Βαρύ είναι το αποτύπωμα της πανδημίας στο ασφαλιστικό σύστημα. Επιπλέον πονοκέφαλος τα αναδρομικά που αποφάσισε η δικαιοσύνη και η γήρανση του πληθυσμού. Γιατί η κυβέρνηση προσδοκά ταχεία βελτίωση της κατάστασης.
Η υγειονομική κρίση, η μείωση του ΑΕΠ αλλά και οι συνεχείς υποχρεώσεις επιστροφής αναδρομικών ποσών σε συνταξιούχους, είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης στο 18% του ΑΕΠ, το 2020. Κι αυτό, ενώ ο ελληνικός πληθυσμός μειώνεται δραματικά, αλλά ο δείκτης εξάρτησης συνταξιούχων, ήτοι ο πληθυσμός ηλικιωμένων ηλικίας από 65 ετών και άνω, προς τον ενεργό πληθυσμό, ηλικίας από 20 έως 64, αυξάνεται σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Αυτά είναι κάποια από τα συμπεράσματα που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας 2021-2024 που απέστειλε η χώρα μας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι δαπάνες για συντάξεις το 2020 εκτινάχθηκαν στο 18% του ΑΕΠ εξαιτίας των συνεπειών της πανδημικής κρίσης, αλλά και τις συνεχείς δικαστικές αποφάσεις που ακύρωσαν προηγούμενους, «μνημονιακούς» νόμους και οδήγησαν σε επιστροφές αναδρομικών ποσών, σε εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχους. Βέβαια, στο κείμενο ξεκαθαρίζεται πως αν και η δαπάνη βγήκε εκτός ευρωπαϊκού στόχου, η κατάσταση βελτιώνεται άμεσα, κατά την επόμενη 10ετία, ακόμη κι αν το έτος αναφοράς δεν είναι το «χτυπημένο» από την υγειονομική κρίση του κορωνοϊού 2020, αλλά το 2019.
Την ίδια στιγμή, σημαντικά κάτω από το απαιτούμενο επίπεδο που τουλάχιστον θα διατηρούσε τον πληθυσμό της Ελλάδας σταθερό, στα σημερινά επίπεδα, αναμένεται να κινηθεί το ποσοστό γονιμότητας τα επόμενα 50 χρόνια. Γεγονός που οδηγεί σε έναν συνεχώς φθίνοντα πληθυσμό, που το 2070 δεν θα ξεπερνά τα 8,6 εκατομμύρια άτομα.
Παράλληλα, όλο και περισσότεροι πολίτες ηλικίας άνω των 65 ετών θα εξαρτώνται από την εργασία των υπολοίπων, ήτοι του ενεργού πληθυσμού ηλικίας από 20 έως 64 ετών. Οι δημογραφικές αυτές προβολές δεν λαμβάνουν υπόψη τη σχεδιαζόμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση με την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας, από τον Ιανουάριο του 2020, η οποία σύμφωνα και με τον αρμόδιο υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Πάνο Τσακλόγλου έχει μεταξύ των βασικών στόχων της και την αποτελεσματική αντιμετώπιση των επιπτώσεων της γήρανσης του πληθυσμού στο ασφαλιστικό. Όπως επισημαίνουν άλλωστε και οι συντάκτες του Προγράμματος, οι παραδοχές πάνω στις οποίες στηρίζονται οι δημογραφικές προβολές δεν λαμβάνουν υπόψη τους πιθανές αλλαγές πολιτικών.
Οι δαπάνες
Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας 2021-2024 που κατατέθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή από το υπουργείο Οικονομικών, εκτός από τις αναθεωρημένες προβλέψεις της Αθήνας για την οικονομική ανάπτυξη και το χρέος, περιλαμβάνονται και εκτιμήσεις για την πορεία της συνταξιοδοτικής δαπάνης, από το 18% του ΑΕΠ, το 2020 (σαφώς επηρεασμένες τόσο από την αναπροσαρμογή του ΑΕΠ στο -9,7% την ίδια χρονιά όσο και από τις υποχρεώσεις για επιστροφή αναδρομικών ποσών σε συνταξιούχους, με βάση τις τελευταίες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας) σε 11,9% το 2070.
Τα στοιχεία δείχνουν βέβαια ότι τα αμέσως επόμενα χρόνια, ήδη δηλαδή από την επόμενη κιόλας 10ετία, θα υπάρξει σημαντική μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών, με άμεση συνέπεια τη μεγάλη μείωση κατά 6,4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στις δαπάνες που σχετίζονται με την ηλικία μεταξύ του 2020 και του 2070.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και στηρίζονται στην έκθεση για τη γήρανση του πληθυσμού (Ageing report 2021) που αναμένεται να δημοσιοποιηθεί εντός του Μαΐου, οι συνολικές δαπάνες που σχετίζονται με την ηλικία στη χώρα μας, κατά το «δύσκολο» 2020, ανήλθαν στο 26,4% του ΑΕΠ, εκ των οποίων το 18,0% αφορούσαν συνταξιοδοτικές δαπάνες. Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat για το 2018 (τα πλέον τελευταία διαθέσιμα στοιχεία), οι δαπάνες για συντάξεις στην Ελλάδα ήταν στο 16,1% του ΑΕΠ, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν στο 12,7%.
Βέβαια, όπως προκύπτει και από τις προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας για το διάστημα 2021-2024, οι συνταξιοδοτικές δαπάνες μειώνονται ήδη κατά την πρώτη δεκαετία από 18,0% σε 13,8% και περιορίζονται στο 11,9% του ΑΕΠ στο τέλος του ορίζοντα προβολής, ήτοι το 2070. Μάλιστα, επισημαίνει στο κείμενο που απέστειλε η ελληνική πλευρά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι η φθίνουσα πορεία της πρώτης δεκαετίας ισχύει ακόμη και αν η σύγκριση δεν γίνει με το αποτέλεσμα του 2020 αλλά με το ποσοστό του 2019, όταν η συνταξιοδοτική δαπάνη ήταν στο 15,7% του ΑΕΠ.
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης που περιλαμβάνονται στο κείμενο δείχνουν ότι οι μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια στο συνταξιοδοτικό σύστημα μπορούν να εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα ακόμη και σε ένα πλαίσιο δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων, με δραματική μείωση του πληθυσμού, κυρίως εξαιτίας των περιορισμένων γεννήσεων. Είναι δε, χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η επίδραση των νέων μακροοικονομικών παραδοχών λόγω της πανδημίας, οι οποίες έως το 2030 είναι λιγότερο ευνοϊκές σε σύγκριση με τις προβλέψεις του παρελθόντος (πριν την πανδημία) και οδηγούν σε υψηλότερο επίπεδο συνταξιοδοτικών δαπανών, κατά το δεύτερο μισό της περιόδου προβολής (μετά το 2040) έχουν αντίθετο αποτέλεσμα, είναι ευνοϊκότερες και φτάνουν σε χαμηλότερο επίπεδο σε σύγκριση με τις προβλέψεις προ-κορωνοϊού.
Όσον αφορά τις δαπάνες που σχετίζονται με την ηλικία χωρίς σύνταξη, οι προβλέψεις της Έκθεσης για τη γήρανση στην Ε.Ε. του 2021, που αποκαλύπτονται στο πρόγραμμα, παρότι αυτή καθεαυτή η έκθεση θα δημοσιοποιηθεί αργότερα, δείχνουν μικρότερη μείωση από 8,4% σε 8,1% του ΑΕΠ μεταξύ 2020-2070, προφανώς λόγω της σημαντικής αύξησης των ατόμων μεγάλης ηλικίας.
Περιορισμένη αύξηση παρουσιάζουν τα στοιχεία και όσον αφορά τις δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη, καθώς από 5,0% το 2020 αυξάνονται σε 5,4% του ΑΕΠ στο τέλος της περιόδου προβολής, ενώ οι δαπάνες για μακροχρόνια περίθαλψη παραμένουν σταθερές στο 0,2%.
Στο Πρόγραμμα περιλαμβάνονται προβλέψεις και για το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών (άθροισμα τόσο των εισφορών εργοδότη όσο και αυτών που καταβάλλει ο εργαζόμενος), που ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνονται ελαφρώς από 8,4% το 2020 σε 7,9% το 2070.
Το δημογραφικό πρόβλημα
Σύμφωνα με τα στοιχεία, για τα επόμενα 50 χρόνια, το ποσοστό γονιμότητας παραμένει κάτω από το απαιτούμενο επίπεδο για τη διατήρηση ενός μη μειούμενου πληθυσμού όπως έχει οριστεί στο 2,1 για τις ανεπτυγμένες χώρες. Αυτό, σε συνδυασμό με την οριακή μεταβολή της καθαρής μετανάστευσης, οδηγεί τον πληθυσμό της χώρας σε μια συνεχή φθίνουσα πορεία, με αποτέλεσμα από 10,7 εκατ. που είναι σήμερα, να μειώνεται σε 9,9 εκατ. το 2040 και να πέφτει στο 8,6 εκατ. στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου, το 2070.
Ως ένας επιπρόσθετος επιβαρυντικός παράγοντας, κυρίως στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας και την πορεία συνταξιοδοτικών δαπανών, έρχεται να λειτουργήσει ο δείκτης εξάρτησης γήρατος, που αναφέρεται στον αριθμό των ατόμων άνω των 65 ετών, προς τον ενεργό πληθυσμό, ηλικίας από 20 έως 64 ετών. Ο δείκτης αυτός αυξάνεται από 37,9 το 2019 σε 68,2 το 2050 και στη συνέχεια μειώνεται σε 65,2 το 2070.
Αντίθετη πορεία έχει το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση, το οποίο αυξάνεται από 79,0 το 2019 σε 86,4 το 2070 για τους άνδρες και από 84,3 το 2019 σε 90,3 το 2070 για τις γυναίκες. Το προσδόκιμο ζωής στα 65, δηλαδή πόσα χρόνια αναμένεται να ζήσει κατά μέσο όρο κάποιος μετά τα 65 έτη, αυξάνεται από 18,8 το έτος βάσης σε 23,9 στο τέλος της περιόδου προβολής για τους άνδρες και από 21,8 έως 26,7 για τις γυναίκες.
Πηγή: Euro2day.gr