Τις μνήμες που τους στοιχειώνουν περιγράφουν και σήμερα στο δικαστήριο οι διασωθέντες από την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, όπως και οι συγγενείς των θυμάτων, που επαναλαμβάνουν ότι η παρουσία του κρατικού μηχανισμού ήταν ανύπαρκτη και οδήγησε στην τραγωδία.
Ο Θανάσης Μωραΐτης, θυσίασε, όπως είπε, τη μητέρα του για να σώσει την οικογένειά του. «Όταν κατάλαβα ότι δε μπορούσα να τη σώσω, άφησα τη μητέρα μου να καεί και έτρεξα να σωθώ εγώ για την οικογένεια μου. Δε μπορείς κανείς να φανταστεί τι νιώθω», είπε ο μάρτυρας, ξεσπώντας σε λυγμούς μέσα στο δικαστήριο.
Όταν η φωτιά τους πλησίασε αρκετά, πήρε τη γυναίκα, το γιο του και τη μητέρα του και προσπάθησαν να φύγουν με το αυτοκίνητο. «Δυστυχώς μέσα στον πανικό χάθηκαν τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Από την άλλη δεν ξέρω αν παίρναμε αυτοκίνητο, αν θα γλιτώναμε» είπε. Εκείνη τη στιγμή ο μάρτυρας πήρε την απόφαση να διώξει τη γυναίκα και το γιο του με τα πόδια κι έμεινε πίσω να σώσει τη μητέρα του. Δυστυχώς δεν τα κατάφερε.
«Όταν μας έφτασε η φωτιά στα 400 μέτρα, το θερμικό κύμα ήταν τεράστιο, καίγονταν λάστιχα, αυτοκίνητα, ξύλινα πατζούρια. Μπήκα στο αυτοκίνητο, δεν έβρισκα τα κλειδιά, είπα στη γυναίκα μου και το γιο μου να φύγουν και να μείνω να σώσω τη μητέρα μου, 92 χρόνων. Δε μπορούσα να τη σώσω. Ταυτόχρονα είχα τη φωτιά στην πλάτη μου καιγόμουν, είχα εγκαύματα», περιέγραψε στο δικαστήριο.
«Με την οικογένειά μου τρέξαμε προς την παραλία. Καταφέραμε και φτάσαμε στην παραλία. Στο δρόμο, στην Ποσειδωνος, είδαμε το πρώτο πυροσβεστικό. Ήταν πολλά αυτοκίνητα μπλοκαρισμένα και τους φωνάζαμε να φύγουν γιατί ερχόταν η φωτιά. Μπήκαμε στο νερό. Όταν είδαμε τη φωτιά από την παραλία, άρχισε να βρέχει φωτιά. Προσπαθούσαμε να μπαίνουνε στο νερό, για να ξεπλένουμε ρουθούνια και στόμα για να μην πάθουμε μεγάλο κακό. Μείναμε 3-4 ώρες στο νερό. Μας φόρτωσαν στα καΐκια, με αρχή υποθερμίας, γιατί όλοι τουρτουρίζαμε και μας άφησαν στη Ραφήνα», ανεφερε ο κ. Μωραίτης.
«Πήγα στο Λιμεναρχείο να αναφέρω το χαμό της μητέρας μου. Στις 22.00. Οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι δε γνώριζαν ότι υπήρχαν νεκροί είναι ψέματα, είχα εγώ ενημερώσει από πριν τις 23.00» είπε. Καταλήγοντας, ο Θανάσης Μωραίτης, έβαλλε κατά των κρατικών λειτουργών, μιλώντας για αδιαφορία και αναλγησία. «Έχω χάσει την εμπιστοσύνη μου στο θεσμό του ελληνικού κράτους. Κοστολογεί την ανθρώπινη ζωή 10.000 ευρώ. Όσα προβλήματα και να ‘χει. Κανείς δεν αξίζει να περνάει αυτό το πράγμα και να πεθαίνει έτσι. Είναι αδύνατο να ζούμε εμείς καθημερινά με αυτό το βάρος».
Ο Ορέστης Τσίντζας έχασε τη μητέρα του στη φονική πυρκαγιά και όπως τονίζει, ήταν μία τραγωδία που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. «Την ώρα της τραγωδίας βρισκόταν στο ίδιο αυτοκίνητο με τον ενοικιαστή του σπιτιού που έμενε, όπου βρέθηκαν απανθρακωμένοι στο αυτοκίνητο. Η σύζυγος του γείτονα, μου είπε ότι δεν υπήρχε σχέδιο εκκένωσης. «Κάντε ο,τι θέλετε» τους έλεγαν από την Πυροσβεστική. Καμία οδηγία δεν είχαν», ανέφερε ο μάρτυρας, φανερά αγανακτισμενος και συνέχισε την περιγραφή του:
«Στις 18.05 η μητέρα μου ήταν μαζί με τον γείτονα. Δεν υπήρχε παροχή ηλεκτρισμού, δεν μπορούσε να ανοίξει την γκαραζοπορτα. Έφυγαν με το αυτοκίνητο της μητέρας μου. Ή θα έφευγαν από την πύλη Α ή από την Β. Αποφάσισαν να φύγουν από εκεί. Δεν είχαν ειδοποίηση από πού έπρεπε να φύγουν. Επικρατούσε πανικός. Την επόμενη μέρα έδωσα dna ταυτοποιήθηκε η μητέρα μου. Ήταν μία τραγωδία που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Υπήρχε χρόνος να αντιδράσουν» κατέληξε.
Ο Δημήτρης Σιαπέρας έχασε επίσης τη μητέρα του και έκανε λόγο στην κατάθεσή του για πλήρη ασυνεννοησία. Όπως είπε ο ίδιος κατάφερε να διώξει τον πατέρα του από την περιοχή και μαζί με ένα εξάδελφό του άρχισαν να αναζητούν την μητέρα του. «Δεν ήταν απανθρακωμένη. Τη βρήκα αλλοιωμένη. Η φωτιά είχε περάσει τόσο γρήγορα. Πήγα στους πυροσβέστες για βοήθεια. Καμία απάντηση. Ο ξάδελφος μου είχε μιλήσει live σε δελτίο και είπε: «Βρήκαμε τη θεια μου απανθρακωμένη και αυτό είναι την ώρα που λέγανε ότι δεν υπήρχαν νεκροί, θέλω να το αναφέρω αυτό για την ιστορία», κατέθεσε ο μάρτυρας και συνέχισε: «Το ΕΚΑΒ μου απάντησε ότι δε μπορούσε να πάρει τη μητέρα μου. Μου είπαν ότι είχαν εντολή να μαζέψουν άλλες σορούς. Τους κατάφερα τελικά. Την πήγαν στο Σισμανόγλειο».