Το πρωί της Πέμπτης σε κατάστημα κορυφαίας αλυσίδας σούπερ μάρκετ, δύο υπάλληλοι τακτοποιούσαν στα ράφια τα σπορέλαια: ηλιέλαιο, αραβοσιτέλαιο και σογιέλαιο. Δεν έβαζαν καινούργιες συσκευασίες, απλώς μετακινούσαν μπροστά τις συσκευασίες που βρίσκονταν πίσω. Είναι η συνήθης πρακτική για να μη φαίνονται άδεια τα ράφια, όταν δεν έχεις άλλα προϊόντα για να βάλεις και την είχαμε ζήσει τις εποχές της κατάρρευσης του «Μαρινόπουλου» και του «Βερόπουλου». Αφαιρούσαν επίσης κάποια ταμπελάκια με τιμές που αντιστοιχούσαν σε κωδικούς προϊόντων που είχαν τελειώσει και δεν υπήρχαν πλέον στις αποθήκες για να τα τοποθετήσουν στα ράφια. Αν και η εν λόγω αλυσίδα ακόμη δεν έχει προχωρήσει στην επιβολή πλαφόν αγοράς από τα φυσικά της καταστήματα για ορισμένα προϊόντα, θεωρείται πιθανό ότι θα το πράξει τις επόμενες ημέρες. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, η εν λόγω αλυσίδα κάθε άλλο παρά καταρρέει.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η εικόνα αυτή δεν συνοδευόταν από σκηνές πανικού με καταναλωτές να σπεύδουν να βάλουν στα καρότσια ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και να αρπάζουν τα προϊόντα μέσα από τις κούτες, πριν καν προλάβουν οι υπάλληλοι να τα τοποθετήσουν στα ράφια. Εικόνες που τις ζήσαμε τελευταία φορά πριν από το πρώτο lockdown του 2020.
Τι δείχνουν τα παραπάνω; Οτι μπορεί να μην υπάρχει πρόβλημα επάρκειας προϊόντων στην παρούσα φάση ή τουλάχιστον σοβαρό πρόβλημα επάρκειας, όμως επιχειρήσεις και κυβέρνηση λαμβάνουν τα μέτρα τους, καθώς ουδείς γνωρίζει, αλλά ούτε και μπορεί να προβλέψει πόσο ακόμη θα διαρκέσουν οι εχθροπραξίες στην Ουκρανία. Αλλωστε, ακόμη κι αν ο πόλεμος τελείωνε σε λίγες ημέρες, καλλιέργειες δύσκολα θα υπήρχαν στην Ουκρανία, ενώ ούτε εξαγωγές από τη Ρωσία πρόκειται να γίνουν, καθώς οι κυρώσεις σε βάρος της και τα ρωσικά αντίποινα θα συνεχιστούν. Η όποια αναπλήρωση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα σιτηρά, γίνει από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες ή από την παραγωγή του νότιου ημισφαιρίου, θα είναι πολύ πιο ακριβή, τόσο διότι οι τιμές στην πρώτη περίπτωση είναι παραδοσιακά υψηλότερες –και τώρα ακόμη περισσότερο– είτε το μεταφορικό κόστος θα είναι πολύ μεγαλύτερο (στη δεύτερη περίπτωση).
Το ζήτημα της επάρκειας αποθεμάτων θα βρεθεί στο επίκεντρο σύσκεψης που θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και με τη συμμετοχή του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Γ. Γεωργαντά, ενώ μέσα στην εβδομάδα ψηφίστηκε και η διάταξη που προβλέπει την υποχρέωση των επιχειρήσεων να δηλώσουν τα αποθέματά τους σε σιτηρά, λιπάσματα, ζωοτροφές, σπορέλαια. Σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις αρμόδιων κυβερνητικών στελεχών, υπάρχουν επαρκή αποθέματα για πολλούς μήνες ακόμη, με εξαίρεση το ηλιέλαιο.
Το ίδιο υποστηρίζει και η αγορά με τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ, μεγάλο μέρος των οποίων έχει προχωρήσει σε επιβολή πλαφόν στις αγορές αλεύρων, σπορελαίων, αλλά ακόμη και ζάχαρης, να προσδίδουν στην πρακτική τους αυτή προληπτικό χαρακτήρα. Στην επιβολή πλαφόν αγοράς στο αλεύρι, στο ηλιέλαιο και το αραβοσιτέλαιο έχει προχωρήσει στα φυσικά της καταστήματα και στις ηλεκτρονικές παραγγελίες η «ΑΒ Βασιλόπουλος», η MyMarket αλλά μόνο για ηλιέλαιο, ενώ πλαφόν σε αλεύρι, ηλιέλαιο και αραβοσιτέλαιο πρόκειται να εφαρμόσει μέσα στην εβδομάδα και η Lidl Ελλάς. H «Σκλαβενίτης» για την ώρα έχει επιβάλλει πλαφόν μόνο στις ηλεκτρονικές παραγγελίες αλευριού, ηλιελαίου, αραβοσιτελαίου και λευκής κρυσταλλικής ζάχαρης.
Τα λιπάσματα
Η κυριότερη παράμετρος πάντως που απειλεί την εγχώρια, αλλά και την παγκόσμια παραγωγή, φυτική και ζωική (λόγω αύξησης κόστους παραγωγής ζωοτροφών), είναι η εκτόξευση της τιμής των λιπασμάτων σε τιμές ρεκόρ, μετά την απόφαση της Ρωσίας –που αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγό και εξαγωγέα των προϊόντων αυτών– να απαγορεύσει την εξαγωγή τους. Επίσης, η αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου, το οποίο χρησιμοποιείται για την παραγωγή αζωτούχων λιπασμάτων, οδήγησε μεγάλες ευρωπαϊκές βιομηχανίες στη μείωση της παραγωγής. Προβλήματα είχε προκαλέσει πριν από τη ρωσική εισβολή η απαγόρευση εξαγωγών ποτάσας από τη Λευκορωσία, τη μεγαλύτερη παραγωγό ποτάσας, συστατικό που επίσης χρησιμοποιείται στην παραγωγή λιπασμάτων.
Η περαιτέρω επιβάρυνση του κόστους παραγωγής λόγω των λιπασμάτων ήδη προκαλεί σκέψεις στους παραγωγούς να μην προχωρήσουν σε νέες καλλιέργειες, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν ασύμφορο. «Η αναταραχή που δημιουργήθηκε εξαιτίας του πολέμου, σύμφωνα με την αγορά, θα χρειαστεί καιρό για να ομαλοποιηθεί. Ωστόσο, στο μεσοδιάστημα οι προκλήσεις είναι πολλές, με τις διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, το αυξημένο κόστος λιπασμάτων και την ενέργεια να αποτρέπουν την πιθανή συνέχιση των καλλιεργειών», επισημαίνει η Τράπεζα Πειραιώς στο τελευταίο μηνιαίο ενημερωτικό δελτίο τιμών αγροτικών προϊόντων που δημοσιεύθηκε στις 22 Μαρτίου.
Στην Ελλάδα τα πρώτα «κρούσματα» αφορούν τις φυτεύσεις πεπονιών και καρπουζιών, οι οποίες είναι μειωμένες κατά 30%, με τη μείωση αυτή να αποδίδεται στην επιβάρυνση του κόστους παραγωγής και δη των ανατιμήσεων στα λιπάσματα. Το αυξημένο κόστος σε λιπάσματα, φυτοφάρμακα, ενέργεια, αλλά και υλικά συσκευασίας απειλεί την παραγωγή και άλλων προϊόντων, υψηλού μάλιστα εξαγωγικού προφίλ, όπως είναι για παράδειγμα τα ροδάκινα.
Η ακρίβεια επελαύνει, η κατανάλωση μειώνεται
Ανατιμήσεις που φτάνουν ακόμη και το 17% σε βασικά είδη τροφίμων καταγράφονται τον τελευταίο μήνα στα σούπερ μάρκετ, με τις τιμές να αλλάζουν σε ορισμένα προϊόντα ακόμη και από εβδομάδα σε εβδομάδα. Σημαντικές αυξήσεις τιμών καταγράφονται βεβαίως στο αλεύρι και το ηλιέλαιο και το τελευταίο διάστημα και στο αραβοσιτέλαιο, αλλά και σε άλλα προϊόντα, όπως ζυμαρικά, χαρτιά υγείας, τυρί φέτα, φρέσκα φρούτα και λαχανικά.
Με βάση τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών, η μέση τιμή του αλευριού (επώνυμο αλεύρι για όλες τις χρήσεις, συσκευασία ενός κιλού) έχει αυξηθεί κατά 7,81% σε σύγκριση με τις αρχές Μαρτίου. Η μέση τιμή του ηλιελαίου (συσκευασία ενός λίτρου) διαμορφώνεται στα 3,85 ευρώ από 3,62 ευρώ την 1η Μαρτίου, αύξηση δηλαδή κατά 6,35%, ενώ η μέση τιμή του αραβοσιτέλαιου αυξήθηκε μέσα σε μία εβδομάδα κατά 10 λεπτά ή κατά 2,97%, στα 3,47 ευρώ (συσκευασία ενός λίτρου) από 3,37 ευρώ στις 17 Μαρτίου. Κατά 6% έχει αυξηθεί η τιμή της φέτας –καθώς η τιμή της πρώτης ύλης βρίσκεται σε διαρκή άνοδο τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, με τις ανατιμήσεις να είναι πιο έντονες από τον περασμένο Οκτώβριο–, ενώ αύξηση 2,5% καταγράφεται στην τιμή του γιαουρτιού. Η μεγαλύτερη αύξηση 16,87% σημειώθηκε στα χαρτιά υγείας, εξέλιξη που αποδίδεται στη συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών του χαρτοπολτού, σε διεθνές μάλιστα επίπεδο.
Οι συνέπειες από τις πληθωριστικές πιέσεις είναι ήδη ορατές στην καταναλωτική ζήτηση, με τους καταναλωτές να ψωνίζουν λιγότερα προϊόντα και να αναζητούν φθηνότερες λύσεις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας ερευνών αγοράς IRI, την εβδομάδα που τελείωσε στις 13 Μαρτίου 2022 η ζήτηση για βασικά συσκευασμένα προϊόντα σούπερ μάρκετ ήταν μειωμένη κατά 20% σε σύγκριση με την αντίστοιχη εβδομάδα του 2021. Μάλιστα, μείωση καταγράφηκε σε όλες τις βασικές ομάδες τροφίμων: κατά 19% στα γαλακτοκομικά, κατά 22% στα συσκευασμένα τρόφιμα, κατά 18% στα ροφήματα και κατά 39% στα αλκοολούχα ποτά. Η μείωση στην τελευταία κατηγορία συνδέεται κυρίως με το γεγονός ότι φέτος ο κλάδος της εστίασης είναι ανοιχτός και επομένως το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης αλκοόλ γίνεται εκεί και όχι στο σπίτι, όπως πέρυσι.
Την ίδια ώρα, τα στοιχεία της IRI που παρουσιάζει σήμερα η «Καθημερινή» δείχνουν αύξηση της αξίας πωλήσεων προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας κατά 9,7% τις πρώτες εννέα εβδομάδες του 2021, την ώρα που καταγράφεται μείωση στις πωλήσεις συνολικά των λεγόμενων ταχυκίνητων προϊόντων (βασικά είδη που καταναλώνονται συχνά και αγοράζονται συχνά) κατά 0,1% το ίδιο διάστημα. Η μείωση του όγκου πωλήσεων είναι σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς πολύ μεγαλύτερη. Ετσι, το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας κατά τις πρώτες εννέα εβδομάδες της τρέχουσας χρονιάς αυξήθηκε κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021 και διαμορφώθηκε σε 15,9% έναντι 14,9% το 2021. Αν και ανατιμήσεις καταγράφονται και στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, παραμένουν συγκριτικά φθηνότερα σε σύγκριση με τα επώνυμα, ειδικά μάλιστα καθώς στα τελευταία περιορίζονται οι προωθητικές ενέργειες τόσο από την πλευρά των προμηθευτών όσο και από την πλευρά των λιανεμπόρων. Η μείωση των προσφορών γίνεται σε μία προσπάθεια αντιστάθμισης των απωλειών στα περιθώρια κέρδους που έχουν αμφότεροι από την αύξηση του κόστους παραγωγής και λειτουργίας.