Γράφει η Έφη Αλικάκου
13 Νοεμβρίου 2015, το Παρίσι, η κατά πολλούς μητρόπολη της Ευρωπαϊκής Ηπείρου «σκεπάζεται» από ήχους αλλεπάλληλων εκρήξεων και από ουρλιαχτά αθώων ανθρώπων. Σε 23 λεπτά, από τις 21:20 μέχρι τις 21: 53, και με επτά συντονισμένες επιθέσεις, ανά πέντε λεπτά, οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους έβαψαν τον ουρανό του Παρισιού με αίμα, κάνοντας την Ευρώπη να μουδιάσει από πόνο και τη Γαλλία να βυθιστεί στο πένθος για τους αδικοχαμένους νεκρούς της. 129 ψυχές (κυρίως νέοι άνθρωποι) αφανίστηκαν στο βωμό του θρησκευτικού φανατισμού, και τριακόσια πενήντα δυο άνθρωποι τραυματίστηκαν εκ των οποίων οι 99 παραμένουν σε κρίσιμη κατάσταση.
Οδύνη αλλά και οργή. Τη στιγμή που τα φώτα του Πύργου του Άιφελ έσβησαν, αυτόματα οι ψυχές όλων μας σκοτείνιασαν, πολλοί δεν καταφέραμε να συγκρατήσουμε τα δάκρυα μας. Εν μέσω μιας τέτοιας τραγωδίας, κάποιοι δεν δίστασαν να αρπάξουν το πληκτρολόγιο και μέσω των social media να αρχίσουν τις γεωπολιτικές αναλύσεις επιπέδου Ραχήλ Μακρή και left.gr. Κι όμως αυτή τη δυνατότητα να εκφράζει την άποψη του το κάθε καρυδιάς καρύδι που θα έλεγε και η γιαγιά μου, αποτελεί την ύψιστη κατάκτηση του δυτικού πολιτισμού, και σύμφωνα με τους επιστήμονες της ψυχολογίας έναν από τους πολλούς λόγους που αυτά τα θρησκόπληκτα ανθρωπάρια μας μισούν και μας επιτίθενται. Έχουν εκπαιδευτεί από μικρή ηλικία να ανταποκρίνονται χωρίς δεύτερες σκέψεις, με ένα απλό «ουγκ» μόνο στο «Αλλάχου άκμπαρ».
Επομένως λοιπόν, είναι αναφαίρετο δικαίωμα όλων να τοποθετούνται επί της επίθεσης και δική μας υποχρέωση προκειμένου να προστατεύσουμε τα ώτα και τους οφθαλμούς μας, να μην τους παίρνουμε στα σοβαρά. Κάθε αρχή όμως έχει και εξαιρέσεις: Πείτε και γράψτε ότι θέλετε λοιπόν, αλλά κάνετε μας τη χάρη να μην προσπαθείτε να μας επιβάλλετε τον τρόπο με τον οποίο θα πενθήσουμε ή θα στεναχωρηθούμε σε προσωπικό επίπεδο. Αν μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων θέλησαν να προσευχηθούν στο Θεό τους για τα θύματα, καλώς το θέλησαν. Ίσως να είναι όντως ειρωνεία η προσευχή σε μια θρησκεία, τη στιγμή που το κίνητρο της τρομοκρατικής ενέργειας βρίσκεται στο θρησκευτικό φανατισμό, δεν είναι όμως η κατάλληλη χρονική συγκυρία για να επιχειρηματολογήσεις κατά των θρησκειών γιατί με αυτό τον τρόπο τσουβαλιάζεις αδιάκριτα τους μουσουλμάνους όλου του κόσμου.
Επίσης, αν θελήσω να βάψω το προφίλ μου στα χρώματα της γαλλικής σημαίας ως ένδειξη πένθους θα το κάνω, αν θέλω να αφήσω λουλούδια έξω από τη Γαλλική Πρεσβεία θα το κάνω, και το τελευταίο που έχω όρεξη να εισπράξω είναι το υψωμένο δάχτυλο του καναπεδάκια που θα με πει υποκρίτρια και επιλεκτικά ευαίσθητη επειδή δεν έκανα τα ίδια όταν πέθαιναν άνθρωποι στο Ιράκ ή στη Συρία. Είναι απλό: Αν ένας άντρας με κουκούλα έρθει και απειλήσει κάποιο αγαπημένο μου πρόσωπο βάζοντας το όπλο στο κρόταφο του θα φοβηθώ πιο πολύ από ότι αν ο ίδιος άντρας έκανε κάτι αντίστοιχο σε άτομα αθώα μεν, που δεν γνωρίζω δε, δέκα χιλιόμετρα μακριά μου. Εννοείται ότι θα οργιστώ σε περίπτωση που τους βλάψει αναίτια και άδικα, η ανθρώπινη φύση μου όμως θα με κάνει να το ξεχάσω γρηγορότερα από ότι στη πρώτη περίπτωση. Και, τη Παρασκευή ο εχθρός σκότωσε μέσα στο «σπίτι μου».
Κάνετε λοιπόν, όσες αναλύσεις θέλετε, αναπτύξτε χίλιες δύο απόψεις για συνομωσίες Ομπάμα, Ολάντ και Εβραιομασόνων, έχουμε εξοπλιστεί με γερό οπλοστάσιο αντοχών. Παρακαλείστε όμως να μην επεμβαίνετε στα συναισθήματα μας και στο τρόπο που τα εκφράζουμε.
Vive la France, vive l’Europe!