Γράφει ο Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος–Ψυχολόγος
Η εξαγγελία για σκίσιμο του μνημονίου με έναν νόμο δεν ήταν σχήμα λόγου. Ήταν σχήμα επιλόγου της πολυετούς συναισθηματικής φόρτισης μιας ολόκληρης κοινωνίας γι’ αυτό και ξεπερνούσε το πρόσχωμα του ορθολογισμού και μετατρέπονταν σε ανέκφραστη ελπίδα ανακούφισης στα μύχια της σκέψης ακόμα και των πιο δύσπιστων σε προεκλογικές υποσχέσεις. Η ανάκληση της ως κομματική επικοινωνιακή υπερβολή συμβατή με την εκλογικά αναγκαία επαναστατική έγερση των μαζών όχι μόνο δεν επαρκεί ως δικαιολογία αλλά τουναντίον επιτείνει το παράλογο που διέπει πολλές από τις κυβερνητικές δράσεις.
Τι άλλο από σχήμα (α)λόγου είναι η επάνοδος στην ύφεση που επανέρχεται με καλπασμό αλόγου και η αύξηση της ανεργίας; Πως αλλιώς εκτός από σχήμα παραλόγου να χαρακτηρίσεις τα νέα φορολογικά μέτρα όταν επιχειρείται να παρουσιαστούν ως προκαλούντα… παλίρροια ανάπτυξης, την διατήρηση του ΕΝΦΙΑ και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης (ακυρώνοντας ακόμα και κοινοβουλευτικά ψηφισμένες μειώσεις από το 2014!) ή το στράγγισμα των ταμειακών αποθεμάτων από κάθε πιθανή πηγή χωρίς καμία σιγουριά για το αν και πότε θα αναπληρωθούν;
Δυστυχώς το σχήμα παραλόγου δεν περιορίζεται στα οικονομικά ζητήματα. Επεκτείνεται μέρα με τη μέρα σε πιο θεσμικά θέματα όπως η λειτουργία του κοινοβουλίου, το εκπαιδευτικό στίγμα και η ποιότητα της ασφάλειας, ο διπλωματικός προσανατολισμός. Από τον εξευμενισμό των μέχρι χθες κατακριτέων ΠΝΠ και τις πολιτικές ή συμπεριφορικές υπερβάσεις της ΠτΒ έως την απόρριψη της αριστείας, το οραματικό πισωγύρισμα των Πανεπιστημίων και την αντιμετώπιση της ασφάλειας των πολιτών ή της λαθρομετανάστευσης με ιδεοληπτική αγκύλωση, η κυβερνητική καθημερινότητα βρίθει από υπερβολές, παρορμητισμούς, αφέλειες και αδημιούργητες ασάφειες.
Η αμετροέπεια των αυτοκρατορικών διαταγμάτων της Ζωής Κωνσταντοπούλου συναντά την υπεροψία των αντισυμβατικών γραφικοτήτων του Γιάνη Βαρουφάκη συνιστώντας ένα δυναμικό μίγμα σοβαροφανούς ελαφρότητας και ελαφρότατης σοβαροφάνειας. Η αίσθηση απόλυτης εξουσίας διαρρηγνύει τις σχέσεις με τον εσωτερικό συμβιβασμό και απελευθερώνει τον απρόσβλητο εγωκεντρισμό ορθώνοντας ένα απροσπέλαστο τείχος αδιαμφισβήτητης αυθεντίας. Κάπου εκεί τελειώνει η ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα και επιβάλλεται η ταυτόχρονα διασκεδαστική και εκνευριστική επικινδυνότητα της περιθωριακής γραφικότητας.
Φαντάζει ως φυσική κατάληξη όλων αυτών η καταφυγή σε ανίερες και άτοπες αντιπαραβολές των σημερινών οικονομικών δυσκολιών και των δεδομένων συνεπειών κάθε εναλλακτικής επιλογής με την υπερήφανη αυτοθυσία των προγόνων μας απέναντι στον ταπεινωτικό θάνατο από τον εχθρό. Το προσωπικό διανοητικό Κούγκι αποκτά διαστάσεις εθνικού σχήματος παραλόγου ταυτίζοντας τις πρόσκαιρες οικονομικές πληγές με την ακαριαία σφαγή και την ηρωική αυτοχειρία με τον αργό διπλό θάνατο (οικονομικό και διπλωματικό) της πολιτικής σύγκρουσης.