Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Με τη Γερμανία να περνά μια πολιτική κρίση που όμοιά της δεν έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια, τα πολιτικά απόνερα της αστάθειας φτάνουν και στην Αθήνα, αλλά και στις Βρυξέλλες, όπου ανώτεροι αξιωματούχοι ανησυχούν εξαιρετικά για την εξασθένηση του ηγετικού ρόλου της Γερμανίας.
Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει προηγούμενο στη Γερμανία με το να ξεκινούν οι διαδικασίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης και να μην τελεσφορούν, ακόμα και μετά από αρκετούς μήνες και εξαντλητικές διαβουλεύσεις. Άλλωστε, το έχουμε επισημάνει ξανά και εδώ, σε σοβαρές χώρες όπως η Γερμανία, η διαμόρφωση της προγραμματικής συμφωνίας των κυβερνητικών εταίρων που ουσιαστικά αποτελεί την πολιτική πυξίδα της νέας κυβέρνησης είναι μια διαδικασία που όλοι παίρνουν πολύ σοβαρά. Για παράδειγμα, το 2013, οι συζητήσεις Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών κράτησαν για πάνω από έναν μήνα.
Εν προκειμένω, φαίνεται πως οι Φιλελεύθεροι δεν πήραν όσα ήθελαν από τις συζητήσεις και ενεργοποίησαν την αρχική τους απόφαση να μην συναινέσουν στην κυβέρνηση Τζαμάικα, είτε με το βλέμμα σε απευθείας συνεργασία σε κυβέρνηση μειοψηφίας με το CDU είτε με την ελπίδα πως τα ποσοστά του κόμματος θα ενισχυθούν σε ενδεχόμενο νέων εκλογών. Είναι σαφές, όμως, ότι οι νέες εκλογές σπρώχνουν τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης στη Γερμανία, στην καλύτερη περίπτωση, για το Πάσχα: εκλογές μπορούν να γίνουν εντός 60 ημερών από τη διάλυση της Βουλής, η οποία μπορεί να διαλυθεί σε 2-3 εβδομάδες, εκτός αν ανατραπούν άρδην τα δεδομένα και, στη συνέχεια, θα πρέπει να δούμε ποιοι είναι οι αριθμητικοί συσχετισμοί για τον σχηματισμό της κυβέρνησης.
Το πρόβλημα είναι πως η ακυβερνησία στη Γερμανία φτάνει ως και την Ελλάδα, ιδίως σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί το σενάριο των νέων εκλογών και δεν δοθεί κάποιου είδους λύση εκ των υφιστάμενων πολιτικών δυνάμεων. Είναι, συνεπώς, σαφές πως η παράταση της πολιτικής κρίσης στη Γερμανία, όχι απλώς δεν αλλάζει, αλλά επιτείνει την ανάγκη να κλείσει η αξιολόγηση το δυνατόν συντομότερο, στις αρχές Δεκεμβρίου, προκειμένου η χώρα να αποσείσει από πάνω της ευθύνες τυχόν καθυστερήσεων.
Φυσικά, η παράταση της εκκρεμότητας στη Γερμανία και το ενδεχόμενο ο σχηματισμός κυβέρνησης να φτάσει ως το Πάσχα αποτελεί νάρκη σε δύο βασικές παραμέτρους: στις έγκαιρες αποφάσεις για το χρέος και στην έναρξη της συζήτησης για την επόμενη μέρα, μετά την τυπική ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος. Υπενθυμίζεται πως η κυβέρνηση επιδιώκει τον Φεβρουάριο, όταν και το ΔΝΤ θα προβεί στην πρώτη του αξιολόγηση για το τρίτο πρόγραμμα, να κλειδώσει τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος που θα εφαρμοστούν αμέσως μετά την παρέλευση του προγράμματος, πλην όμως, αν δεν έχει σχηματιστεί κυβέρνηση στη Γερμανία, πώς θα καταστεί αυτό εφικτό και ποιος θα είναι ο συνομιλητής του ΔΝΤ; Παράλληλα, η έλλειψη σαφούς εικόνας για τη σύνθεση της γερμανικής κυβέρνησης δεν θα επιτρέπει και το να γνωρίζει το είδος και τον βαθμό των πιέσεων που θα ασκηθούν στη χώρα για την επόμενη μέρα, μετά το τέλος του τρίτου Μνημονίου.
Κάπως έτσι, μπορεί η κυβέρνηση να επισπεύδει, αλλά πολλές φορές τα πράγματα δεν είναι στο χέρι μας.