Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
Αν μια ανάλυση οφείλει να ξεκινά προβάλλοντας ένα θετικό μήνυμα, στην περίπτωση των Βρετανικών εκλογών αυτό είναι η σημαντική συμμετοχή των πολιτών και ιδιαίτερα της νέας γενιάς που σε σημαντικό βαθμό καθόρισε και το τελικό αποτέλεσμα. Πέρα όμως από αυτό το γεγονός, το αποτέλεσμα αποκαλύπτει τόσο την αλληλουχία των λαθών από πλευράς Συντηρητικών όσο και το πόσο ισχυρός παραμένει ο λαϊκισμός, με διαφορετικές κάθε φορά εκφάνσεις ώστε να καλύπτει τις εκάστοτε θυμικές κοινωνικές ανάγκες.
Ο «αρχιτέκτονας» της αστάθειας δεν είναι άλλος από τον Κάμερον που στηριζόμενος στην έπαρση της άνετης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας πίστεψε ότι είχε στο τσεπάκι την επικράτηση στο δημοψήφισμα και προχώρησε σε μια αχρείαστη διαδικασία που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Δεν είχε αξιολογήσει σωστά το εύρος της δυσαρέσκειας από τον τρόπο λειτουργίας της Ε.Ε. κι ότι είναι πιο εύκολο για τον πολίτη, ειδικά εν μέσω κρίσης, να ψάχνει τις ευθύνες αποκλειστικά σε τρίτους κι όχι στον εαυτό του. Δεν κατανόησε τις βαθιές ρίζες του εθνολαϊκισμού που δεν επιζητούσε απλώς βελτιώσεις στα χρόνια διοικητικά και άλλα προβλήματα της Ε.Ε. αλλά την απόσχιση περισσότερο για συναισθηματικούς παρά για απτούς οικονομικούς λόγους.
Η αντικαταστάτρια του, Τερέζα Μέι, έπραξε πάνω κάτω το ίδιο λάθος. Με εξίσου, αν όχι μεγαλύτερη έπαρση θεώρησε δεδομένο το εκλογικό αποτέλεσμα λόγω της τεράστιας διαφοράς (χρήσιμο δίδαγμα για όσους εντός Ελλάδας βιάζονται να προεξοφλήσουν το εκλογικό αποτέλεσμα ώστε να αποφύγουν έγκαιρα τον εφησυχασμό) επιχείρησε την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης έναντι της Ε.Ε. για το Brexit. Ακολούθησε μια στρατηγική σχεδόν προεκλογικής αδιαφορίας, περιμένοντας μια ευρεία νίκη για να βρεθεί τελικά προ εκπλήξεων. Τώρα ακόμη κι αν διασφαλίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η θέση της, εντός κι εκτός της χώρας, είναι ήδη εξαιρετικά αδύναμη. Σε κάθε στραβοπάτημα θα εγείρονται εσωκομματικές αντιδράσεις. Σε κάθε προσπάθεια άσκησης πίεσης προς την Ε.Ε. θα αντιμετωπίζεται ως ένας αδύναμος κρίκος έτοιμος να σπάσει.
Τόσο η άνοδος των Εργατικών, μάλιστα με αυτή την ακόμη πιο αριστερίστικη φυσιογνωμία και την παροχολογική ρητορική, όσο και η πιθανή αλλαγή ηγεσίας στους Συντηρητικούς με μεγάλες πιθανότητες να υπάρξει στροφή σε λαϊκίστικες επιλογές, θα έπρεπε να αποτελούν σημεία και εγχώριου προβληματισμού. Όταν παραβλέπουμε τα κοινωνικά ρεύματα και δεν προβάλουμε εγκαίρως εμπεριστατωμένες απαντήσεις η κατάληξη είναι η ανεξέλεγκτη άνοδος των πιο ακραίων εκφάνσεων αμφισβήτησης του συστήματος από όποια ιδεολογική κοίτη κι αν προέρχονται. Οι Εργατικοί κέρδισαν πόντους περισσότερο λόγω του φιλοευρωπαϊκού προφίλ (για μια πιο σοσιαλιστική και ανοιχτή σε παροχές Ε.Ε.) ή λόγω της κλασικής παροχολογίας;
Ας μην υποτιμούμε λοιπόν ούτε την δυναμική του κοινοβουλευτικού μηδενισμού που εκπροσωπεί η Χρυσή Αυγή, ούτε τις δυνατότητες επανασυσπείρωσης γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ σημαντικού μέρους, εξαγριωμένων κι απογοητευμένων από τις πολιτικές του, πολιτών. Η βαθιά ανάγκη για καθησυχαστικές δικαιολογίες δεν εξαλείφεται ταχύτατα. Πρόκειται για μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία που θα χρειαστούν γενιές ολόκληρες για να ολοκληρωθεί χωρίς βέβαια και οριστικά αποτελέσματα αφού ο «ιός» της ψηφοθηρίας μεταλλάσσεται και προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των καιρών πιο γρήγορα από τον ρυθμό αντίδρασης της λογικής.