Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας
Οικονομολόγος-Ψυχολόγος
Η κατάρρευση της Βενεζουέλας και οι πρωτότυπες κυβερνητικές επιλογές για την αντιμετώπιση της, όπως η τριήμερη αργία εργασιών για εξοικονόμηση ενέργειας ή οι σκηνές ανεξέλεγκτου κοινωνικού αυτοματισμού, χρησίμευσαν στην εγχώρια αναπαραγωγής τους ως δείγμα φαιδρότητας ή μνημείο αποφυγής πολιτικής πρακτικής. Ελάχιστα ασχοληθήκαμε με τα διδάγματα που θα έπρεπε να προκύψουν από τις γενικότερες εξελίξεις στην Λατινική Αμερική, περίπου όπως έγινε και με την υπόθεση της Αργεντινής.
Οι κακές αγορές, τα κοράκια, η διεθνής συνωμοσία του μεγάλου κεφαλαίου κι άλλες τέτοιες εύπεπτες, γραμμικές αναλύσεις ήρθαν να καλύψουν το κενό της λογικής χαρίζοντας αφειδώς ευφάνταστα επιχειρήματα για τον ηρωισμό των λατίνων επαναστατών. Υπάρχουν όμως δυο πολύ βασικά συμπεράσματα που θα ήταν χρήσιμο να τα συμπεριλάβουμε στην προσέγγιση μας αν θέλουμε να διδαχθούμε κάτι από την εκεί πτώση του σοσιαλιστικού μύθου. Αυτά αφορούν την φενάκη της πετρελαϊκής αυτάρκειας και τον συναισθηματισμό του εθνικού νομίσματος.
Η Βενεζουέλα, μια χώρα με τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου, μετατόπισε όλον τον παραγωγικό της σχεδιασμό (άλλοτε πιο γεωργικός) προς αυτή την επιχειρηματική δραστηριότητα κάνοντας την οικονομία απολύτως ελεγχόμενη από τις διαχρονικά δεδομένες μεταπτώσεις των τιμών του. Με το 80% των εξαγωγών της και το 1/3 του ΑΕΠ της να αφορούν την ενέργεια, ήταν σίγουρο ότι όταν θα προέκυπτε απότομη πτώση των τιμών, είτε από κερδοσκοπικά παιχνίδια, είτε από πραγματική διαφοροποίηση στην επάρκεια, θα ήταν τόσο ευάλωτη, που σε συνδυασμό με την εσωτερική πολιτική κρίση και τις πληθωριστικές πιέσεις, θα αποκαλύπτονταν η γύμνια της απέναντι σε αντίξοες συνθήκες.
Αυτό που επιπρόσθετα θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν οι εγχώριοι ταγοί είναι ότι η σημερινή κατάσταση με τις αφύσικα χαμηλές τιμές πετρελαίου δεν θα συνεχιστεί επ’ άπειρον όπως φυσικά θα συμβεί και τα μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια της ΕΚΤ που δεν θα αργήσει η στιγμή που θα πάρουν και πάλι την ανιούσα. Οι θετικές επιπτώσεις αυτών των δυο στοιχείων αποτρέπουν την εμφάνιση ακόμη βαθύτερων υφεσιακών τάσεων. Είμαστε όμως προετοιμασμένοι για την αντιμετώπιση της αντίστροφης πορείας ή θα βρεθούμε προ δυσάρεστων εκπλήξεων και επιδείνωση όλων των δεικτών;
Το δεύτερο στοιχείο που είναι άξιο προσοχής αφορά την απόδειξη ότι ένα εθνικό νόμισμα δεν διασφαλίζει καμιά αυτονομία, ειδικά στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον. Η διαρκής υποτίμηση του νομίσματος και η προσπάθεια επιλεκτικής κάλυψης των απωλειών στα χαμηλότερα εισοδήματα δεν αποτελεί καμιά φαεινή ιδέα. Είναι μια αντίστροφη πορεία από την εσωτερική υποτίμηση των άμεσων εισοδηματικών περικοπών που οδηγεί όμως στα ίδια αποτελέσματα. Όταν μάλιστα το επίπεδο χρέους έχει ήδη φθάσει σε μη εξυπηρετούμενα επίπεδα, απότοκο της λαϊκίστικης σοσιαλιστικής παροχολογίας, δεν υπάρχει καν η δυνατότητα παροδικής χρηματοδότησης της αγοράς ώστε να αμβλυνθούν πρόσκαιρα οι επιπτώσεις της νομισματικής υποτίμησης.
Οι αποδιοπομπαίοι τράγοι, οι εθνικοπατριωτικές κορώνες και οι άκρατοι συναισθηματισμοί μπορεί να κινητοποιούν στιγμιαία πλατιές λαϊκές μάζες, σκάνε όμως σαν γιγάντιες τσιχλόφουσκες μπρος στον κυνισμό του πραγματισμού. Αν οι κυβερνώντες μας ωφεληθούν έστω κι ελάχιστα από τα διδάγματα της Βενεζουέλας και εμπλουτίσουν τον ιδεοληπτικό δογματισμό τους με δόσεις ρεαλισμού ίσως αποφευχθούν τα πολύ χειρότερα. Αλλιώς…