είτε συνταξιούχου, η απαιτούμενη διάρκεια του γάμου είναι ενιαία (πενταετία) και, επομένως, καταργούνται οι ρυθμίσεις του άρθρου 12 του ν. 3863/2010 που προέβλεπε μικρότερη διάρκεια του έγγαμου βίου (τριετία) για τη χορήγηση σύνταξης στον επιζώντα σύζυγο σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου. Επισημαίνεται ότι ρυθμίζεται ρητά το καθεστώς χορήγησης σύνταξης, λόγω θανάτου, στον επιζώντα σύζυγο σε περίπτωση ανασύστασης γάμου, οπότε η διάρκεια των δύο γάμων αθροιστικά πρέπει να είναι τουλάχιστον πενταετής, ενώ, επιπλέον, ο εξ ανασυστάσεως να έχει διαρκέσει τουλάχιστον έξι μήνες.
Βάσει των παραπάνω η συγκεκριμένη εγκύκλιος περιέχει μία σειρά από νέες διατάξεις που η Κυβέρνηση έχει συμφωνήσει με τους δανειστές προκειμένου να γίνει εφικτή η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Παρόλα αυτά όλες αυτές τις νέες ρυθμίσεις δεν μπορεί κανείς να τις αξιολογήσει αν δεν τις δει να εφαρμόζονται.