Γράφει η Ευτυχία Αλικάκου
Απαντήσεις για όλους και για όλα έδωσε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης σε αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στον ΣΚΑΪ και τον δημοσιογράφο Αλέξη Παπαχελά. Πρόκειται για μια πολυαναμενόμενη συνέντευξη του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στον απόηχο των εξελίξεων με τα ιδιωτικά κανάλια αλλά και με την καθυστέρηση της κυβέρνησης αναφορικά με την υλοποίηση των 15 προαπαιτούμενων που θα «ξεκλειδώσουν» ακόμα 2,8 δισεκατομμύρια ευρώ για τη χώρα.
Επικοινωνιακά, ο κύριος Μητσοτάκης επέλεξε να τηρήσει χαμηλά τους τόνους σε ότι αφορά το πρόσωπο του πρωθυπουργού, παρόλα αυτά επέδειξε άνεση στο λόγο, αυτοπεποίθηση και σιγουριά για τα λεγόμενα του. Τα δε τελευταία δεν κινήθηκαν σε πλαίσιο ανεδαφικών υποσχέσεων με πρώτο και καλύτερο το ζήτημα του ΕΝΦΙΑ. Τόνισε ότι η κατάργηση του δεν είναι εφικτή, δύναται όμως να μειωθεί κατά 30% μέσα στα επόμενα δύο έτη. Με δεδομένο ότι ο ετήσιος εισπρακτικός στόχος του ΕΝΦΙΑ ανέρχεται για την ώρα σε 2,65 δισεκατομμύρια ευρώ, η μείωση που προτείνει ο πρόεδρος της ΝΔ αναλογεί σε σχεδόν 800 εκατομμύρια ευρώ. Όπως είπε η εξοικονόμηση θα προέρθει από διαρθρωτικές αλλαγές στο τρόπο λειτουργίας του Δημοσίου τομέα (όπως η κατάργηση της μονιμοποίησης συμβασιούχων) και όχι από τυφλές περικοπές και απολύσεις. Ερωτηθείς για τον διαγωνισμό-παρωδία για τις τέσσερις τηλεοπτικές άδειες ο κ. επανέλαβε την πεποίθηση της ΝΔ ότι ο επίμαχος νόμος θα καταργηθεί ως αντισυνταγματικός και όλες οι αρμοδιότητες θα επιστρέψουν στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Αποκάλυψε μάλιστα ότι έχει στείλει επιστολή στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, με την οποία ζητά να κληθούν οι τέσσερις διεκδικητές που έλαβαν άδεια στη δημοπρασία με σκοπό να πιστοποιήσουν την νομιμότητα των ομολογουμένως υπέρογκων ποσών που κατέβαλλαν για τις άδειες. Τέλος διευκρίνισε ότι η Αθήνα πρέπει να τηρήσει μία διεκδικητική διαπραγματευτική γραμμή απέναντι στους εταίρους, αποφεύγοντας όμως τις ακρότητες της εποχής Τσίπρα-Βαρουφάκη που στοίχησαν οικονομικά και πολιτικά ακριβά για τη χώρα.
Το σύνολο των κινήσεων που εξήγγειλε φανέρωσαν τη πλήρη επίγνωση του αναφορικά με το δύσπιστο και καχύποπτο λαό του οποίου τη ψήφο προτίθεται να διεκδικήσει. Θα βοηθούσε βέβαια αν στο πλαίσιο αυτής της ψύχραιμης στάσης που υιοθέτησε υπενθύμιζε κάτι που όλοι γνωρίζουμε: ότι ακόμα και αν εκλεγεί πρωθυπουργός υπάρχουν πολλά ζητήματα στα οποία δεν έχει περιθώριο ελιγμών. Αυτό θα ήταν εκτιμητέο από τη βάση. Σε κάθε περίπτωση όμως ο κύριος Μητσοτάκης δεν περιορίστηκε σε μία ακατάσχετη αντιπολιτευτική ρητορεία με αιχμές και κατηγορίες αλλά σε ένα λόγο προσανατολισμένο στο μέλλον και στις επιλογές που έχει στη διάθεση του. Αυτή του η στρατηγική ήταν ιδεώδης καθώς πέτυχε αφενός να μην δυναμιτίσει άλλο το ήδη διχαστικό κλίμα και αφετέρου να αφυπνίσει τα όποια αισθήματα αισιοδοξίας των εκλογέων. Είναι φανερό ότι θέλει να κυβερνήσει, πρέπει όμως πρώτα να πείσει το λαό ότι μπορεί και δικαιούται να κυβερνηθεί από οραματιστές και όχι από λαοπλάνους ψεύτες.