Του Ηλία Μόσιαλου*
Ας ξεκινήσω με ένα κουΐζ. Αν ρωτούσα ποια χώρα έχει περισσοτέρους καρδιολόγους, η Γερμανία των 83 εκατομμυρίων, ή η Ελλάδα των 10.6, σκεπτόμενοι λογικά θα απαντούσατε πως η Γερμανία έχει πολλαπλάσιους καρδιολόγους. Η απάντηση είναι εν μέρει σωστή. Η Γερμανία έχει όμως μόνο 600 περισσοτέρους καρδιολόγους από την Ελλάδα. Η διαφορά ίσως να είναι μεγαλύτερη συνυπολογίζοντας πως αρκετοί Έλληνες καρδιολόγοι έχουν μεταναστεύσει. Αλλά ακόμη και τους μισούς να είχαμε, σε σχέση με όσους καταγράφει η ΕΛΣΤΑΤ, μην ξεχνάμε πως έχουμε το ένα όγδοο του πληθυσμού της Γερμανίας. Έχουμε γενικά πολλούς γιατρούς: 6.3 ανά 1000 κατοίκους σε σύγκριση με 3.7 στις χώρες του ΟΟΣΑ. Ακόμη και αν αφαιρέσουμε όσους μετανάστευσαν θα είμαστε πάλι πάνω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
Σε τι οφείλεται το γεγονός ότι έχουμε τόσους πολλούς γιατρούς;
Δυστυχώς ποτέ δεν κάναμε συστηματικό προγραμματισμό των ανθρώπινων πόρων, και ειδικότερα των θέσεων για εξειδίκευση.
Γιατί όμως με τόσους γιατρούς δεν έχουμε σωστά οργανωμένη πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας;
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες. Στις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, οι ειδικοί γιατροί εργάζονται κυρίως στα νοσοκομεία, ενώ σε εξωνοσοκομειακό επίπεδο συναντώνται οικογενειακοί και γενικοί γιατροί. Αντιθέτως στη χώρα μας μεγάλο ποσοστό ειδικών γιατρών ιδιωτεύει. Ενδεικτικά, στις χώρες του ΟΟΣΑ, το 23% των γιατρών είναι γενικοί και οικογενειακοί γιατροί, 64% άλλων ειδικοτήτων, ενώ ένα 13% δεν έχουν ειδικότητα είτε είναι ανενεργοί. Στην Ελλάδα μόνο το 6% είναι γενικοί γιατροί και το 83% γιατροί άλλων ειδικοτήτων.
Δηλαδή η αναλογία γιατρών άλλων ειδικοτήτων προς γενικούς γιατρούς είναι 13.8, ενώ η αντίστοιχη αναλογία στον ΟΟΣΑ είναι 2.8.
Είναι αυτή η μόνη στρέβλωση στη χώρα μας;
Μακάρι να ήταν. Ας αναφέρω εδώ δυο ακόμη πρωτιές που έχουμε:
• τον μεγαλύτερο αριθμό φαρμακείων ανά 100 χιλιάδες κατοίκους μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (97 εμείς – 28 στον ΟΟΣΑ)
• τον μεγαλύτερο αριθμό οδοντίατρων (1.3 εμείς, σε σύγκριση με 0.8 ανά 1000 κατοίκους στον ΟΟΣΑ).
Όμως έχουμε λίγους νοσηλευτές και νοσηλεύτριες: 3.8 ανά χίλιους κατοίκους, στις τελευταίες θέσεις, πολύ πιο κάτω από τον μέσο ορό του ΟΟΣΑ (9.2 ανά 1000 κατοίκους). Η αναλογία νοσηλευτών προς γιατρούς είναι 4.1 στην Ελβετία, μια χώρα με υψηλό επίπεδο νοσοκομειακής φροντίδας, 2.5 κατά μέσο στις χώρες του ΟΟΣΑ, και μόνο 1.6 στην Ελλάδα.
Γιατί υπογραμμίζω τέτοιου τύπου στρεβλώσεις; Γιατί δεν έχουμε καταφέρει έχοντας υπεράριθμο, υψηλά καταρτισμένο ιατρικό και υγειονομικό ανθρώπινο δυναμικό, να έχουμε ένα από τα καλυτέρα συστήματα υγείας στον κόσμο.
Ίσως βέβαια κάποιοι να αναρωτιέστε εύλογα κάτι πιο απλό: σε εθνικό επίπεδο, με τόσους γιατρούς, πως υπάρχουν ελλείψεις στα δημόσια νοσοκομεία;
Δεν είναι παράδοξο. Τα κίνητρα για να δουλεύει ένας γιατρός στο δημόσιο σύστημα υγείας με δεδομένη τη συστηματική ελλιπή χρηματοδότηση της τελευταίας δεκαετίας, δεν είναι επαρκή. Έτσι ενώ υπάρχει πληθώρα ανθρώπινου δυναμικού στον εξωνοσοκομειακό τομέα, το ΕΣΥ υποβαθμίζεται συνεχώς.
Τι εννοώ; Ο στρατηγικός σχεδιασμός του ανθρώπινου δυναμικού δεν είναι μια απλή πρωτοβάθμια εξίσωση.
Οφείλει να ξεπερνά τον προγραμματισμό του αριθμού των διαφορών ειδικοτήτων, του περιεχομένου της προπτυχιακής και της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, και να ενσωματώνει την εκπαίδευση που θα λαμβάνουν οι γιατροί αφού έχουν τοποθετηθεί ως ειδικευμένοι στο δημόσιο σύστημα υγείας. Για έναν χειρουργό που τοποθετήθηκε σε επαρχιακό νοσοκομείο πριν 15 χρόνια, και ενώ σε αυτό το διάστημα πολλές χειρουργικές τεχνικές έχουν αλλάξει, δεν υπάρχει μέριμνα για την εκπαίδευση σε νέες τεχνικές. Μιλάμε για εκπαίδευση που πρακτικά δεν μπορεί να γίνει με παρακολουθήσεις συνεδρίων η διαλέξεων.
Επίσης είναι εμφανές ότι δεν γίνεται σωστός προγραμματισμός των θέσεων για την απόκτηση ιατρικής ειδικότητας. Έχουμε για παράδειγμα 2.319 οφθαλμίατρους, 517 πλαστικούς χειρουργούς, ενώ μόνο 378 ογκολόγους. Αυτό οφείλει να αλλάξει. Να υπάρχει στρατηγικός προγραμματισμός ώστε η προσφορά θέσεων ειδικότητας να αντικατοπτρίζει τα τωρινά και τα μελλοντικά προβλήματα των Ελλήνων πολιτών.
Παράλληλα, πρέπει να αλλάξουν τα προγράμματα των σπουδών με γνώμονα τις εξελίξεις της τεχνητής νοημοσύνης και της χρήσης την μεγάλων δεδομένων. Τα μαθήματα που σχετίζονται με τη μεθοδολογία της έρευνας, τη στατιστική, και την επιδημιολογία, δεν πρέπει να απαξιώνονται στα προγράμματα των ιατρικών σχολών. Αγνοώντας αυτά θα είναι δύσκολο να κάνει κάποιος σωστά ερωτήματα στις πλατφόρμες τεχνητής νοημοσύνης, ούτε θα κατανοεί πως να επεξεργαστεί τα αποτελέσματα.
Χρειάζεται επομένως να σκεφτούμε πως να σχεδιάσουμε το ανθρώπινο δυναμικό του μέλλοντος.
Ο χάρτης υγείας στη χώρα μας δεν μπορεί να απαριθμεί μόνο τον αριθμό νοσοκομείων, μηχανημάτων και επαγγελματιών υγείας. Οφείλει να επαναπροσδιοριστεί και να καταγράφει και τις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού. Να γίνει το ψηφιακό στηθοσκόπιο των υγειονομικών αναγκών των πολιτών, βάσει του οποίου θα θεσπίζονται τα κατάλληλα εκπαιδευτικά προγράμματα και θα αναβαθμίζονται οι υπάρχουσες υπηρεσίες υγείας.
Θα γίνουν όμως όλα αυτά; Όπως είπε, και πάλι, ο Λιούις Κάρολ, εξαρτάται από «ποιο είδος παροιμίας προτιμάτε: κάλλιο αργά παρά ποτέ; ή κάλλιο ποτέ παρά αργά;»
* Ο Ηλίας Μόσιαλος είναι Έλληνας καθηγητής της Πολιτικής της Υγείας, κάτοχος της έδρας Brian-Abel Smith, στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου (LSE). Επιπρόσθετα, είναι Καθηγητής Πολιτικής και Διοίκησης της Υγείας στην Ιατρική Σχολή (Department of Cancer and Surgery) του Imperial College London και συν-διευθυντής του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τα Συστήματα και τις Πολιτικές Υγείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ, 17/02/2024