Χωρίς ανάπτυξη, όσες προτάσεις και να υπάρξουν για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, δεν θα πετύχουν να αντιμετωπίσουν το σοβαρότερο πρόβλημα που κληροδότησε στο τραπεζικό σύστημα η κρίση: τα NPLs που προσεγγίζουν τα 85 δισ. ευρώ επί συνόλου ανοιγμάτων των τραπεζών 185,9 δισ. ευρώ (105,4 δισ. προς επιχειρήσεις και 80,5 δισ. προς νοικοκυριά).
Και παράλληλα, αν δεν ληφθούν από την κυβέρνηση όλα τα αναγκαία μέτρα και οι πρωτοβουλίες για την επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης της χώρας, οι τράπεζες δεν θα μπορέσουν να απελευθερώσουν κεφάλαια για να δώσουν νέα δάνεια στις επιχειρήσεις και να συμβάλουν στη συνολική αναδιάρθρωση της Οικονομίας υπέρ των κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης.
Αυτό είναι το βαθύτερο συμπέρασμα του προβληματισμού που αναπτύσσεται εσχάτως, με πιο πρόσφατο το χθεσινό συνέδριο της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, με την υποστήριξη της PWC, στη Φρανκφούρτη.
Οι τραπεζίτες, οι οποίοι συναντώνται σήμερα για πρώτη φορά με τον νέο επικεφαλής του SSM, Αντρέα Ένρια, θα παρουσιάσουν τα σχέδιά τους για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, τονίζοντας ότι και τα πλάνα που ετοιμάζουν παράλληλα η Τράπεζα της Ελλάδος και το Υπουργείο Οικονομικών για τη σημαντική επιτάχυνση της μείωσης των NPLs είναι καλοδεχούμενα. Ωστόσο, οι οικονομικές συνθήκες είναι εκείνες που θα διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο για τη πορεία των τραπεζών και τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σημειώνεται ότι παρά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά περίπου 20 δισ. ευρώ από τον Μάρτιο του 2016 και τη δέσμευση των τραπεζών για περαιτέρω μείωσή τους κατά 50 δις. ευρώ μέχρι το τέλος του 2021, οι αγορές παραμένουν επιφυλακτικές. Επιπλέον, ακόμη και αν επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι της προσεχούς τριετίας και οι ελληνικές τράπεζες μειώσουν τον δείκτη ΝPE κάτω του 20%, θα απέχουν ακόμη σημαντικά από τον αντίστοιχο μέσο όρο του δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων πανευρωπαϊκά που κινείται ήδη κάτω του 4%.
Οι διαπιστώσεις αυτές αναμένεται να επισημανθούν στη σημερινή συνάντηση των Ελλήνων τραπεζιτών με τον νέο επικεφαλής του SSM. Σημειώνεται ότι στον SSM πρόκειται να παρουσιαστεί εκ νέου η πρόταση της ΤτΕ για τη μείωση των NPLs, η οποία τρέχει παράλληλα με την πρόταση του ΤΧΣ.
Όπως εκτίμησε χθες, μιλώντας στο συνέδριο της ΕΕΤ, ο διοικητής της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρας, η πρόταση της ΤτΕ προσφέρει αποτελεσματική λύση στο ζητούμενο της μείωσης των NPLs, διότι αντιμετωπίζει με συστηματικό τρόπο δύο πολύ σημαντικά προβλήματα ταυτόχρονα: τα ΜΕΔ και τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις.
“Αν παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση αποφασίσει να υιοθετήσει το πρόγραμμα εγγύησης στοιχείων ενεργητικού (APS), εμείς θα το υποστηρίξουμε, καθώς αποτελεί βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Το ιδεώδες θα ήταν να αξιολογηθούν και τα δύο προγράμματα και να παρουσιαστούν στις τράπεζες και τυχόν άλλες επιλογές, αρκεί να είναι συμβατές με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων και τις εποπτικές κατευθυντήριες γραμμές”, δήλωσε ο διοικητής της ΤτΕ.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, μια λύση στην κατεύθυνση των προτάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος συνεπάγεται την άμεση και δραστική μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων και επιτρέπει, υπό προϋποθέσεις, τη διαμόρφωση στόχων επίτευξης μονοψήφιων ποσοστών εντός τριετίας. Παράλληλα, δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες για ενισχυθεί η οργανική κερδοφορία και η δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου, λόγω της βελτίωσης της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών, αλλά και της ανθεκτικότητας στην απορρόφηση κλυδωνισμών από μελλοντική κρίση. Τέλος, διαμορφώνεται σαφές πλαίσιο επαναπροσδιορισμού του επιχειρησιακού μοντέλου των τραπεζών και αμβλύνεται η αβεβαιότητα για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές τους.
Όπως επισήμανε, η υλοποίηση μιας τέτοιας πρωτοβουλίας θα είναι επωφελής για τον τραπεζικό κλάδο, στο βαθμό που οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις δεν θα αποτελούν πλέον τόσο υψηλό ποσοστό στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, και παράλληλα θα επιτρέψει στις τράπεζες να αξιοποιήσουν ευκαιρίες στις αγορές προσφέροντας μια διαφορετική επενδυτική πρόταση.
Στην πράξη, όπως είπε ο διοικητής της ΤτΕ δίνοντας ένα ενδεικτικό παράδειγμα, από τη μεταβίβαση σε εταιρίες ειδικού σκοπού, ΜΕΔ ύψους περίπου 40 δισ. ευρώ (δηλαδή του συνόλου των καταγγελμένων δανείων), μαζί με αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ύψους 7,4 δισ. ευρώ, εκτιμάται ότι (σύμφωνα με στοιχεία του πρώτου εξαμήνου του 2018) θα επιτευχθεί:
– Μείωση του αποθέματος ΜΕΔ κατά 47%.
– Μείωση του δείκτη κάλυψης από προβλέψεις σε 41% από 49%.
– Διψήφιοι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας για όλες τις συστημικές τράπεζες. Οι εκτιμήσεις αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη τις θετικές επιδράσεις από την ανακατανομή του προσωπικού, την ενίσχυση των εσόδων προ φόρων και την πιθανή προσαρμογή των συντελεστών στάθμισης κινδύνου των στοιχείων ενεργητικού με βάση τα νέα δεδομένα αναληφθέντων κινδύνων, όπως θα διαμορφωθούν μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής.
– Μείωση του ποσοστού των DTC στα εποπτικά κεφάλαια από 57% σε 30%.
– Βελτίωση της διαχείρισης των ΜΕΔ καθώς οι Εταιρίες Ειδικού Σκοπού θα αναλαμβάνουν και θα διαχειρίζονται κυρίως καταγγελμένες απαιτήσεις.
Πηγή: Capital.gr