Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Κατά καιρούς γίνονται μόδα στην πολιτική επικοινωνία κάποιες σύνθετες έννοιες. Όπως για παράδειγμα η «πράσινη ανάπτυξη» και η «κοινωνική επιχειρηματικότητα» επί των ημερών του Γιώργου Παπανδρέου. Βεβαίως, οι λέξεις από μόνες τους δεν οδηγούν σε κανένα χειροπιαστό και μετρήσιμο αποτέλεσμα όσο εύηχες κι αν είναι. Και υπάρχει συγκεκριμένος λόγος γι αυτό.
Στο παράδειγμα ας πούμε της «κοινωνικής επιχειρηματικότητας» η Λούκα Κατσέλη που δούλεψε όσο κανένας άλλος, η ίδια έχει παραδεχθεί πως για να λειτουργήσει και να φέρει αποτελέσματα θα πρέπει η προσπάθεια να εστιάσει στην επιχειρηματικότητα και όχι στον προσδιορισμό της ως κοινωνική. Το ίδιο ισχύει και για μια άλλη σύνθετη έννοια όπως είναι η «βιώσιμη ανάπτυξη», το καινούργιο φρούτο που έχει παντρευτεί με τη διάσταση του περιβάλλοντος. Όπου και σε αυτή την περίπτωση η έμφαση δίνεται στο «βιώσιμη» και όχι στην ανάπτυξη.
Παρακολούθησα χθες το πρωί τις εργασίες του συνεδρίου του Economist για τη βιώσιμη ανάπτυξη στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και είχα την ευκαιρία να θέσω το ερώτημα προς τους δύο πολιτικούς που ήταν στο πάνελ, για το πώς θα έπρεπε ως κοινωνία να εκπαιδεύσουμε τις νέες γενιές για να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των καιρών.
Ο μεν τομεάρχης περιβάλλοντος της ΝΔ Κώστας Σκρέκας με παρέπεμψε στο πρόγραμμα της ΝΔ που φτιάχνεται και θα ανακοινωθεί, ο δε αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σωκράτης Φάμελλος, αν και επιχείρησε να δώσει μια πιο πολιτική απάντηση, στην ουσία οχυρώθηκε κι αυτός πίσω από τις γνωστές θέσεις της ΕΕ για τη βιώσιμη ανάπτυξη, συνδέοντάς την με κίνητρα και αντικίνητρα.
Επειδή δεν ήθελα να καταχραστώ την ευγένεια των διοργανωτών δεν επανήλθα μετά τις απαντήσεις που πήρα και προτίμησα να γράψω την άποψή μου στο σημερινό άρθρο. Ούτε στην Ελλάδα αλλά ούτε και στην Ευρώπη μπορούμε σήμερα να μιλάμε στα σοβαρά για βιώσιμη ανάπτυξη.
Πρώτα και κύρια δεν μπορούμε να μιλάμε για ανάπτυξη. Διότι την ανάπτυξη μπορεί να την εγγυηθεί στην πραγματικότητα μόνο η ιδιωτική πρωτοβουλία, η οποία είχε, έχει και θα έχει πάντα ένα στόχο: το κέρδος. Δυστυχώς, όμως, η σημερινή κυβέρνηση δεν πιστεύει στην έννοια του κέρδους και νιώθει άβολα. Γι αυτό και οι εκπρόσωποί της μαζί με τη λέξη κέρδος προσπαθούν πάντα να βάλουν και κάποιον επιθετικό προσδιορισμό του τύπου «εύλογο κέρδος». Πρόκειται για μια ανοησία κατά τη γνώμη μου, διότι κανείς δεν επενδύει χρόνο και χρήμα προκειμένου να του υπαγορεύσει κάποιος άλλος το όριο του κέρδους του.
Πρόκειται για την «κλασσική» αντίληψη μιας αριστερής κυβέρνησης, η οποία είναι ξεκάθαρα ενάντια στην ιδιωτική πρωτοβουλία και νοσταλγεί το κράτος που κάνει τον επιχειρηματία έχοντας εκχωρήσει το management στους παχυλά αμειβόμενους συνδικαλιστές.
Το δυστύχημα είναι πως σύμμαχος αυτής της «αριστερής αντίληψης» είναι και οι Βρυξέλλες. Κι αυτό δεν είναι παράξενο. Διότι η πολιτική τους σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνεται από γραφειοκράτες, οι οποίοι αμείβονται με δημόσιο χρήμα και δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την πραγματική αγορά και την πραγματική οικονομία. Σχεδιάζουν κι αποφασίζουν για οδηγίες και ντιρεκτίβες όχι με γνώμονα το τι θα βοηθήσει την ανάπτυξη και τη δημιουργία νέου πλούτου αλλά με κριτήριο τις ισορροπίες των εθνικών συμφερόντων της Γερμανίας κι από κει και πέρα… «γαία πυρί μειχθήτω»!
Ακριβώς γι αυτό το λόγο, η Ευρώπη σήμερα δεν μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις. Δεν μπορεί να θεωρηθεί χώρος ελεύθερης οικονομίας, δεν μπορεί να αξιοποιηθεί ως πεδίο για το ξεδίπλωμα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Μέσα από έναν λαβύρινθο κανόνων, οδηγιών και ρυθμίσεων στραγγαλίζεται κάθε επιχειρηματική προσπάθεια, με εξαίρεση τις τράπεζες που χαίρουν ασυλίας. Όσο για το υποτιθέμενο «φάρμακο» της δημοσιονομικής πειθαρχίας έχουμε διαπιστώσει όλοι που οδηγεί. Στην πλήρη υποβάθμιση της ποιότητα ζωής.
Το να μιλάει λοιπόν ένας εκπρόσωπος της κυβέρνησης για «κίνητρα» και «αντικίνητρα», είναι ένας γενικόλογος τρόπος απάντησης, αλλά δεν έχει την παραμικρή ουσία. Αφενός γιατί κίνητρο σημαίνει κέρδος κι αν δεν πιστεύεις στο κέρδος, τι κίνητρα να δώσεις; Αφετέρου, πρόσθετα αντικίνητρα στον κυκεώνα των αντικινήτρων που έτσι κι αλλιώς υφίσταται, απλά θα διώξουν ακόμη μερικές επενδύσεις.
Μέσα σε αυτό το δυσμενές πλαίσιο που στερεί επενδύσεις τόσο για την Ελλάδα όσο και για το σύνολο της ΕΕ, για το μόνο που μπορεί να μιλήσει κανείς είναι για διατηρήσιμη φτώχεια και μιζέρια. Με ωραίες λεξούλες αποκρύβεται η δυσάρεστη πραγματικότητα. Είναι ουτοπία κάθε αναφορά σε βιώσιμη ανάπτυξη, όταν δεν υπάρχει καθόλου ανάπτυξη. Ας την επιτύχουμε πρώτα και μετά βλέπουμε πως θα καταστεί βιώσιμη.
Αλλά από κανέναν δεν θα πρέπει να διαφεύγει πως μέχρι να ξαναγίνει η Ευρώπη τόπος δουλειάς και επενδύσεων, σε τελική ανάλυση θα είναι η ίδια ζωή που δεν θα είναι βιώσιμη για εκατομμύρια Ευρωπαίους. Εκτός αν πρόκειται για τραπεζίτες, για δημοσίους υπαλλήλους και γραφειοκράτες που κατά τον πιο διαστρεβλωμένο τρόπο έχουν γίνει «μπετόν» μαζί με την αριστερά στη σημερινή Ευρώπη.