Λίγες μέρες μετά την τυπική έξοδο της Ελλάδας από το τρίτο μνημόνιο και ενώ η χώρα μπαίνει σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο που αυτή τη στιγμή κανείς απολύτως –ούτε και ο Αλέξης Τσίπρας- γνωρίζει πόσο θα διαρκέσει, τόσο στην Αθήνα όσο και στις Βρυξέλλες παίζεται το γνωστό πλέον σε όλους παιχνίδι των πολιτικών εντυπώσεων.
Από την πλευρά της κυβέρνησης οι δηλώσεις τόσο του πρωθυπουργού όσο και των κυβερνητικών στελεχών κατατείνουν στο να «αποδείξουν» στον ελληνικό λαό ότι το τέλος του μνημονίου αποτελεί την επιστροφή σε καθεστώς κανονικότητας μιας χώρας που αποφασίζει μόνη της χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα.
Αυτό φυσικά όλοι γνωρίζουμε ότι δεν είναι ακριβές και στις Βρυξέλλες αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να αφήσουν αναπάντητους τους ισχυρισμούς αυτούς.
Με δεδομένο δε ότι, όπως όλα δείχνουν, οι δανειστές μας έχουν αποδεχθεί ήδη τη μη ψηφισμένη νέα περικοπή των συντάξεων η συζήτηση που γίνεται αφορά για μια ακόμη φορά περισσότερο στην επικοινωνιακή διαχείριση του ζητήματος παρά στην ουσία.
Για το λόγο αυτό μέσα σε λίγες ώρες –από τις πρωθυπουργικές δηλώσεις στο υπουργικό συμβούλιο- εξαπολύθηκαν προειδοποιητικές βολές προς την Αθήνα, τόσο από την Κομισιόν όσο και από τον ίδιο τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας, Γενς Βάιντμαν που δεν αποκλείται να είναι και ο διάδοχος του Μάριο Ντράγκι στην ΕΚΤ.
Οι Βρυξέλλες λοιπόν απάντησαν στις προεκλογικού τύπου υποσχέσεις του κ. Τσίπρα και των υπουργών του περί μη μείωσης των συντάξεων και αύξησης του κατώτατου μισθού, και τις δηλώσεις ότι «έχει κλείσει ο κύκλος της επιτροπείας, των μειώσεων και των περικοπών και μπορεί πλέον να ανοίξει ο κύκλος των ελαφρύνσεων, των πολιτικών κοινωνικής στήριξης, ο ενάρετος κύκλος της δίκαιης ανάπτυξης» και παρά την επισήμανση ότι αυτό πρέπει να γίνει «με σύνεση και σωφροσύνη, χωρίς να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος που οδήγησαν τη χώρα στην μνημονιακή επιτροπεία και την παρακμή».
Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση αξιωματούχου της Ευρωζώνης που υπενθύμισε ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει συμφωνήσει στην επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ και ότι ενδεχομένως στην παρούσα φάση να μην χρειάζονται περικοπές, αλλά κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι θα γίνει αν αλλάξει ο οικονομικός κύκλος.
Από τη δική του πλευρά ο κ. Βάιντμαν, παρουσία του Γιάννη Δραγασάκη, δήλωσε μεταξύ άλλων ότι «η πορεία προς την οικονομική ανάπτυξη έχει ξεκινήσει, ωστόσο, η 20η Αυγούστου δεν είναι το τέρμα, αλλά ένα ορόσημο στον μακρύ δρόμο προς την ανάκαμψη επισημαίνοντας ότι οι «πρόσθετες, αναπτυξιακής φύσεως, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα ενισχύσουν ουσιαστικά την ελληνική οικονομία, την προσφορά περισσότερων ευκαιριών απασχόλησης και την ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας και των πραγματικών μισθών».
Όπως υπογράμμισε, για να μπορέσει να ενισχυθεί η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι απαραίτητες οι πρόσθετες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ενώ σε ό,τι αφορά τις τράπεζες τόνισε ότι οι προσπάθειες μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων πρέπει να ενταθούν.
Την ανάγκη η ελληνική κυβέρνηση να παραμείνει προσηλωμένη στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει και να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, επανέλαβε την Παρασκευή από τις Βρυξέλλες και ανώτερος αξιωματούχος της Ευρωζώνης σε μια προσπάθεια να οριοθετήσει την ατζέντα των συζητήσεων ενόψει του Eurogroup της 7ης Σεπτεμβρίου αλλά και της επόμενης επίσκεψης των θεσμών στην Αθήνα.
Πρόκειται για το πρώτο μεταμνημονιακό «τετ α τετ» και σίγουρα η κυβέρνηση βαδίζοντας στο σύνθημα «τέλος η επιτήρηση και τα μνημόνια» θα επιχειρήσει αυτό να φανεί και στην πράξη ενώ από την πλευρά τους οι θεσμοί δεν εμφανίζονται διατεθειμένοι να αφήσουν οτιδήποτε στην τύχη του ή χωρίς προηγουμένως να έχει εξεταστεί ενδελεχώς.
Σύμφωνα πάντως με τον αξιωματούχο των Βρυξελλών, το Eurogroup της 7ης Σεπτεμβρίου που θα συνεδριάσει ατύπως στη Βιένη δεν θα εξετάσει το ζήτημα της περικοπής των συντάξεων στην Ελλάδα. Όπως σημείωσε ο ίδιος, η όποια συζήτηση πριν την επόμενη αποστολή των θεσμών στην Αθήνα θα ήταν «πρόωρη». Υπενθύμισε, πάντως, ότι η πρώτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση θα ξεκινήσει στις 10 Σεπτεμβρίου, οπότε και θα συζητηθούν όλα τα θέματα, συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων, της αύξησης του κατώτατου μισθού και των συλλογικών συμβάσεων.
Σε ό,τι αφορά την πρόταση για αύξηση του κατώτατου μισθού και την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ο αξιωματούχος της Ευρωζώνης τόνισε: «Το βασικό ζήτημα παραμένει: Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη σε ό,τι έχουμε συμφωνήσει και να μην πάει πίσω τις μεταρρυθμίσεις».
Καταλήγοντας, ο αξιωματούχος των Βρυξελλών επισήμανε ότι η Ελλάδα δεν βρίσκεται πλέον σε πρόγραμμα, «στηρίζεται στα πόδια της» και «πλέον αποφασίζει μόνη της», παρατηρώντας, όμως, ότι υπάρχει και η «μεταμνημονιακή εποπτεία».