Γράφει ο Ιπποκράτης Χατζηαγγελίδης
Τον Απρίλιο του 1941 ο Ελληνικός Στρατός αντιμετώπισε την συνδυασμένη επίθεση της Wehrmacht και της Luftwaffe. Όπως ήταν αναμενόμενο, δεν άντεξε. Υπέκυψε, αλλά δεν ηττήθηκε! Παρά την ηρωική -αλλά στρατηγικώς μάταιη- αντίσταση των οχυρών της Γραμμής Μεταξά, η διάρρηξη του γιουγκοσλαβικού μετώπου έκρινε το αποτέλεσμα. Η συνθηκολόγηση που -παρά τις διαταγές της κυβερνήσεως- υπέγραψε ο Αντιστράτηγος Τσολάκογλου ήταν τι καλύτερο που μπορούσε να γίνει.
Πιστεύω ότι επρόκειτο για μια έντιμη συνθηκολόγηση, η οποία διέσωσε το γόητρο του -νικητή των Ιταλών- Ε.Σ. αφ’ ετέρου απέτρεψε την αιχμαλωσία χιλιάδων οπλιτών και αξιωματικών, οι οποίοι αφέθηκαν ελεύθεροι να επιστρέψουν στα σπίτια τους και -στη συνέχεια- να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή ή να στελεχώσουν την εσωτερική αντίσταση.
Η εποποιϊα του Ε.Σ. στο μέτωπο της Αλβανίας και η -έστω ατυχής- ηρωϊκή του αντίσταση στη Μακεδονία, είχε εξασφαλίσει για την Ελλάδα μια θέση στο τραπέζι των νικητών. Η απόφαση ευθύνης του Στρατηγού Τσολάκογλου καθώς και η ανάληψη της κατοχικής πρωθυπουργίας μπορούσαν να εξασφαλίσουν την επιβίωση της χώρας χωρίς μείζονες καταστροφές, ήδη το κόστος των 7 μηνών πολέμου ήταν τεράστιο.
Δυστυχώς, η συνέχεια δεν υπήρξε το ίδιο ευνοϊκή. Ότι διέσωσε ο Στρατηγός Τσολάκογλου, αναλαμβάνοντας την τεράστια ευθύνη της συνθηκολογήσεως, το κατέστρεψε η πολιτική μικρόνοια και μισαλλοδοξία της Αριστεράς, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα εκτός παραγματικότητος σχέδιά της. Με πρόσχημα την αντίσταση ηατά των κατακτητών, έσυρε τους Έλληνες σε μια εμφύλια σύρραξη, την οποία ουδείς επιθυμούσε!
Η εγκληματική έως προδοτική ανευθυνότητα της Αριστεράς του ’40 ελάχιστα διαφέρει από την ανευθυνότητα του λαϊκιστικού μετώπου που -με κορμό την παρανοϊκή Αριστερά- κυβερνά τον τόπο. Η παρουσία του γραφικού Καμμένου και των μικρόνοων που τον ακολουθούν δεν σώζει τα προσχήματα, αντιθέτως μεγιστοποιεί τις ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ και καταδεικνύει το απύθμενο καιροσκοπισμό της ηγεσίας αλλά των συνιστωσών του. Με πρόσχημα την απαλλαγή της χώρας από το μνημόνιο, με πρόσχημα την -δήθεν- εθνική αξιοπρέπεια και εκμεταλλευόμενη την πορϊούσα πλήρη απαξίωση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της Ν.Δ., οδηγεί τη χώρα εκτός Ευρώπης και -ακόμη χειρότερα- στην πλήρη οικονομική κατάρρευση κατά τα λατινοαμερικάνικα πρότυπα που τόσο γοητεύουν τον πρωθυπιυργό!
Σήμερα, 74 χρόνια μετά την συνθηκολόγηση του 1941 και μετά από όσες τραγικές στιγμές έζησε η μεταπολεμική Ελλάδα, σα να μην έχει αλλάξει τίποτα, είμαστε και πάλι στο χείλος του γκρεμού χωρίς να έχει προηγηθεί πόλεμος… Πόσες καταστροφές μπορεί να αντέξει μια χώρα μέσα σε 100 χρόνια;!!!
Αφιερώνω το κείμενο του ιστορικού κ. Νίκου Γιαννόπουλου στους ήρωες του Ε.Σ., το μνημείο των οποίων βεβηλώνουν οι προστατευόμενοι της Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων(;) και διερωτώμαι υπάρχουν σήμερα Έλληνες ικανοί να ΣΥΡΟΥΝ ΣΠΑΘΗΝ;!!!
Η μάχη που Έλληνες ιππείς «έσυραν την σπάθην» και ανάγκασαν σε υποχώρηση τους Γερμανούς
Στις 6 Απριλίου 1941, οι γερμανικές στρατιές εισέβαλαν ταυτόχρονα στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία. Στα οχυρά της γραμμής Μεταξά συνάντησαν πεισματική αντίσταση από τις ελληνικές φρουρές.
Ταυτοχρόνως, όμως, ο γιουγκοσλαβικός στρατός αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων και διαλύθηκε κάτω από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα του γερμανικού 40ου Τεθωρακισμένου Σώματος. Ο κρίσιμος διάδρομος Μοναστηρίου-Κοζάνης, έμεινε τελείως ακάλυπτος. Μπροστά στον διαγραφόμενο κίνδυνο, η ελληνοβρετανική ηγεσία, (στρατηγός Ουίλσον και υπ” αυτόν ο Έλληνας στρατηγός Χρ. Καράσσος) προώθησε βιαστικά δυνάμεις, για να καλύψουν το ρήγμα. Σ’ αυτές τις δυνάμεις περιλαμβάνονταν, μια από τις καλύτερες μονάδες του Ελληνικού Στρατού, η Μεραρχία Ιππικού, υπό τον υποστράτηγο Γεώργιο Στανωτά. Η μεραρχία είχε λάβει μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και είχε καταγράψει στο ενεργητικό της αρκετές επιτυχίες, μεταξύ αυτών και τη συμμετοχή της στην διάλυση της επίλεκτης ιταλικής μεραρχίας αλπινιστών «Τζούλια». Σύντομα έφθασε στο όρος Βαρνούς, δυτικά της Φλώρινας, αποκλείοντας τον πλέον σημαντικό δρόμο, που οδηγούσε στην Κρυσταλλοπηγή, στην Κορυτσά και στην Καστοριά.
Η επίθεση των Γερμανών
Στις 10 Απριλίου, οι Γερμανοί διενήργησαν αναγνωριστική επίθεση. Η ελληνική αντίσταση όμως, δεν τους επέτρεψε να προχωρήσουν. Την επομένη, τμήματα της 73ης γερμανικής Μεραρχίας, εξόρμησαν από την πόλη της Φλώρινας. Πλησιάζοντας τις ελληνικές γραμμές, βλήθηκαν από τους ιππείς που είχαν αφιππεύσει και μάχονταν ως πεζοί και από το ελαφρύ και το βαρύ πυροβολικό της Μεραρχίας Ιππικού. Η σύγκρουση γενικεύθηκε, όταν οι Γερμανοί αναπτύχθηκαν και ανταπέδωσαν τα πυρά.
Η ακρίβεια του πυροβολικού
Οι εύστοχες βολές των Ελλήνων πυροβολητών και η δυσκολία των Γερμανών να κινηθούν πάνω στα χιονισμένα και άγνωστα σε αυτούς υψώματα, όπου παραμόνευε ο θάνατος, δημιούργησαν γρήγορα άσχημες συνθήκες για τους επιτιθέμενους.
Παρ’ όλα αυτά, οι Γερμανοί πολέμησαν με πείσμα, προσπαθώντας να εκβιάσουν τη διάβαση. Όμως εκείνη την ημέρα αντιμετώπιζαν σκληροτράχηλους βετεράνους του Αλβανικού Μετώπου και όχι απρόθυμους Γιουγκοσλάβους στρατιώτες. Επειδή οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να πετύχουν κάποια πρόοδο, διέπραξαν το σφάλμα να επικεντρώσουν την προσπάθειά τους σε μια μετωπική έφοδο πεζών κατά μήκος του δρόμου, ο οποίος όμως ήταν κάτω από το προετοιμασμένο πυρ του ελληνικού πυροβολικού. Το τελευταίο άρχισε με τη γνωστή του χειρουργική ακρίβεια να σκορπίζει τον θάνατο στους αλλόφρονες Γερμανούς.
Η κατάσταση χειροτέρεψε για τους επιτιθέμενους, όταν ένας ουλαμός ιππέων ελίχθηκε, ώστε να αποκόψει την οδό οπισθοχώρησης του εχθρού. Οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα άρματα και τα τεθωρακισμένα οχήματά τους στον βαλλόμενο στενό δρόμο. Βλέποντας τους ελληνικούς ελιγμούς και καθώς έπεφταν νεκροί, ο ένας μετά τον άλλον, από τα ελληνικά πυρά, άρχισαν να χάνουν το ηθικό τους.
Οι διοικητές τους διέταξαν αναδίπλωση. Η ελληνική διοίκηση διέταξε άμεση αντεπίθεση. Προφανώς οι Γερμανοί να μην κατάλαβαν τι σήμαινε η διαταγή των Ελλήνων ομαδαρχών «σύρατε σπάθην», ΄΄οταν όμως είδαν τους ιππείς να ορμούν εναντίον τους, κραδαίνοντας τα σπαθιά τους, κατάλαβαν ότι ένας δρόμος υπήρχε μόνο γι’ αυτούς, εκείνος της υποχώρησης!
Σύντομα οι οπισθοχωρούντες Γερμανοί τράπηκαν σε άτακτη φυγή προς τη Φλώρινα. Στις παρυφές της πόλης όμως, ανασυντάχθηκαν και ενισχύθηκαν, σχηματίζοντας μια γραμμή άμυνας. Μπροστά σε αυτή σταμάτησαν οι Έλληνες ιππείς και αναδιπλώθηκαν.
Τις δύο επόμενες ημέρες, 12 και 13 Απριλίου, οι Γερμανοί δεν τόλμησαν καν να πλησιάσουν τις ελληνικές θέσεις! Ποιος τους εγγυάτο ότι εκεί, στις άγριες χιονισμένες πλαγιές, δεν τους περίμεναν οι «τρελοί» με τα σπαθιά στα χέρια; Ο Ελληνογερμανικός πόλεμος τελείωσε με ήττα των Ελλήνων. Ωστόσο η μέρα που τα άλογα κυνηγούσαν τα άρματα, έμεινε χαραγμένη στην ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.