Είναι, ακόμα, μια κουβέντα για την οποία έχουν ενημερωθεί οι δικηγόροι μας (και του συνομιλητή μου και ο δικός μου). Η επιθυμία μας ήταν να κινηθούμε απολύτως εντός του πλαισίου που θέτει ο νόμος, του πλαισίου που ήθελε ο συνομιλητής μου και αυτού που υπαγορεύει η δημοσιογραφική συνείδηση.
Ο Νίκος Σ. μιλάει πάντως πολύ ανοιχτά για ό,τι του συνέβη όταν ήταν ένα 19χρονο παιδί που ήρθε από την επαρχία για να σπουδάσει ηθοποιός. Τι έγινε τότε; Ένα φρικτό περιστατικό μετά από τη γνωριμία του μ’ έναν ισχυρό σκηνοθέτη που θέλησε να τον… «βοηθήσει».
Τι άλλο συνέβη; Μία εφιαλτική βραδιά τον Σεπτέμβριο του 2005 που σημάδεψε τη ζωή του και τον έκανε να εγκαταλείψει, λίγα χρόνια μετά, το θέατρο για πάντα. Ο Νίκος Σ. δεν επιθυμεί να δημοσιοποιηθεί το όνομά του, ούτε το όνομα του θύτη του, διότι εκτιμάει ότι η απόδοση ατομικών ευθυνών είναι θέμα της Δικαιοσύνης. Ενδιαφέρεται για την κοινωνική διάσταση του προβλήματος της εκμετάλλευσης της θέσης εξουσίας στον ιδιαίτερα ευαίσθητο χώρο του θεάτρου, πού ο ίδιος ονειρεύτηκε να υπηρετήσει και δεν του επιτράπηκε. Κατά τα άλλα, μου απαντάει σε όλα. Όσα περιέχονται στη δημοσίευση και πολλά άλλα. Σαφώς απαντάει και στο βασικό δημοσιογραφικό ερώτημα, «γιατί τώρα;». «Δεν με νοιάζει», μου λέει κάποια στιγμή. «Εγώ δεν είμαι στο χώρο και δεν θα επιδιώξω να ενταχθώ ξανά, ποτέ. Το κάνω για άλλα παιδιά που επικοινωνήσαμε και μου είπαν “βγες για να πάρουμε θάρρος, να μπορέσουμε μετά να βγούμε κι εμείς”».
Ακολουθεί η συνομιλία με τον Νίκο Σ.:
– Συμφωνείτε, κύριε Σ., με την ηχογράφηση αυτής της συνομιλίας μας;
«Συμφωνώ εφόσον το ηχογραφημένο υλικό δεν δοθεί μετά σε κανέναν τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό παρά μόνον στη Δικαιοσύνη».
– Στη δημοσιοποίηση του ονόματός σας συναινείτε;
«Δεν επιθυμώ αυτή τη στιγμή να κοινοποιηθεί στη δημοσιότητα το όνομά μου για αυτονόητους προσωπικούς και οικογενειακούς λόγους. Τα στοιχεία μου θα τα γνωστοποιήσω ο ίδιος στη Δικαιοσύνη, στην οποία θα καταφύγω άμεσα».
– Αν σας καλέσει ο εισαγγελέας και σας ζητήσει να κατονομάσετε αυτόν που αναφέρετε ως θύτη σας, θα το κάνετε;
«Ασφαλώς».
– Ας πάμε λοιπόν στον Σεπτέμβριο του 2005.
«Ήμουν 19 ετών, ήρθα στην Αθήνα από την επαρχία, δεν είχα καμία σχέση με το χώρο του θέατρου και καμία εμπειρία, αλλά αγαπούσα το θέατρο και ήθελα να δώσω εξετάσεις σε σχολή υποκριτικής και γι’ αυτό έψαχνα να βρώ έναν κατάλληλο μονόλογο, ένα ποίημα κι ένα τραγούδι που ζητούν οι σχολές για τις εξετάσεις. Η θεία μου (τότε ζούσα στην Αθήνα μαζί της) γνώρισε τυχαία, στο καφέ που δούλευε, ένα θεατρικό σκηνοθέτη και ηθοποιό, εκείνος γύρω στα 40 τότε και ήδη πολύ προβεβλημένο και καταξιωμένο στο χώρο του, με βαρύ οικογενειακό όνομα, που ανάμεσα στ’ άλλα δίδασκε και υποκριτική στο Εθνικό Θέατρο. Και του είπε “έχω τον ανιψιό μου που αυτή τη στιγμή είναι στη διαδικασία να δώσει εξετάσεις σε δραματική σχολή και ψάχνει ένα μονόλογο κι ένα ποίημα». «Ωραία», απάντησε ο σκηνοθέτης, «εγώ είμαι διατεθειμένος να τον βοηθήσω». Κι έτσι έδωσε η θεία μου το τηλέφωνό μας για να επικοινωνήσει ο σκηνοθέτης μαζί μου, αν ήθελε, και να με βοηθήσει στην επιλογή του μονολόγου».
– Έναντι χρημάτων, εν είδει διδασκαλίας;
«Όχι, προσφέρθηκε να με βοηθήσει δωρεάν».
– Σας τηλεφώνησε λοιπόν εκείνος;
«Δυο-τρεις μέρες μετά, με πήρε και μου είπε “μου έδωσε η θεία σου το τηλέφωνο, μου είπε ότι σ’ ενδιαφέρει το θέατρο κι ότι ψάχνεις ένα μονόλογο. Πού μένεις;». Έδωσα τη διεύθυνσή μας και μου είπε επί λέξει “σε πέντε λεπτά θα είμαι από κάτω. Φόρα ένα βρακί και κατέβα“. Ντύθηκα, κατέβηκα, με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και μου είπε “θα επικοινωνήσω μαζί σου άμεσα για να σου δώσω ένα μονόλογο και θα σε βοηθήσω“. Κι έφυγε. Την επόμενη ημέρα, μου τηλεφωνεί και μου λέει “να έρθεις από το σπίτι το μεσημέρι για να μιλήσουμε“. Όντως πήγα στο σπίτι του, έκατσα πέντε λεπτά, μου έδωσε τον “Γυάλινο Κόσμο” του Τενεσί Ουίλιαμς και μου είπε να διαβάσω όλο το έργο και ν’ αποστηθίσω τον τελευταίο μονόλογο του “Τομ”. Πράγματι επέστρεψα στο σπίτι μου, διάβασα το έργο κι ενθουσιασμένος έμαθα απ’ έξω το μονόλογο γρήγορα, γιατί ήταν κι ο πρώτος μονόλογος που μάθαινα».
– Και περιμένατε να επικοινωνήσει ο σκηνοθέτης μαζί σας ή επικοινωνήσατε εσείς;
«Όχι, περίμενα. Κι ένα βράδυ, γύρω στις 11, που ήμουν στο σπίτι με τη θεία μου και με τη μητέρα μου, που είχε έρθει από την επαρχία στην Αθήνα να μας επισκεφτεί, και τους απήγγειλα το μονόλογο, χαρούμενος, χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ο πασίγνωστος σκηνοθέτης και μου λέει “σε 15-20 λεπτά να είσαι στο σπίτι μου για πρόβα“. Χάρηκε και η μάνα μου, χάρηκε και η θεία μου, έφυγα τρέχοντας και γεμάτος χαρά και προσδοκία, πήγα στο σπίτι του και χτύπησα το κουδούνι, περιμένοντας να μου ανοίξει ο ίδιος. Μου άνοιξε, όμως, ένα νέο παιδί σε ηλικία, λίγο μεγαλύτερος από εμένα. Ξαφνιάστηκα και μ’ έπιασε μεγαλύτερο άγχος απ’ ό,τι ήδη είχα, γνωρίζοντας ότι δεν θα έλεγα το μονόλογο μόνο μπροστά σ’ ένα σπουδαίο σκηνοθέτη. Τώρα θα είχα και κοινό… “Που είναι ο τάδε;” ρωτάω με συστολή. Μου λέει “είναι στο μπάνιο, θα έρθει. Πέρασε“. Μπήκα, καθίσαμε στον καναπέ, μιλήσαμε κανά 5λεπτο και περιμέναμε το σκηνοθέτη. Και ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά μας ημίγυμνος, φορώντας μόνο μία πετσέτα. Ξαφνιάστηκα. Εκείνος κάθισε στον απέναντι καναπέ και με ρώτησε αν έχω μάθει το μονόλογο. “Φυσικά, τον έχω μάθει απ’ έξω“, του είπα. Τότε με ρώτησε αν καταλάβαινα τι έκανε ο ήρωας του μονολόγου, ο “Τομ”, στα τσοντάδικα που σύχναζε. “Υποψιάζομαι τι έκανε“, απάντησα. Με ρώτησε αν έχω πάει κι εγώ ποτέ σε τσοντάδικα. Ταυτόχρονα ξεκίνησε να χαϊδεύει τα γεννητικά του όργανα πάνω από την πετσέτα και να μου κάνει κι έναν πρόλογο ότι ένας ηθοποιός καλείται να παίξει δύσκολους ρόλους, ότι δεν πρέπει να έχει ταμπού, ότι πρέπει να έχει ανοιχτό μυαλό για να προχωρήσει. Ότι αν είναι να παίξω το ρόλο του “Τομ”, πρέπει να μπω σε μια συγκεκριμένη διαδικασία. Με ρώτησε τι εμπειρίες έχω, αν έχω κάνει σεξ, αν έχω κάνει στοματικό έρωτα. Εγώ ήμουν τότε 19 ετών και μου ήταν πολύ δύσκολο να μιλήσω για τη σεξουαλική μου ζωή. Δεν είχα άλλωστε και αυτές τις εμπειρίες που μου ζητούσε να του πω. Ούτε μπορούσα να απαντήσω σε όλες αυτές τις ερωτήσεις, που έρχονταν η μία μετά την άλλη καταιγιστικές».
– Φτάσατε να αισθανθείτε ένοχος που δεν είχατε τέτοιες εμπειρίες δηλαδή;
«Έτσι όπως μου τα έλεγε, αισθάνθηκα ότι για να παίξω το ρόλο αυτό, απαραίτητο εφόδιο ήταν να έχω κάνει στοματικό έρωτα σε ένα σινεμά πορνό ταινιών».
– Συνέχισε να σας ρωτάει διάφορα;
«Ναι. Είχε εμμονή με το στοματικό έρωτα και με ρωτούσε ξανά και ξανά αν είμαι αρκετά ανοιχτόμυαλος για να γίνω ηθοποιός, πόσο ανοιχτόμυαλος είμαι κι αν έχω ταμπού. Είχα αρχίσει κι αισθανόμουν φοβερά άσχημα. Και ξαφνικά εκείνος άρχισε να αυνανίζεται μπροστά μας. Εγώ, για να μην κοιτάω προς τα εκεί, κοίταγα -θυμάμαι- ένα γάτο που ήταν στο δωμάτιο, ξαπλωμένος σε μια καρέκλα. Κάποια στιγμή, ο σκηνοθέτης ζήτησε κι από το παιδί που καθόταν δίπλα μου να βγάλει το παντελόνι και το εσώρουχό του. Δεν κοίταξα καθόλου, ούτε τον ίδιο ούτε το παιδί. Κοίταζα αλλού, το γάτο και τα διάφορα αντικείμενα στο δωμάτιο, που μου έχει καρφωθεί από τότε στη μνήμη. Κι εκείνος, ο καταξιωμένος σκηνοθέτης και δάσκαλος, μου λέει “μπορούμε τώρα να δούμε το κ…ράκι σου;”. Εκεί αισθάνθηκα πανικό, ήθελα να το βάλω στα πόδια, αλλά δεν μπορούσα, ένιωθα παραλυμένος…».
– Γιατί δεν μπορούσατε να φύγετε;
«Γιατί μέσα στο μυαλό μου έλεγα: “Πέρασα με τη μητέρα και τη θεία μου δύο μέρες να διαβάζουμε ένα μονόλογο. Η θεία μου μου σύστησε αυτό το άτομο. Κι αν φύγω τώρα, θα γυρίσω σπίτι άπραγος και θα πρέπει να τους διηγηθώ κι όλο αυτό το σκηνικό”. Εξάλλου η βαθιά μου επιθυμία ήταν ν’ ασχοληθώ με το θέατρο. Αισθανόμουν και δέος κι ανασφάλεια από την πρώτη μου συνάντηση μ’ ένα σκηνοθέτη τέτοιου κύρους. Γνώριζα επίσης πολύ καλά ότι αν έλεγα στη μητέρα μου όσα συνέβησαν, δεν θα το άφηνε έτσι. Θα εξοργιζόταν, θ’ αντιδρούσε βίαια. Θα είχαμε άσχημες εξελίξεις. Ήμουν σοκαρισμένος, πανικόβλητος κι έτσι όταν μου είπε “μπορούμε τώρα να δούμε το κ…ράκι σου;“, το έκανα σαν υπνωτισμένος. Έβγαλα το εσώρουχό μου. Ήλπιζα ότι εκεί θα ολοκληρώσει και ότι θα τελειώσει αυτή η δοκιμασία. Όχι. Μου ζήτησε αυταρχικά να κάνω στοματικό έρωτα στο νεαρό που καθόταν δίπλα μου. Το έκανα κι ένιωθα, κοιτάζοντας το παιδί, ότι κι αυτός δεν αισθανόταν άνετα, είχε μία εξίσου τεράστια αμηχανία με μένα. Το παιδί αυτό ήταν ευγενικό μαζί μου, ενώ ο άλλος, ο σκηνοθέτης, ήταν “αυτοκρατορικός”, σαδιστικά αυταρχικός. Μετά μου ζήτησε να κάνω στοματικό έρωτα και στον ίδιο. Δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσει αυτή η δοκιμασία. Δεν με ένοιαζε πλέον ούτε ο μονόλογος ούτε τίποτα, ήθελα μόνο να φύγω από εκεί μέσα. Και σ’ όλη τη διάρκεια που γινόταν αυτό, έλεγα μέσα μου “φύγε Νίκο, τρέχα, εξαφανίσου“. Αλλά ταυτόχρονα ήξερα ότι αν το κάνω, θα πρέπει να δώσω εξηγήσεις στη μητέρα μου και στη θεία μου, να πω τι συνέβη. Μ’ είχε στείλει η θεία μου στο σπίτι αυτό, δεν μπορούσα να της το κάνω αυτό…».
– Έληξε αυτή η φρίκη εκεί;
«Όχι. Κάποια στιγμή σηκώνεται αυτός και πάει στο υπνοδωμάτιο -συγχωρήστε με γιατί μου κόβεται η αναπνοή όπως σας τα λέω. Όλο αυτό που έζησα με πονάει πολλά χρόνια. Και πλέον έχω ανάγκη να μιλήσω. Σηκώθηκε λοιπόν και πήγε στο υπνοδωμάτιο. Το άλλο παιδί φαινόταν ότι αισθανόταν κι αυτό πολύ άσχημα. Σαν να εκτελούσε εντολές. Είχε κι αυτός το ίδιο χαμένο βλέμμα με μένα. Όταν λοιπόν ο σκηνοθέτης πήγε στο υπνοδωμάτιο, μας φώναξε και τους δύο. Θυμάμαι ότι σηκώθηκα από τον καναπέ κι έτρεμα, δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, να φτάσω στο δωμάτιο. Κι εκεί το σκηνικό πήρε άλλη τροπή. Ο σκηνοθέτης μού ζήτησε να κατεβάσω ξανά το παντελόνι μου, μ’ έσπρωξε με βία στο κρεβάτι, με ακινητοποίησε με τα χέρια του στην πλάτη μου και με μία μεταλλική ράβδο, σαν μπάρα από σπιτικό μονόζυγο, επιχείρησε να διεισδύσει στο σώμα μου. Το άλλο παιδί καθόταν στο κρεβάτι και κοιτούσε. Ένιωσα τρόμο και παρέλυσα παρά το δυνατό πόνο που ένιωθα. Τελικά εκείνος κατάφερε να παραβιάσει με το μεταλλικό αντικείμενο το σώμα μου. Εγώ του έλεγα “πονάω, σταμάτα” κι εκείνος μου έλεγε επιτακτικά “χαλάρωσε, ηρέμησε“. Μου ανέβηκαν δάκρυα στα μάτια, ήθελα να πεθάνω. Ένιωσα να λιποθυμάω, αλλά ευτυχώς έγινε ένα “ατύχημα” (λερώθηκαν τα σεντόνια) που τον εκνεύρισε πάρα πολύ κι έτσι διακόπηκε αυτό το μαρτύριο. Μας έστειλε στο σαλόνι, μάζεψε εκνευρισμένος τα σεντόνια, τα έβαλε στο πλυντήριο και όταν επέστρεψε, μου ζήτησε να κάνω στοματικό έρωτα στο άλλο παιδί, ενώ αυτός μας παρακολουθούσε και αυνανιζόταν. Και μετά, σαν να μην είχε γίνει τίποτα, μας είπε με ψυχρό κι αυταρχικό ύφος “έχω πρωινό ξύπνημα, πρέπει να φύγετε, εσύ συνέχισε να διαβάζεις το μονόλογο και θα σε ξαναπάρω να τα πούμε“. Φύγαμε με το άλλο παιδί, και για να συνέλθουμε καθίσαμε σε μια πλατεία κοντά στο σπίτι… Το άλλο παιδί, στενοχωρημένο, μου ζήτησε με τον τρόπο του συγγνώμη για ό,τι είχα υποστεί. Μου είπε ότι δεν είναι αναγκαίο ένας ηθοποιός να κάνει ό,τι κάνει ο ρόλος, ότι δεν χρειάζεται να πάω σε κανένα σινεμά πορνό και να κάνω στοματικό έρωτα σε κάποιον για να παίξω πειστικά το ρόλο του “Τομ”. Δεν είπε ευθέως τη λέξη “συγγνώμη”, αλλά προσπαθούσε κάπως να με παρηγορήσει, να με κάνει να νιώσω καλύτερα. Πιστεύω πως κι ο ίδιος ήταν θύμα εκείνη τη νύχτα και όχι θύτης. Η κατάσταση είχε βγει εκτός ελέγχου κι ήμασταν ένα παιδί 19 ετών κι ένα γύρω στα 22, το πολύ 25».
– Γυρίσατε σπίτι σας μετά;
«Πήγα σπίτι μου, ναι. Ευτυχώς η μητέρα μου και η θεία μου κοιμόντουσαν και το μόνο που θυμάμαι από εκείνη τη νύχτα και τις δύο επόμενες ήταν ότι έμεινα κουκουλωμένος με ένα πάπλωμα στο κρεβάτι. Τις επόμενες δύο μέρες ήπια μόνο νερό. Πονούσα απερίγραπτα, ψυχικά και σωματικά. Δικαιολογήθηκα στους δικούς μου, ότι πονάει πολύ η κοιλιά μου και νιώθω άρρωστος. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούσα να τους πω τι μου είχε συμβεί».
– Γιατί;
«Ένα παιδί 19 ετών που του συμβαίνει αυτό στην πρώτη του επαφή με τον κόσμο των ονείρων του, με κάποιον κοινωνικά διακεκριμένο και γνωστό σκηνοθέτη, νομίζει ότι έτσι θα είναι οι οντισιόν και η πορεία για την καλλιτεχνική του καριέρα. Επίσης ένα παιδί 19 ετών το 2005, δεν είναι το ίδιο μ’ ένα παιδί 19 ετών το 2021».
– Τις επόμενες μέρες σας τηλεφώνησε ο σκηνοθέτης;
«Δεν με ξαναπήρε ποτέ τηλέφωνο. Μετά από χρόνια, ερχόταν για ένα χρονικό διάστημα σ’ ένα καφέ που δούλευα σερβιτόρος κι αναγκαζόμουν να τον βλέπω. Ήταν μάλιστα φιλικός απέναντί μου, σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα, σαν να ήταν συναινετικό όλο αυτό, σαν να το ήθελα».
– Δώσατε εξετάσεις σε σχολή υποκριτικής;
«Έδωσα σ’ αυτήν που μου είχε συστήσει μια φίλη μου. Η μητέρα μου μου είχε προτείνει να δώσω και στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, που αυτός ήταν ένας από τους εξεταστές, πιστεύοντας ότι θα με βοηθήσει, λόγω της γνωριμίας μας. Υπήρχε όμως περίπτωση να λέω το μονόλογο κοιτώντας τη μούρη του; Μπήκα στην άλλη σχολή, την τελείωσα, πήρα το 2010 πτυχίο αναγνωρισμένο από το κράτος. Και μετά έφυγα για πολλά χρόνια εκτός Ελλάδας, γιατί αποφάσισα συνειδητά ότι δεν θέλω να ασχοληθώ μ’ αυτό το χώρο».
– Μιλήσατε μέχρι σήμερα σε κάποιον για την εμπειρία σας αυτή;
«Όχι, σε κανέναν. Και για πολλά χρόνια μετά, δεν μίλησα, δεν είχα το θάρρος. Κάποια στιγμή, το εξομολογήθηκα σε ένα φίλο μου μεγαλύτερο και η απάντησή του ήταν “αυτό συμβαίνει, όταν πηγαίνεις στο σπίτι ενός σκηνοθέτη στις 11 το βράδυ, Νίκο“. Μα ήμουν 19 ετών κι ανυποψίαστος. Σήμερα, αν μου συνέβαινε αυτό, θα μπορούσα να το χειριστώ. Στα 19 δεν είχα τη δύναμη να αντισταθώ, να πω “όχι”, να γυρίσω στο σπίτι μου και να μιλήσω στην οικογένειά μου».
– Το είπατε τελικά στην οικογένειά σας;
«Τα είπα στη μητέρα μου τώρα, πριν από δύο εβδομάδες, χρόνια μετά».
– Γιατί δεν πήγατε στην αστυνομία;
«Δεν μπορούσα στα 19 μου να πάω, ήμουν νέος, αδύναμος, άγνωστος, δεν είχα το κουράγιο να τα αντιμετωπίσω όλ’ αυτά, οικογένεια, κοινωνική κατακραυγή, διαδικασίες μπροστά στη Δικαιοσύνη κι έπρεπε να τα βάλω με ένα παντοδύναμο θηρίο. Ήθελα τη ζωή μου, τα όνειρά μου, έπρεπε ν’ αφήσω αυτό το πράγμα πίσω μου, να το ξεχάσω σαν να μην είχε συμβεί ποτέ σε μένα. Σήμερα φυσικά θα πήγαινα. Στα 19 δεν μπορείς να μπεις σ’ ένα αστυνομικό τμήμα καταγγέλλοντας ένα τέτοιο άτομο».
– Είχε ισχύ αυτός ο σκηνοθέτης;
«Τεράστια, και καλλιτεχνική και κοινωνική και οικονομική. Η δύναμή του μ’ έκανε ένα τίποτα μπροστά του».
– Το περάσατε ολομόναχος…
«Ολομόναχος, μ’ ένα τραύμα που διαρκώς πονούσε και δεν μπορούσα ούτε να μιλήσω γι’ αυτό ούτε να το ξεπεράσω».
– Γιατί δεν λέτε το όνομα του σκηνοθέτη;
«Θα το πω στη Δικαιοσύνη. Πρέπει να παρέμβει, για να σταματήσει η κτηνωδία. Γνωρίζω ενδιαμέσως, ότι δεν ήμουν ούτε ο πρώτος ούτε ο μοναδικός που την υπέστη. Θέλω όμως να συμβάλω για να σταματήσει, για να μην υπάρξουν άλλα θύματα. Μιλάμε για παιδιά, νέους ανθρώπους με όνειρα και ταλέντο. Όταν έσπασε η συνωμοσία της σιωπής και της συγκάλυψης, κατάλαβα ότι δεν είμαι μόνος, πήρα κουράγιο. Για πολλά χρόνια δεν μπορούσα καν να διαβάσω για τέτοιες ιστορίες. Όταν γνωστοποιήθηκε η ιστορία της Μπεκατώρου, δεν μπόρεσα να διαβάσω λεπτομέρειες. Κάτι με πατάει στο στήθος. Στη διάρκεια της πολύχρονης ψυχοθεραπείας μου, ο ψυχαναλυτής μου μου έκανε μια φαινομενικά άσχετη ερώτηση. Και ξεκίνησα να κλαίω ασταμάτητα, ασταμάτητα, ασταμάτητα. Τότε κατάλαβα ότι είχα θάψει την κτηνωδία τόσο βαθιά μέσα μου, που νόμιζα ότι την είχα ξεπεράσει. Αλλά τώρα βγήκε πάλι στην επιφάνεια, σαν να έγινε χθες. Όταν είδα τη Ζέτα Δούκα να μιλάει στην τηλεόραση, αισθανόμουν τον πόνο της στο στήθος μου. Ο κόμπος στο λαιμό της έκοβε και τη δική μου ανάσα. Είπα “τέλος”. Ο λόγος που θέλησα να μιλήσω, είναι γιατί δεν ασχολούμαι και δεν θα ξανασχοληθώ με αυτό το επάγγελμα. Κανένας σκηνοθέτης δεν μπορεί να με εκμεταλλευτεί, να με χρησιμοποιήσει, να με απορρίψει. Ένας άλλος λόγος που θέλησα να μιλήσω, είναι επειδή τόσα νέα παιδιά που γνωρίζω μου είπαν “βγες, μίλα και εμείς θα ακολουθήσουμε”. Αλλά ένας ακόμα πολύ σημαντικός λόγος για μένα, είναι ότι δεν μπορώ να εξαιρέσω από την αφήγησή μου το τρίτο πρόσωπο. Δεν μπορώ να πω ψέματα ότι εκείνο το βράδυ ήμασταν μόνον εγώ κι ο σκηνοθέτης. Υπήρχε κι ένα άλλο άτομο εκεί, που μπορεί να θεωρείται θύτης, αλλά για μένα, στην ηλικία που ήταν, ήταν κι αυτός θύμα. Δεν μπορώ στην ηλικία που είμαι τώρα να βγω και να καταστρέψω ή να στοχοποιήσω ή να στιγματίσω ένα παιδί που ήταν τότε 22 ετών και βρέθηκε στη θέση να εκτελεί εντολές από ένα άτομο το οποίο είχε τέτοια δύναμη, όχι μόνο στο χωρο, αλλά και επάνω του. Θέλω να προστατέψω αυτό το παιδί γιατί υπήρξε θύμα -κι ας άσκησε κι αυτός βία επάνω μου. Αλλά ναι. Στην ηλικία που είμαι, μπορώ να διακρίνω το θύτη από το θύμα».
– Εξυπακούεται ότι δεν θα σας ρωτήσω το όνομα του τρίτου προσώπου, ούτε και θέλω να το γνωρίζω, γιατί σέβομαι ό,τι λέτε. Αυτόν τον ξαναείδατε έκτοτε;
«Παρέμεινε στο χώρο. Διακρίθηκε, καταξιώθηκε. Οκτώ χρόνια μετά, το 2013, του έστειλα ένα μήνυμα στο μέσεντζέρ του. Του έστειλα μόνο την ημερομηνία που έγινε το συμβάν. Θα μου πεις, για ποιον λόγο; Ήθελα να γνωρίζει ότι δεν έχω ξεχάσει το κακό που έζησα, ότι εγώ υποφέρω ακόμη. Δεν μου απάντησε βέβαια. Ακόμα πιο μετά, το 2015-16, γνώρισα κάποιον που μου είπε ότι είναι βοηθός του σκηνοθέτη. “Σε παρακαλώ“, απάντησα, “πες του ότι ο Νίκος Σ. σε σιχαίνεται. Και ξέρει γιατί“».
– Στα νεότερα παιδιά που αγωνίζονται για την καριέρα τους στο θέατρο, θέλετε να πείτε κάτι;
«Στα νέα παιδιά που μου είπαν “βγες και μίλα και θα βγούμε κι εμείς” θέλω να πω: Εγώ δεν διεκδικώ πλέον τίποτα, αλλά για να εξυγιανθεί ο υπέροχος χώρος του θεάτρου πρέπει εσείς να βγείτε τώρα όλοι μαζί, ενωμένοι. Όση δύναμη έχουν αυτοί, οι καταξιωμένοι επώνυμοι που δεν τιμούν την τέχνη τους, τόση έχετε κι εσείς. Όση δύναμη έχει ένας σκηνοθέτης, τόση έχουν κι οι ηθοποιοί που θα παίξουν γι’ αυτόν. Το θέατρο είναι κοινωνία, συνεργασία δημιουργών. Όσο τον έχετε εσείς ανάγκη, σας έχει κι αυτός. Βγείτε ν’ αλλάξετε τους όρους του επαγγέλματός σας. Τώρα είναι η στιγμή».