Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Είναι εύλογη η δυσπιστία με την οποία υποδέχεται η κοινή γνώμη τις δημοσκοπήσεις που δημοσιεύονται πλέον καθημερινά. Δεν ήταν μόνον η αποτυχία πρόβλεψης του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος. Αυτή η αποτυχία , αν θέλετε, ήταν και δικαιολογημένη καθώς στη χώρα δεν υπάρχει παράδοση διενέργειας δημοψηφισμάτων άρα ούτε και η κατάλληλη τεχνογνωσία για την επιτυχή καταγραφή των σχετικών τάσεων. Φαίνεται ωστόσο πως μέσα στις συνθήκες της κρίσης που διαμορφώθηκαν από το 2010 και μετά, οι ελληνικές εταιρείες δημοσκοπήσεων δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να αποτυπώσουν με επιτυχία τις τάσεις του εκλογικού σώματος πριν αυτό εκφραστεί στις κάλπες.
Συνεπώς οι δημοσκοπήσεις που βλέπουν πλέον καθημερινά το φως της δημοσιότητας ως προς την πρόθεση ψήφου, μόνον σχετική αξία έχουν. Και δεν αναφέρομαι τόσο στο κλίμα «ντέρμπυ» μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Οι έρευνες αδυνατούν να σπάσουν τη «σιωπή» ενός πολύ μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας. Κι αυτή η «σιωπή» είναι κατά τη γνώμη μου εξαιρετικά ανησυχητική και ουδείς μπορείς στην πραγματικότητα να προβλέψει το αν και πως θα εκφραστεί στις κάλπες της 20ης Σεπτεμβρίου.
Οι εκλογές μπορεί να κρύβουν εκπλήξεις. Αλλά θα είναι δυσάρεστες. Σε ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος η διάψευση των προσδοκιών που είχαν καλλιεργηθεί το προηγούμενο 7μηνο ενδέχεται να ευνοήσουν μια πολυδιάσπαση η οποία αφενός θα δυσκολέψει τον σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης την επόμενη μέρα, αφετέρου θα ενισχύει την «ψήφο αποδοκιμασίας» συνολικά του πολιτικού συστήματος, κάτι που ασφαλώς θα ευνοήσει τη Χρυσή Αυγή.
Όσοι υποτιμούν τους κινδύνους αυτούς και περιορίζονται στο να ασχολούνται με τη διαφορά ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ, μπορεί να τρίβουν τα μάτια τους μπροστά σε μια βουλή «τσίρκο» που θα αδυνατεί να εξασφαλίσει βιώσιμη κυβέρνηση για τον τόπο σε μια πολύ δύσκολη στιγμή κατά την οποία:
– το κλίμα στην παγκόσμια οικονομία είναι εξαιρετικά αρνητικό με τη διαφαινόμενη διάχυση της κινεζικής κρίσης,
– έχουμε την έκρηξη του μεταναστευτικού προβλήματος στην Ευρώπη,
– συνεχίζεται η αδυναμία της χώρας να επιστρέψει σε μια στοιχειώδη οικονομική κανονικότητα.
Δυστυχώς η επιχειρούμενη πόλωση μέσα από προσωπικές αντιπαραθέσεις Τσίπρα – Μειμαράκη δεν βοηθάει στο να κινηθεί η χώρα από τις 20 Σεπτεμβρίου σε μια θετική κατεύθυνση. Όταν ήδη έχει βγει ο Τόμσεν και μιλάει για αναβολή της αξιολόγησης του προγράμματος και κατ’ επέκταση της εκταμίευσης των δόσεων αλλά η πολιτική αντιπαράθεση γίνεται γύρω από το ποιος είναι ο «αυτοφωράκιας», ο θυμός και η αποστροφή για το πολιτικό σύστημα εντείνεται. Η υποτιθέμενη διαμάχη του «παλιού» με το «νέο» δεν μπορεί να αφορά λογοπαίγνια κι ατάκες. Θα έπρεπε να αφορά σε νέες προτάσεις για το πώς τα πράγματα θα εξελιχθούν πιο ομαλά και πιο θετικά το συντομότερο δυνατόν, με βασική προτεραιότητα να ανοίξουν οι τράπεζες, οι οποίες θυμίζω πως παραμένουν επί της ουσίας κλειστές.
Αν δεν υπάρξει ένας στοιχειώδης προγραμματικός λόγος βασισμένος στο ρεαλισμό κι αν οι πολιτικές δυνάμεις δεν δείξουν πως μπορούν να ξεπεράσουν τους εγωισμούς τους και να συνεργαστούν για να περιοριστούν οι ζημιές που προκλήθηκαν και να αρχίσει μια πορεία εξόδου από τα αδιέξοδα στα οποία είναι εγκλωβισμένες η οικονομία και η κοινωνία, φοβάμαι πως αυτές οι εκλογές θα αποδειχθούν μοιραίες για τον τόπο. Δεν μου αρέσει ούτε να κινδυνολογώ, ούτε να παριστάνω την Κασσάνδρα. Οφείλω όμως με βάση την επαγγελματική εμπειρία δεκαετιών στην πολιτική επικοινωνία να πω αυτό που βλέπω να έρχεται και θα ήταν χίλιες φορές προτιμότερο να εκφραστεί με αποχή ή με ψήφο στον Βασίλη Λεβέντη.
Στον λίγο χρόνο που απομένει μέχρι την κάλπη οι πολιτικές ηγεσίες οφείλουν να αναλογιστούν έστω και τώρα τις ευθύνες τους. Στις 21 Σεπτεμβρίου δεν έχει την παραμικρή σημασία αν θα είναι πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ ή η ΝΔ. Το πραγματικό διακύβευμα των εκλογών είναι το αν η Ελλάδα θα έχει κυβέρνηση. Τόσο απλά.
Συνέλθετε γιατί έρχεται «τσουνάμι», κυρίες και κύριοι της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ