Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Τις τελευταίες μέρες που σοβεί εκ νέου η κρίση στα εθνικά μας θέματα, έχει ενσκήψει ξανά η συζήτηση για την αναγκαία συναίνεση στην πολιτική ζωή. Είναι κατανοητή η συλλογιστική. Την ώρα που η χώρα βάλλεται και απειλείται από την Τουρκία, όλο το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να έχει μια ενιαία προσέγγιση και να είναι σαν μια γροθιά.
Μόνο που συναίνεση με το ζόρι δεν γίνεται. Δεν είναι κακό να παραδεχθούμε πως στη χώρα, με την πληγή των Μνημονίων βαθιά ανοιχτή ακόμα, το momentum για όποια συναίνεση χάθηκε το 2010, άντε και το 2011. Μετά, γεννήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, το πολιτικό τοπίο κατακερματίστηκε και τα χάσματα μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων έγιναν ευρύτερα και βαθύτερα.
Αντί λοιπόν, σχεδόν μοιρολατρικά κάθε φορά που ανακύπτει μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, να αναφωνούμε «μα γιατί δεν μπορούν να συνεννοηθούν οι πολιτικές δυνάμεις;», καλό είναι να δούμε τις εναλλακτικές μας.
Επειδή, ας είμαστε ρεαλιστές, ο δρόμος της συνεννόησης και έπειτα της συναίνεσης, αυτή τη στιγμή είναι κλειστός. Η μόνη ρεαλιστική εναλλακτική -και αυτό αφορά κυρίως την αντιπολίτευση- είναι η οδός της εθνικής ευθύνης. Χωρίς προσυνεννόηση με την κυβέρνηση για τους χειρισμούς της σε μείζονα θέματα που, άλλωστε, είναι και δική της ευθύνη, αλλά και χωρίς διαρκές «πριόνισμα» από την αντιπολίτευση, κάτι που άλλωστε θα γυρίσει μπούμερανγκ στη χώρα.
Άλλωστε, ας πάμε και ένα βήμα παρακάτω. Όποτε η κυβέρνηση ζήτησε συναίνεση, δεν ήταν απολύτως ειλικρινής. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εκ φύσεως συγκρουσιακός, όσο και αν εντάσσεται στο σύστημα και γίνεται πιο «καθεστωτικός». Ο ΣΥΡΙΖΑ πορεύεται και τρέφεται μέσα από συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις. Αυτό το προφίλ δεν μπορεί να αλλάξει αίφνης. Και, επειδή στην πραγματικότητα δεν αλλάζει, κάθε φορά που επιχειρείται να υπάρξει συναίνεση, η στόχευση είναι να προσδεθούν και άλλοι στο κυβερνητικό άρμα, για να επιμεριστεί και σε άλλους η ευθύνη των χειρισμών.
Αυτό έχει συμβεί σε όλα τα θέματα. Από το προσφυγικό και το Κυπριακό, ως τον εκλογικό νόμο και τη Συνταγματική Αναθεώρηση, από την οικονομία ως το Σκοπιανό. Υπενθυμίζω, δε, ένα νωπό παράδειγμα. Το καλοκαίρι του 2015, με τον ΣΥΡΙΖΑ να φυλλοροεί και να χάνει τη δεδηλωμένη, επειδή οι βουλευτές του δεν ψήφιζαν το Μνημόνιο που προέκυψε ως αποτέλεσμα της διαπραγματευτικής του στρατηγικής και της κωλοτούμπας του στη συνέχεια, η αντιπολίτευση έβαλε πλάτη και ψήφισε το τρίτο Μνημόνιο για να μην πάει η χώρα στα βράχια. Είναι σαφές πως και οι ηγεσίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης βρέθηκαν προ δύσκολων και σχεδόν υπαρξιακών διλημμάτων, αλλά την ύστατη ώρα προέταξαν το κοινό καλό και την ανάγκη η χώρα να μείνει στην Ευρωζώνη.
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε τη χώρα σε εκλογές για να αναβαπτιστεί στην εξουσία και στη συνέχεια κατηγορούσε τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όποτε του ασκούσαν κριτική για την διαπραγματευτική του στρατηγική, από την αφετηρία πως και αυτά ψήφισαν το Μνημόνιο, άρα δεν μπορούν να μιλάνε.
Και επειδή ίσως κάποιοι να νομίζουν πως στα εθνικά θέματα τα πράγματα θα είναι αλλιώς, η αλήθεια είναι πως κάνουν λάθος. Ο συγκρουσιακός ΣΥΡΙΖΑ, όσο και αν εντάσσεται στη λογική της λειτουργίας των συστημικών κομμάτων, όσο και αν ανοίγει διάλογο και παρτίδες με την άρχουσα ελίτ της χώρας, δεν εγκαταλείπει τη βασική του προσέγγιση σε θέματα συναίνεσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει τη συναίνεση, μόνο στη λογική στη διαμόρφωση κυβερνητικής πλειοψηφίας, ακόμα και αν ο εταίρος του είναι εντελώς ετερογενής. Το έκανε με τους ΑΝΕΛ, θα επιδιώξει να το κάνει, αν χρειαστεί, και με την Κεντροαριστερά.
Στην πραγματικότητα, όμως, αναδεικνυόμενος μέσα από τις νέες διαιρετικές τομές που δημιούργησε το Μνημόνιο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιδιώκει στρατηγικά τη συναίνεση, παρά μόνο να την εργαλειοποιήσει ενδεχομένως πολιτικά, αν του προσφερθεί.